Δεν συμφωνώ με τον δάσκαλο (και φίλο!) Γιώργο Κοντραφούρη όταν λέει πως το κουλτουριάρικο άλλοθι του νεοέλληνα είναι ο κινηματογράφος. [βέβαια, απολαμβάνω να διαβάζω κάθε λέξη του στη συνέντευξη που έδωσε στο Jazz & Τζαζ που κυκλοφορεί αυτό το μήνα -τσεκάρετέ το!]. Σιγά τον πολύ κόσμο που πηγαίνει και κουλτουριάζεται στο σινεμά. Μακάρι δηλαδή να πήγαινε κι ας ήταν και δήθεν. [τουλάχιστον θα εξασφάλιζαν διανομή και οι ταινίες που θέλουμε, χε χε...]. Το πολιτιστικό άλλοθι του νεοέλληνα είναι η λογοτεχνία (σύγχρονη κυρίως, αλλά βάλε και τους μεγάλους ποιητές μέσα), το τραγούδι και ...η jazz. Ναι, η jazz, όσο κι αν αυτό δεν αρέσει σε μένα, στο Γιώργο και σε όσους πραγματικά την ψάχνουνε με το ζήτημα. Αυτό δεν αποτελεί καμιά ουσιαστική αποκάλυψη, απλώς ισχυροποίησα ακόμα περισσότερο αυτή μου την πεποίθηση, καθώς έβγαινα προχτές από το live του Stanley Clarke στο Παλλάς. Την ίδια ώρα ο Lagos δίπλα μου επαναλάμβανε συνέχεια τη φράση "η παρακμή της jazz" κι εγώ μέσα μου σκεφτόμουν ότι δεν είναι η jazz που έχει παρακμάσει, αλλά ότι μέσα στο γενικό (και γενικευμένο) καθεστώς της παρακμής, όλα πλέον μπορούν να βρουν χώρο και να μεγαλουργήσουν και να εντυπωσιάσουν. Κι αυτό συμβαίνει όταν δεν υπάρχει έδαφος ή τέλοσπάντων δεν έχει καλλιεργηθεί αυτό το έδαφος, πάνω στο οποίο θα θεμελιωθεί ο κριτικός λόγος και θα αναπτυχθεί ένα σύστημα κριτηρίων και, εν τέλει, να αναπνεύσει η κριτική σκέψη -έννοιες που δεν υποδεικνύουν μόνο το καθήκον των φιλοσόφων και των συγγραφέων, αλλά και όλων μας, αν θέλουμε να εννοούμε την τέχνη ως καθημερινή πράξη.
Όσο αφορά το χώρο της jazz συγκεκριμένα, στη χώρα μας, φαίνεται να κυριαρχεί η φανφάρα, την ίδια στιμή που η πραγματική δημιουργική jazz (και μιλώ κυρίως για την ντόπια παραγωγή) μένει στο περιθώριο. Εκείνοι που κλείνουν τα πρώτα τραπέζια στο Half Note και καπνίζουν τα ακριβά πούρα τους, συνήθως πρώτα έχουν κλείσει το τραπέζι και ύστερα (και by the way δηλαδή) ρωτάνε "ποιο σχήμα παίζει απόψε". Και δεν μπορεί να είναι λογικό αντεπιχείρημα η υπόθεση ότι πάνε τακτικά ν'ακούσουν καλή jazz (ως μέλη λέσχης και καλά!...), καθ'ότι αν ρίξει κανείς μια ματιά στο πρόγραμμα του μαγαζιού, τη jazz πρέπει να την ψάξει με το μικροσκόπιο. Έχει γεμίσει με αμφιλεγόμενο έθνικ και εξωτικό φολκλόρ (tango & flamenco κυρίως, αφού φαίνεται ότι γίναμε όλοι παθιάρηδες λατίνοι...) από περιοδεύοντες otininers (συνήθως), με ολίγη από Chicago -και σύγχρονο- blues. Όσο για το αν η ντόπια δημιουργία έχει θέση εκεί, ούτε λόγος. Ακόμα και τη Σαβίνα Γιαννάτου, για έθνικ την καλέσανε -όντας πια καλλιτέχνης της γερμανικής ECM βέβαια. Από την άλλη, στη σχολή του Φακανά, προσκαλούνται για live μόνο διακεκριμένοι αθλητές του jazz στίβου, τους οποίους συνήθως απολαμβάνουν οι εκκολαπτόμενοι αθλητές τους jazz στίβου (δέκαθλο).
