Δευτέρα, Αυγούστου 30, 2010

DECEPTION

ή Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΤΑΛΑΒΙΣΤΙΚΟΥ

Ο Λεονάρντο στην ταινία είναι, λέει, ένας Συλλέκτης ονείρων -το Σ κεφαλαίο πάντα, να θυμίζουν όλα ντεμέκ μασονική ορολογία. Ως Συλλέκτης μπορεί να μπαίνει στα όνειρα των άλλων και να εισχωρεί στο υποσυνείδητό τους, με την ικανότητα μάλιστα να κλέβει ακόμα και παραστάσεις τους, αλλά και να παρεμβαίνει στην πραγματικότητά τους, για την ακρίβεια στην πραγματικότητα των ονείρων τους -αφού έτσι κι αλλιώς είναι ξεκάθαρο πως πραγματικότητα και όνειρο αποτελούν δύο ολότελα διαφορετικούς και απομακρυσμένους κόσμους, με ρητή την αδυναμία να τέμνονται σε κάποιο σημείο. Ο Συλλέκτης όμως είναι επαγγελματίας συλλέκτης και παρεμβαίνει στα υποσυνείδητα των άλλων για να βιοποριστεί -και έτσι τα σημεία τομής των δύο κόσμων κάνουν την εμφάνισή τους, αφού ακόμα και μέσα στο φαντασιακό κόσμο ο Συλλέκτης καλείται να λειτουργήσει άκρως επαγγελματικά, σαν στην πραγματικότητα, χωρίς περιθώριο λάθους (αφού αν χαλάσει το όνειρο, καθώς ισχυρίζεται, θα απολυθεί), επιστρατεύοντας το μάξιμουμ της φαντασίας του, όχι όμως για να βαδίσει ελεύθερος σε ένα φαντασιακό κόσμο που αυτός και μόνο αυτός θα έκανε κουμάντο (όπως είθισται στα όνειρα άλλωστε), αλλά προκειμένου να συνεχίσει ακόμα και στο βαθύ του ύπνο τη μάταιη περιπλάνηση στις ψυχώσεις του σύγχρονου ανθρώπου, λεφτά, καριέρα, οικογένεια και άλλα χολιγουντιανά, δουλειά, δουλειά, δουλειά. Μέσα στο όνειρο, ο Μεροκαματιάρης Συλλέκτης μπορεί και συνεννοείται, μπορεί και κάνει λογικές κινήσεις και συζητήσεις, παίρνει λογικές αποφάσεις, γενικά δρα με όλους εκείνους τους τρόπους που στην ουσία ακυρώνουν την έννοια του ονείρου, αλλά και τη γοητεία των βασικών συστατικών του, αίροντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου -όχι όμως προς όφελος του ονείρου, αλλά για χάρη της πραγματικότητας και των ματαιόδοξων επιταγών της. Η νοηματική αυθαιρεσία του ονειρικού κόσμου, μαζί με τη βολική ανυπαρξία οποιασδήποτε νομοτέλειας εκεί στα έγκατα της ύπνωσης, επιστρατεύονται σεναριακά μόνο όποτε η δουλειά σκαλώνει ή όταν ο δημιουργός αποφασίζει πως ένα νοηματικό άλμα θα βγάλει και εκείνον από τη ζόρικη θέση, αλλά και δεν θα πειράξει κανέναν, αφού όσο πιο ακαταλαβίστικο γίνεται, τόσο περισσότερο εντυπωσιάζει, τόσο κερδίζει σε κύρος και υπόληψη. Όσο πιο περίπλοκο και γριφώδες το όλον του νοήματος, τόσο πιο στιβαρό και ελκυστικό.

