Κυριακή, Απριλίου 17, 2011

ψυχη βαριά

Το winamp παίζει το Heavy Soul του Paul Weller. Το πρώτο κομμάτι, το ομώνυμο. We're words upon a window, written there in steam / In the heat of the moment, at the birth of a dream... Ένα κλικ δεξιά, ανανεώνω την κυριακάτικη ενημέρωσή μου. "Έφυγε", λέει, ο Νίκος Παπάζογλου. Έφυγε.. Για που, αλήθεια; Απ'όσο θυμόμουν, το πέρασμά του εδώ τραγουδούσε. Όπως όλοι. Δεν παίζει να έφυγε.

Θα'θελα να γράψω κάτι για τον Παπάζογλου. Για το πόσο πασέ πλέον έκανε στον καθένα μας η φιγούρα του και η παρουσία του. Με το κόκκινο φουλάρι και τη μόνιμη (εκ των αμερικάνικων φυλακών) τζιν περιβολή, με τον Βούδα και τον Κούδα που βαρεθήκαμε να τον ακούμε, αδυνατώντας -μέχρι πρότινος που η συγκίνηση μας κάλεσε να το αφουγκραστούμε- να σταθούμε λίγο και να νιώσουμε βαθιά τι πάει να πει το "εδώ είναι του Ρασούλη", μα και τι πόνο και ψυχή έκρυβε το "έχω καταλάβει ήδη της ζωής μου το παιχνίδι". Αλλά και τον απαρχαιωμένο Υδροχόο -πασέ και τρε μπανάλ πλέον για τους διονυσιασμούς μας- τον γλυκανάλατο Αύγουστο που καταχωρήθηκε με τα χρόνια στις μελό κοριτσίστικες παραγγελιές και οι ψαγμένοι της παρέας παριστάναμε ότι το έχουμε ξεπεράσει -και το τραγούδι, αλλά και το σκηνικό αυτό, να ενδίδεις ελαφρά στον πειρασμό της κοινοτοπίας μιας αυγουστιάτικης βραδιάς με κιθάρα και φίλους, έτσι στα χαζά, έτσι στα ωραία. Και γενικά όλα αυτά του Παπάζογλου τα όπαρτα -πληθυντικός του όπα, απίθανος νεολογισμός της γιαγιάς μου. Τον είχαμε βαρεθεί τον Παπάζογλου και καλά, τον είχαμε ξεπεράσει. Δεν τα ακούγαμε πια αυτά τα τραγούδια. Τα είχαμε κρύψει σε κείνο το μπαουλάκι που τρέχουν να κρυφτούν όλες οι μνήμες όταν γυμνές από την ανάγκη μας και τις επιθυμίες μας, τρέχουν ακίνδυνες να κρυφτούν εκεί για να μην ξεθωριάσουν, για να προστατευτούν. Δεν τα είχαμε κρύψει με δική μας θέληση βέβαια -μάλλον τα είχαμε άτσαλα προσπεράσει, κάπου τα είχαμε παραπετάξει, ενοχλημένοι ίσως, αλλά αυτά φαίνεται πως βρήκαν το δρόμο για το καταφύγιο. Και, ναι, το ξέρουμε ότι βρίσκονται εκεί. Αν δεν το ξέρεις, σημαίνει πως δεν υπήρξες έφηβος. Πως δεν ενέδωσες ποτέ σε ένα ελαφρύ κάλεσμα της στιγμής, που το σώμα και η ψυχή δεν ζητούν κάτι παραπάνω από ένα όπα μετά το ρεφρέν και ένα ξέδωμα. Μια στιγμιαία απόδραση από τη βαριά ψυχή σου. Μια ξαφνική ανάληψη. Για λίγο.

Γυρίζω με το νου πίσω στην εποχή που το σήμερα μπανάλ δεν ήταν ακόμα μπανάλ, το σήμερα πασέ δεν είχε παίξει τόσες φορές στο repeat και ούτε που φανταζόταν πόσο πασέ θα γίνει κάποτε, τότε που ως απλά κλάσικ και όχι πασέ, τα τραγούδια του Παπάζογλου έπαιζαν το ρόλο τους στις γιορτές μας και τους χορούς, άναβαν τα αίματα όταν οι ψαγμενιές στο τραγούδισμα δυσκόλευαν τη μέθεξη και ο χορός αναπαυόταν απογοητευμένος στις καρέκλες, "βάλε μας κανένα Παπάζογλου ν'ανέβουμε ρε", "παίξε μας το Ραγίζει απόψε η καρδιά..." και τέτοια. Η εποχή που τα κλάσικς για χορό τα μνημόνευε κανείς με τον πρώτο στίχο και όχι με τον τίτλο του σουξέ. Ξέρουμε αυτό που ακούμε και χορεύουμε, όχι αυτό που είναι στο δίσκο. Γνώση βιωματική, γνώση χορευτική. Πραγματική.