Αλλά και τα one-off gigs jazz καλλιτεχνών στην Ελλάδα δεν παρουσιάζουν κάποια διαφορετική εικόνα, τα οποία -ακόμα περισσότερο- μας δείχνουν κυνικά πως η jazz είναι (εδώ) υπόθεση για γερά πορτοφόλια. Η λογική των διοργανωτών είναι απλή: "δεν μας ενδιαφέρει το κοινό, δεν μας ενδιαφέρει η ποιότητα της συναυλίας, δεν μας ενδιαφέρει ο καλλιτεχνικός αντίκτυπος, ούτε καν μια ολοκληρωμένη διοργάνωση που θα μπορούσε να κερδίσει και βλέμματα από το εξωτερικό, αλλά και να εξασφαλίσει ένα κύρος ώστε να μαγνητίσει κι άλλους jazz καλλιτέχνες". Δεν εξηγείται ότι μπορεί το San Sebastian, μια πόλη με πληθυσμό μόλις 183.000, να κάνει 5ήμερο jazz φεστιβάλ στο οποίο φέτος θα παίξουν ο Chick Corea με τον Gary Burton, ο Marcus Miller, ο Isaac Hayes, ο Wayne Shorter, ο Pat Metheny με τον Βrad Mehldau (μαζί), η big band του Matthew Herbert, η Madeleine Peyroux, οι Gotan Project, oι Sly & the Family Stone, ο Horace Andy, οι Skatalites και πολλοί άλλοι (και αντίστοιχα πέρσι ο McCoy Tyner, ο Herbie Hancock, ο Keith Jarrett, η Erykah Badu, ο Jacques Loussier και άλλοι πολλοί). Δεν εξηγείται ότι μπορεί η Perugia (πληθυσμός 160.000) να συγκεντρώνει κάθε χρόνο στο 10ήμερο (!!!) Umbria Jazz Festival όποιον ζωντανό έχει μείνει στο jazz στερέωμα (ενδεικτικά, φέτος θα παίξουν Keith Jarrett Trio, Ornette Coleman, Solomon Burke, George Benson, Al Jarreau, Sonny Rollins, Brad Mehldau, Sly & the Family Stone, Pat Metheny, Cedar Walton, Eric Alexander, Dionne Warwick, Uri Caine, Enrico Rava, Joe Lovano, Ramsey Lewis). Δεν μπορεί εκεί να εξηγείται κι εδώ να μη συζητιέται. Αλλά αυτά είναι άλλου παπά ευαγγέλιο και μακάρι να ήξερα ποιου ακριβώς για να του υποβάλλω τα παράπονά μου γιγαντοφώνως.