'Δεν έχω ιδέα τι γίνεται. Γυρίζουμε πλάνα και πολλοί από εμάς δεν έχουν καταλάβει τίποτα για την ταινία' εξομολογούταν αφοπλιστικά ο Λεονάρντο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Και ποιος λέει ότι πρέπει καλά και σώνει να καταλάβουν; Άλλωστε, δεν ήταν ποτέ υποχρέωση των λειτουργών της τέχνης να αντιλαμβάνονται το έργο που υπογράφουν ή, έστω, να εκλογικεύουν τα διάφορα στάδια της παραγωγής του. Αλλά ας το δούμε από την πλευρά του δέκτη, του θεατή. Οι ορκισμένοι φαν του Λιντς, ας πούμε, δεν βρίσκουν στα έργα του κάποια πραγματική -και χρήσιμη- αλήθεια που ενδεχομένως επιθυμεί ο δημιουργός να μας μεταφέρει μέσα από τις εικόνες του, αλλά επειδή εκείνοι γοητεύονται -
φετιχιστικά, αόριστα και θολά- από την (επιφανειακή) έλλειψη αφηγηματικής σύνδεσης των σκηνών και των νοημάτων. Κοινώς, η οικοδόμηση της αφήγησης με ασυνέχειες και όρους ονειρικούς δεν είναι απλά τεχνική και στυλ γραφής, αλλά γίνεται το ίδιο το νόημα του έργου. Στα μάτια μας πλέον η φόρμα και η μορφή ξεπερνούν την ουσία. Και είναι δυνατόν η φόρμα, αυτή και μόνο, να κάνει μεγάλο τον δημιουργό -στη συνείδηση του κοινού- ενώ η ουσία του έργου του, αυτό που θα μπορούσε να είναι το πραγματικά μεγάλο, μένει για πάντα θαμμένη, ελπίζοντας σε μια άλλου είδους αποκρυπτογράφηση -πιθανώς από μια άλλη εποχή, από άλλα μάτια.

Στη συνείδηση των καταναλωτών της τέχνης, ο όρος 'κουλτουριάρης' αντιστοιχεί σε κάποιον που δημιουργεί ακαταλαβίστικα ανοσιουργήματα. Ή σκέτο ακαταλαβίστικα. Πολιτίκαλλυ σπίκηνγκ, για τον βάρβαρο Άδωνι και τους συνπλευρίτες του, οι θολοκουλτουριαραίοι είναι εκείνοι που με πονηρές και περίπλοκες βερμπαλιστικές διατυπώσεις προσπαθούν σκόπιμα να θολώσουν το νόημα των πάντων και να μπερδέψουν το λαουτζίκο -τον λαουντζίκο που τα θέλει όλα λάουντζ βεβαίως βεβαίως και δεν μπορεί να παρακολουθεί δύσκολες λέξεις και περίτεχνη γλώσσα. Έτσι, η κουλτούρα ταυτίζεται με το ακατανόητο, την α-νοησία, το κενό νοήματος. Το εκλεπτυσμένο λεξιλόγιο δεν είναι μια κατάκτηση της -ελληνικής- γλώσσας και του ανθρωπίνου νου, αλλά μια περιττή φιοριτούρα που θέλει μόνο να κάνει τα απλά, απρόσιτα στον λαϊκό άνθρωπο -όπου απλά βλέπε το μισθουλάκο μου και την τηλεόρασή μου, όπου μουσική βλέπε Ρουβά και κώλους στην παραλιακή (και την τηλεόρασή μου), όπου λογοτεχνία βλέπε κακομεταφρασμένα και κακοτυπωμένα αρχαία κοψοραψίματα από το βιβλιοπωλείο του Άδωνι ή σαβουροσμυρνέϊκα δράματα στις διαφημίσεις του Άλτερ (άρα πάλι την τηλεόρασή μου), όπου χιούμορ τα μουγκρητά του Θέμου και τα τιτιβίσματα της Τζούλιας (την τηλεόραση μου...), όπου σκέψη βλέπε Λιακόπουλους και εκπομπές Χαρδαβέλλα (γαμώ την τηλεόρασή μου...).