Μπανάλ λοιπόν η μικρή μας ζωή, η μικρή και ταπεινή μα και μεγάλη. Στη μικρή ζωή του καθενός, ο Νίκος Παπάζογλου πέρασε και τραγούδησε. Όσο μπανάλ και να βλέπεις σήμερα τις υπομνήσεις των βιωμάτων σου, δεν μπορείς να αρνηθείς το πόσο πραγματικές υπήρξαν. Και αυτός ο ρόλος τους, ο πραγματικός, ο λειτουργικός, είναι που αχρηστεύει τις θεωρήσεις σου περί μπανάλ. Και έλα να μου πεις πως αλλιώς θα χόρευες και πως θα έριχνες εκείνη την κοπέλα, αν δεν της σιγοτραγουδούσες "σ'αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω", ενώ μέσα σου σίγουρα μουρμούριζες όλο και πιο φωναχτά, όλο και πιο πραγματικά, "θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό"... Για να μη σου πω ότι στον Παπάζογλου χρωστάς τη μαγκιά που πουλούσες πιο μικρός, να ξέρεις τις Τρύπες στην εποχή του πρώτου δίσκου τους, αλλά και τα πρώτα περίεργα λαϊκά που άκουσες, και ήταν κάποιος Μάλαμας -σαπόρτ κάποτε στον Παπάζογλου, να του πετάνε κέρματα και γιούχες ενώ έλεγε τη Στέλλα- κάποιος Περίδης, κάποιος Θανάσης Παπακωνσταντίνου.

Μαθαίνω το φευγιό του Παπάζογλου, καθώς τυχαία ακούω το Heavy Soul. Το τι είναι τελικά τυχαίο και τι όχι, και τι πραγματικά σημαίνει αυτό, το συζητάμε άλλη ώρα. Όλα σημαδιακά και μετρημένα μέσα στην τυχαιότητά μας. Ή όλα τυχαία μέσα στο καλοκουρδισμένο σύμπαν. Διάλεξε και πάρε, ανάλογα με το πόσο Κοέλιο διαβάζεις. Εγώ δεν διαβάζω.
Είναι το πόστ νούμερο 300. Αρχίζει η Μεγάλη Βδομάδα.
Συνεχίζουν οι μικρές μέρες. Συνεχίζουν τα ποστ. Συνεχίζει η ζωή.
Και τα περάσματα.
It's a joy to know I got a heavy soul.


Και δεν ήταν μόνο η φωνή. Ούτε η ψυχή.
Έγραφε και σπουδαίους στίχος ο μπαγάσας.

3 σχόλια:

Εννοείται πως θα το "κλέψω" και θα το ποστάρω στη δική μου σελίδα. Και άμα με ρωτάνε, ποιος έγραψε αυτές τις φευγάτες σκέψεις, θα λέω, ξέρω γω...κάποιος Costinho. Κάπου τον ξέρω...κάπου τον ξέρω....προσπαθώ να θυμηθώ... Δεν βοηθάς κι εσύ.

Tamistas είπε...

Γαμώτο, COSTINHO, είμαι ομοιοπαθής. Τον τελευταίο δίσκο του δεν τον άκουσα. Ίσως έχουμε τη λάθος στάση, όταν κάτι διαδίδεται ή (και) γίνεται της μόδας, να το σνομπάρουμε αβλεπί. Κι έτσι, να αδικούμε όσους, στο κάτω κάτω, κατάφεραν να μεταδώσουν την "ποιότητά" τους πέρα από τον κύκλο που αρχικά τους αγκάλιασε και τους στήριξε.
Στην περίπτωσή μου, η δικαιολογία ήταν και ότι ο Παπάζογλου επαναλαμβάνεται, δεν έχει τίποτα καινούριο. Θύμα της εποχής και εγώ, φαίνεται. Μας έμαθαν να βλέπουμε παλιά τα προϊόντα λίγων μόλις χρόνων. Και μας ξεγέλασαν να βλέπουμε πολλές φορές και τη γνήσια τέχνη σαν προϊόν.

costinho είπε...

Ταμίστα, είναι ό,τι πιο αληθινό μπορούσα να εκφράσω αυθόρμητα. Δεν αισθάνομαι τόση ενοχή επειδή είχα ξεχάσει τον κόσμο των τραγουδιών του Παπάζογλου, αλλά επειδή είχα αποκοπεί από τον κόσμο των συγκινήσεων που γέννησαν αυτά τα τραγούδια και το σύμπλεγμα των βιωμάτων που τα συνόδευαν. Με το φευγιό του, έζησα ίσως για πρώτη φορά κι εγώ -εγώ της γενιάς των 30κάτι- ένα τέλος εποχής. Μιας εποχής όχι νοσταλγικής, ούτε βιβλιογραφικής αναφοράς, αλλά μια εποχής πραγματικής. Ναι, επαναλαμβανόταν ο Παπάζογλυο, ναι δεν έκανε εδώ και χρόνια κάτι το καινούριο. Το καινούριο του όμως δεν ήταν οι δίσκοι του, ήταν η εποχή του. Η εποχή που έφερε. Αυτή που έφυγε και άφησε τη θέση της σε μια άλλη, που μας θέλει θύματα όπως λες. Και που το κατάφερε αυτό η καριόλα.

Όπως κατάφερε να γίνουμε νοσταλγοί, τόσο νέοι.

Δεν νοσταλγώ τα τραγούδια του Παπάζογλου. Νοσταλγώ την εποχή που τα ανάγκασε να γεννηθούν και εκείνη που τα έβγαζε έξω στο φως, που τους έδινε βήμα και σήμα για χορό. Όσο μιλάμε, θλιβόμαστε πιο πολύ. Και δεν είναι μόνο μελαγχολία αυτό. Είναι στεναχώρια.

 
 
 
 
Edited by © bananiotis