Η φανφάρα λοιπόν έδωσε και πήρε πρόσφατα στις jazz συναυλίες (και φυσικά εξαντλήθηκε όλη στο promotion), με αποκορύφωμα τη συναυλία των e.s.t. πρίν μερικούς μήνες. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο τηλεφωνητής στην κράτηση εισιτηρίων μας πληροφορούσε τότε ότι πρόκειται να δούμε "το καλύτερο jazz συγκρότημα στον κόσμο" (!!!). [Ευτυχώς, ο τηλεφωντής δεν δεχόταν μηνύματα, γιατί θα άκουγαν οι τηλεφωνήτριες καταγεγραμμένη τη φωνή μου να εκφέρει απεράντως ειρωνικά: "εννοείτε πως οι e.s.t. θα παίξουν support στους Medeski, Martin & Wood?"]. Και είχε και συνέχεια: Stanley Clarke, The Legend! Ναι, οκ, legend δεν λέω, άλλωστε για αυτό πήγα και τα έσκασα, καθ'ότι συνειδητοποίησα για άλλη μια φορά ότι κι αυτόν τον μέγα θα τον δω once in a lifetime. Τι όμως θα έπαιζε ο μέγας? Αναδρομή στα 30 χρόνια δισκογραφίας? Κάτι καινούριο ίσως? 70's Fusion? Post-bop? Funk? Αφιέρωμα στον Διονύση Σαββόπουλο? Καμία πληροφόρηση από τα δελτία τύπου και τις καταχωρήσεις. Και με ποιους θα έβγαινε στη σκηνή? Με θεατρίνους? Με ζογκλέρ? Με μουσικούς? Αν ναι, με ποιους? Καμία πληροφόρηση κι εδώ, προφανώς γιατί μπροστά στην φανφαρόνικη αφίσα, όλα αυτά είναι κομπαρσιλίκια.
Η λογική των διοργανωτών είναι απλή και συμπληρώνεται με τη σιγουριά των ακριβών εισιτηρίων και της πολυδιαφημισμένης προπώλησης, κοινώς της one-off αρπαχτής. Όσο για τον καλλιτεχνικό αντίκτυπο, οι πρώτοι που γελάνε με αυτά είναι οι ίδιοι οι ξένοι καλλιτέχνες που ξέρουν πολύ καλά ότι έρχονται για αρπαχτή, γιατί πολύ απλά ...γι αυτό έχουν προσκληθεί. Γι αυτό και χτυπάνε τεράστια ποσά έναντι αμοιβής. Και προφανώς (και δικαίως) διόλου δεν κόπτονται αν εγώ -και κάποιοι λίγοι- χτυπιούνται και γκρινιάζουν και περιμένουν κάτι άλλο. Το ότι η συναυλία ήταν για μεγάλα χασμουρητά (τα οποία εμείς μετουσιώσαμε σε ψιθυριστά γελάκια και αμήχανα βλέμματα μεταξύ μας) δεν έχει και πολύ σημασία. Ο Clarke έπαιξε αυτή τη fusion σούπα που τον έκανε μέγα και τρανό, αυτό που έπαιζε κατά κόρον στα τέλη των 70's. Φυσικά, μας ήταν κομμάτι δύσκολο να φανταστούμε ότι εν έτει 2007, θα έβρισκε το κουράγιο να μαγειρέψει για νιοστή φορά τη συνταγή της εν λόγω σούπας και κατιτίς πιο καινούριο θα είχε να μας πει και να μας παίξει. Ειδικά όταν πριν λίγους μήνες στη Θεσσαλονίκη, ο 70 something Wayne Shorter μας είχε δείξει με τον καλύτερο και ζωντανό τρόπο μέσα σε μία ώρα και κάτι, πως η jazz είναι μια μουσική που δεν έχει όρια και δεν σταματά ποτέ να εξελίσσεται.
Και το κοινό στον κόσμο του. Έκθαμβο, συγκλονισμένο, ευχαριστημένο. Έβγαινε πλέον από την αίθουσα με μια βεβαιότητα πως αυτό που άκουσε "ήταν jazz" και δη καλή. Αυτό που παίχτηκε μπροστά τους έφερε -από την αφίσα κιόλας- την ταμπέλα "jazz", άρα ήταν. Ανάθεμα, βέβαια, αν στη δισκοθήκη των περισσοτέρων που παραυρέθηκαν προχτές στο Παλλάς, υπάρχουν δίσκοι του Stanley Clarke ή οποιοδήποτε δισκάκι της Blue Note, της Prestige και της Riverside. Ως συνήθως, οι μυημένοι και οι υποψιασμένοι βρίσκονταν στο πίσω μέρος του εξώστη (γιατί ΝΑΙ, μόνο τα 30 ευρώ μπορούσε να αντέξει το πορτοφόλι τους) και στην πρώτη σειρά κάθονταν κλακαδόροι κουστουμάτοι δανδήδες, τους οποίους διόλου δεν θα τους ξένιζε αν κάποια στιγμή στη σκηνή εμφανιζόταν ως έκτακτη συμμετοχή και η Έλενα Παπαρίζου. Παρ'όλα αυτά, όλα γίναν τέλεια. Ο χορηγός σέρβιρε αφειδώς τα ουίσκια του στο φουαγιέ κατά την υποδοχή και το διάλειμμα, η προπώληση είχε πάει φίνα, ο μάγος θάμπωσε, το κοινό στην πλατεία χειροκροτούσε όρθιο (την ίδια ώρα που κάποιοι στον εξώστη αποχωρούσαν στη μέση του live!...) και όλοι θα είχαν να διηγούνται -φωναχτά- αυτό το τρομερό jazz γεγονός στους φίλους τους, κάποιο βράδι μέσα στην επόμενη εβδομάδα οπότε και θα τους έβλεπαν πιθανώς στο πρώτο τραπέζι του Half Note. Και η φράση "φωναχτά" αντιστοιχεί στο ζήτημα που υπονοεί το δεύτερο σκέλος του τίτλου αυτού του post.
Αφορμή το πρόσφατο live του Γιάννη Αγγελάκα μετά των Επισκεπτών στο συναυλιακό χώρο Gagarin. Η αίθουσα κατάμεστη (αυτό που λέμε και sold out) και στη σκηνή δύο από τους Lost Bodies (Θάνος και κιθαρίστας) που τηρούσαν το έθιμο του support. Αντιδράσεις αμφιλεγόμενες. Απ'ό,τι φαίνεται τα μπράβο και οι επιδοκιμασίες είχαν στριμωχτεί στις πρώτες σειρές, γιατί εγώ που καθόμουν προς τη μέση περίπου, περιστοιχιζόμουν από παρέες ανάγωγων thirty something τύπων, οι οποίοι διαδήλωναν φωναχτά την άγνοιά τους -και την ενόχλησή τους- σχετικά με την περίπτωση Lost Bodies. Τα ειρωνικά σχόλια έδιναν και έπαιρναν: "αυτό νομίζω πως είναι Καρυωτάκης, χα χα", "μα ποιοι είναι αυτοί, τους ξέρει η μάνα τους;", "εγώ καλύτερα παίζω κιθάρα στην παραλία", "μα υπάρχει κάποιος που τους ακούει;", "τι είπες Γιώργο, τους ακούς και σ'αρέσουν; Μάλλον δεν θα ξαναβγώ μαζί σου" και άλλα τέτοια χαριτωμένα γι αυτούς, ενοχλητικά για μένα -καθώς η ένταση με την οποία εκφέρονταν κάλυπτε εκείνη της φωνής του Θάνου. Οι απαντήσεις, βέβαια, στις ηλίθιες απορίες τους είναι προφανείς: δεν ήταν Καρυωτάκης, αλλά Καβάφης (αλλά σιγά μην ήταν σε θέση να διακρίνουν), τους ξέρει τόσο η μάνα τους όσο κι ένα σωρό κόσμος (και προπαντώς ο Αγγελάκας που τους ζήτησε να παίξουν και που πριν 15 χρόνια είχε κάνει την παραγωγή στον πρώτο δίσκο τους), καλύτερα ΔΕΝ παίζεις εσύ κιθάρα στην παραλία (γιατί αν έπαιζες, θα καταλάβαινες και θα ήξερες και δεν θα πρόδιδες τόσο απροκάλυπτα την μακρινή καταγωγή του ανθρώπου) και υπάρχουν πράγματι πολλοί που τους ακούνε και κάποιοι μέσα στο Gagarin (καλή ώρα εγώ) που προσπαθούν να τους ακούσουν, αλλά δεν μας το επιτρέπουν κάτι βόδια σαν τον μπροστινό μου. Οι δύο άσχετες (μεταξύ τους, αλλά και με τα πράγματα απ'ότι διαπιστώθηκε) παρέες που φωνασκούν -και φωνασκούν επίτηδες, γιατί μόνο έτσι μπορούν να καλύψουν την αμηχανία τους, την άγνοιά τους και την αγένειά τους- ενθουσιάζονται από τη βλακεία τους και γνωρίζονται ώστε να ανταλλάξουν ακόμα περισσότερα ηλίθια σχόλια. Εγώ ο ταλαίπωρος δεν τους λέω κουβέντα, για να μην χαλαστώ κυρίως, και περιμένω υπομονετικά. Το ίδιο και ο προσκεκλημένος μας, ο Sylvain Chauveau, τον οποίο φέραμε στη συναυλία να δει το φίλο του το Βελιώτη που έπαιζε. Εξυπακούεται πως ο Γάλλος δεν ήταν σε θέση να καταλάβει γρι από το νόημα της πρόζας του Θάνου. Στεκόταν όμως αμίλητος και παρακολουθούσε με προσοχή και μόνο όταν τέλειωσε το σετ, μας μίλησε και μας ρώταγε να τους εξηγήσουμε τι ήταν αυτό που είδε. Το ίδιο έκανε και όσο έπαιζε ο Αγγελάκας. Περίμενε μέχρι να μην ακούγεται κανένας ήχος από την μπάντα, προκειμένου να μας ρωτήσει ή να σχολιάσει κάτι. Ο μπροστινός μου όμως αποφασίζει για άλλη μια φορά να δείξει την καταγωγή του (όχι μόνο αυτή που του έχει αποδείξει ο Δαρβίνος, αλλά και την άλλη, την εθνική): "Τον καημένο το Γάλλο, τον φέρανε εδώ και ακούει τους μαλάκες". Σωστά. Όμως, όση ώρα έπαιζαν οι "μαλάκες" ο Γάλλος καθόταν τουμπεκί και παρακολουθούσε. Αλλά, θα μου πείτε, μιλώ για περιπτώσεις και όχι για το σύνολο. Κάνουν κι αυτές τη ζημιά τους βέβαια. Από την άλλη, η συμπεριφορά του συνόλου είναι που με πειράζει περισσότερο. Κι αυτό το βίωσα με το που ανέβηκε ο Αγγελάκας στη σκηνή. Η κατάσταση θύμιζε Θύρα 7. Η μουσική εκκωφαντική, ο ήχος κακός, οι στίχοι ακατάληπτοι (εξαιτίας του ήχου), η ενορχήστρωση ισοπεδωμένη (εξαιτίας του ήχου). Αισθάνομαι πως τα έγχορδα του Βελιώτη και του Σιώτα τζάμπα υπάρχουν στη σκηνή, αφού η παραγωγή δεν έχει προβλέψει να ακούγονται και δαύτα. Τα ηλεκτρονικά (παρεμπιπτόντως, μιλάμε για την πιο ουσιαστική, έξυπνη, ισορροπημένη και καλαίσθητη χρήση ηλεκτρονικών ήχων σε μουσική με ακουστική βάση, που έχω ακούσει τα τελευταία 10 χρόνια) κρυμμένα. Οι στιγμές που έβγαιναν οι ηλεκτρονικοί ήχοι στο προσκήνιο ήταν τα σημεία που η υπόλοιπη μπάντα έκανε παύση. Όμως εκεί άρχιζαν οι φωνές και οι επευφημίες του κοινού και πάλι καλυπτόταν βίαια οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργία ατμόσφαιρας. Η μόνη ατμόσφαιρα που το κοινό επέτρεπε να λειτουργήσει ήταν αυτή του γηπέδου, συνοδευόμενη από την επίμονη απαίτηση "ω είναι ωραία στον Παράδεισο" (πόσα χρόνια πια;).
Αναρωτιέμαι -χωρίς ρητορείες και ειρωνείες, αλλά πραγματικά: αυτοί είναι οι μόνοι όροι με τους οποίους μπορεί να λειτουργήσει η κατάσταση; Όλα πρέπει να είναι δυνατά; Η μουσική, οι εντάσεις, οι αντιδράσεις μας, όλα στο maximum; Οφείλουμε να δεχόμαστε ως νομοτέλεια την κακή ποιότητα ήχου και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάγεται μια συναυλία; Είναι αναπόφευκτες οι εκτπώσεις που γίνονται (και επιβάλλονται στον ακροατή και ενίοτε και στον μουσικό) στο αποτέλεσμα που παράγεται και παρουσιάζεται ως "καλλιτεχνική πρόταση" -και οι οι οποίες συμπεριλαμβάνουν και το ακατάλληλο των εκάστοτε χώρων; Είναι εφικτό να αναθεωρηθούν οι τρόποι ακρόασης της μουσικής και οι τρόποι συμπεριφοράς μας σε ένα κοινωνικό γεγονός (όπως αυτό της συναυλίας, αν και το ερώτημα ισχύει και για τον κινηματογράφο, το θέατρο κλπ.); Μπορούμε καμιά φορά να δίνουμε σημασία μόνο σε αυτό που ακούμε και να μην επιδιώκουμε πάντα να το συνδυάσουμε με μπλα-μπλα, ποτό, καμάκι, πόρωση, χορό και πόζα; Μπορούμε να φερόμαστε πολιτισμένα σε μια συναυλία, χωρίς να μας εμποδίζει από το να είμαστε θερμοί; Μπορούνε να πετάνε έξω από τις συναυλίες κάτι καραγκιόζηδες σαν τον μπροστινό μου; Ας απαντηθεί θετικά και μόνο το τελευταίο και τα πράγματα ίσως βελτιώσουν πολύ την εικόνα των συναυλιών που πηγαίνω...
ΓΡΑΦΟΥΝ
partners in crime
works
NIGHT ON EARTH
(Outlandish Recordings, 2006)
SECOND HAND
(Αχός/Sony, 2008)
Archives
-
►
2011
(16)
- ► Φεβρουαρίου (4)
- ► Ιανουαρίου (4)
-
►
2010
(40)
- ► Δεκεμβρίου (2)
- ► Σεπτεμβρίου (1)
- ► Φεβρουαρίου (5)
- ► Ιανουαρίου (6)
-
►
2009
(103)
- ► Δεκεμβρίου (9)
- ► Σεπτεμβρίου (6)
- ► Φεβρουαρίου (8)
- ► Ιανουαρίου (18)
-
►
2008
(83)
- ► Δεκεμβρίου (14)
- ► Σεπτεμβρίου (6)
- ► Φεβρουαρίου (8)
- ► Ιανουαρίου (3)
-
▼
2007
(31)
- ► Δεκεμβρίου (5)
- ► Σεπτεμβρίου (5)
- ► Φεβρουαρίου (1)
- ► Ιανουαρίου (3)
Σάββατο, Απριλίου 21, 2007
Η χαμηλή αισθητική και η αισθητική του "δυνατά"
Αναρτήθηκε από costinho στις 9:52 μ.μ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
10 σχόλια:
Εμείς πότε θα πάρουμε ανάσα; Αν όλοι οι άνθρωποι που στριμώχνονται στις συναυλίες αγαπούσαν τη μουσική ....
εξαρτάται ποιοι ανήκουν στο "εμείς" που υιοθετείς. Αν πρόκειται για το κοινό (όπως εκείνο που σκιαγραφώ κι εγώ), δεν νομίζω πως έχειπαράπονο. Μέχρι τώρα έχει πάρει πολλές ανάσες για να αντέξει την πολυλογία που το πιάνει σε μια συναυλία. Αν πρόκειται για τους καλλιτέχνες, τότε συμπάσχουμε.
Δεν είναι η αγάπη προς τη μουσική βέβαια το ζήτημα, είναι ο στοιχειώδης σεβασμός απέναντι σε άλλους ανθρώπους με τους οποίους εκείνη την ώρα αποτελούμε μια άτυπη κοινότητα. Αυτός ο σεβασμός άλλωστε είναι που μας χαρακτηρίζει και μας διακρίνει και ως είδος στο ζωικό βασίλειο. Ή μήπως τελικά όχι;
Εμεις εννοω: εμεις που πηγαινουμε σε μια συναυλια οχι γιατι θελουμε να ριξουμε γκομενους/ες, να χτυπηθουμε, να ακουσουμε ΜΟΝΟ αυτα που ξερουμε και να φυγουμε....
Αν και εχεις δικιο πως ο σεβασμος φτανει, εμενα δε με ικανοποιει αυτο. Δηλαδη σιγουρα θα ηταν καλυτερα αν ολοι εκεινοι που δε νιωθουν την κατασταση εβγαζαν το σκασμο, ομως θα προτιμουσα να βγαλουν το σκασμο οχι απο σεβασμο μοναχα (οπως πιθανα θα εκανε καποιος πιο πολιτισμενος ευρωπαιος) αλλα απο αγαπη για τη μουσικη που συνεπαγεται με αγαπη και προσοχη στις καινουργιες μουσικες. Εχω την εντυπωση καμια φορα πως πολλοι ανθρωποι θα μπορουσαν να πανε σε μια συναυλια απλα για να ακουσουν 5 κομματια που γνωριζουν. Ειναι θλιβερο
παρακαλω το "με" που πηγε και κολλησε διπλα στο "συνεπαγεται" να αποχωρησει ηρεμα χωρις φασαριες.
Η αλήθεια είναι ότι οι σκέψεις αυτού του post αποτελούν μέρος μιας συνολικότερης απαξίωσης που τρέφεται μέσα μου, σχετικά με ζητήματα σεβασμού -τόσο τυπικού όσο και ουσιαστικού (όπως αυτός για τον οποίο μιλάς κι εσύ). Βαρέθηκα πια την Αθήνα που φωνασκεί, βαρέθηκα την Αθήνα που υπερβάλλει, το ντε και καλά hype, το ντε και καλά "να μιλάμε για να μιλάμε", το sony και καλά "όλοι περνάμε ωραία και μη χαλιέσαι βρε". Βαρέθηκα να βλέπω κόσμο να βγαίνει από το σπίτι του και να μεταμορφώνει σε σπίτι του οποιοδήποτε χώρο στον οποίο βρίσκεται -και αυτό να γίνεται και εις βάρος τρίτων. Βαρέθηκα αυτή την "ολιστική αντιμετώπιση", την ίδια συμπεριφορά απέναντι σε ο,τιδήποτε που ισοπεδώνει τα πάντα τελικά. Κυρίως, βέβαια, έχω βαρεθεί να θεωρούμαι δυσκοίλιος επειδή ανησυχώ για τα παραπάνω και επειδή έχω βαρεθεί όλους αυτούς τους τόσο ίδιους τύπους.
Δε ζω στην Αθήνα αλλά άν αυτό σε παρηγορεί σου λέω πως και στη Θεσσαλονίκη ακριβώς τα ίδια συμβαίνουν.. Κι ίσως και λίγο χειρότερα...
Αθάνατε Χατζιδάκι που δε μας άφηνες να χειροκροτάμε και να μιλάμε...
Παρακολουθώ τη συζήτηση και δεν θέλησα να διακόψω, αλλά Costinho, αν δεις τον Κοντραφούρη, πες του ότι το Storyteller είναι σούυυπερ!
Δεν χορταίνω να το ακούω
(και sorry για την παρεμβολή)
:]
Που ν'ακούσεις και το Little Daddy's Blues!... Και έπεται και συνέχεια. Σύντομα...
καλά που υπάρχει το jazz upstairs (ως προς τις τιμές τουλάχιστον και το Παράφωνο για τον κόσμο του)
Όταν ο Κοντραφουρης έπαιξε στο θησείο πριν λίγο καιρό ήμασταν από κάτω 10 άτομα όλοι κι όλοι. Παραπάνω στην αποστόλου παύλου ήταν ένας ζογκλέρ με καμιά 30αριά άτομα μαζεμένα γύρω του. Κάτι λέγατε περί κοινού;
Καλησπέρα.
Δημοσίευση σχολίου