Έτσι, φτάσαμε να λογίζουμε την επιστήμη ως δόγμα, αφού οι εκφάνσεις της όντας περίπλοκες (και δη ακαταλαβίστικες στον απλό και λαϊκό) μόνο ως δόγμα ή θέσφατον μπορούν να γίνουν δεκτές, ποτέ όμως κατανοητές και χειροπιαστές. Έτσι, φτάσαμε να θεωρούμε την επιστήμη ως ένα plus, ένα εξτραδάκι, που αφορά μουρλούς Ιάπωνες που αυνανίζονται με ρομποτάκια και σκοτεινούς γενετιστές που προετοιμάζουν τη συντέλεια του κόσμου στα εργαστήριά τους και όχι ως μια αξία του ανθρώπινου πολιτισμού, η οποία πιστώνεται ως αξία ακριβώς επειδή είναι χρήσιμη -μας είναι χρήσιμη- ακριβώς επειδή μπορεί να μελετήσει το καθημερινό και να μας μεταφέρει κάτι χειροπιαστό, κάτι αληθινό. Η επιστημονικοφανής διατύπωση γίνεται πλέον το όχημα όποιου τραχανά κομπογιαννίτη βρίσκει βήμα να εκφέρει ασυναρτησίες και παντός είδους λαθροχειρίες -ιστορικές, επιστημονικές, πολιτικές. Διόλου παράξενη διαπίστωση φυσικά, αν σκεφτεί κανείς πως η επιστημονική έρευνα κατά τον περασμένο αιώνα -και όχι μόνο- πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε -ή ακόμα και κατευθύνθηκε- στη βάση εξουσιαστικών και άλλων πολιτικών συμφερόντων, ακριβώς γιατί κατόρθωσε να μεγεθύνει την απόσταση μεταξύ εκείνων που είχαν πρόσβαση στη γνώση και εκείνων που δεν είχαν πρόσβαση σε πολλά πράγματα εδώ που τα λέμε, αλλά παρ'όλα αυτά ήταν εκείνοι που αποτελούσαν τη βάση της σταθερότητας των συστημάτων και των πολιτειακών μοντέλων διαβίωσης, οπότε και η χειραγώγησή τους ήταν ένα από τα πρώτα και κύρια μελήματα των γνωστικών αρχόντων ανά την Ιστορία.

Και η κουλτούρα -η έννοια που συμπυκνώνει τις κατακτήσεις του ανθρωπίνου νου και τα κατορθώματα της καθημερινής εμπειρίας που θεμελιώνονται πάνω σε λογικά βήματα, σε λογικές σκέψεις, στις ικανότητες και στο μόχθο του ανθρώπου και όχι κάποιας ανώτερης δύναμης ή κάποιου εξωγήινου, πάνω σε κείνα που μπορεί ο άνθρωπος να επινοήσει, να ανακαλύψει, να επεξεργαστεί και να κατανοήσει- η έννοια αυτή, φτάνει πλέον να σημαίνει ακριβώς το αντίθετό της, σημαίνει πλέον την ακύρωσή της. Για να γίνουν αποδεκτά τα σπουδαία πλέον οφείλουν να είναι ακαταλαβίστικα. Μόνο που αυτό δεν ισχύει αντίστροφα και δεν είναι κάθε τι ακαταλαβίστικο και σπουδαίο. Πάρε παράδειγμα τη Lady Gaga, στην οποία δεν έχει εγνωστεί κανένα πραγματικό ταλέντο, πέρα από το να φοράει -ακαταλαβίστικα- εκκεντρικά ρούχα, ας πούμε ρούχα δηλαδή, αφού μπορεί κανείς σε ένα βιντεοκλίπ να τη δει με ένα γήπεδο ποδοσφαίρου στο κεφάλι της ή σε μια φωτογραφία με μια βουβουζέλα στο χέρι και ένα μπεγλέρι νερομπίστολο στις τσέπες που εξέχουν από έναν ολόσωμο καθρέφτη πάνω στον οποίο έχει σχεδιαστεί ένας Τσεγκεβάρα με κούρεμα emo.

Με αφορμή την ταινία έκανα κι άλλες σκέψεις: σχετικά με την αμηχανία που μου προκαλεί η υπερπερσόνα του Λεονάρντο η οποία καλύπτει εκκωφαντικά κάθε ρόλο που παίζει και γι αυτό τελικά σε κάθε ταινία του δεν μπορείς να δεις τον ρόλο που υποδύεται, αλλά τον ίδιο τον Λεονάρντο, την περσόνα που υποδύεται μόνιμα. Επίσης, την αμηχανία που μου προκαλούν τα ακαταλαβίστικα πιστολίδια στα οποία αρέσκεται ο Κρίστοφερ Νόλαν και που από το Μπάτμαν προσπαθώ να καταλάβω ποιοι βαράνε ποιους και γιατί. Την αμηχανία που μου προκαλούν οι διάλογοι με ταχύτητα ριπής πολυβόλου, η οποία -μέσα στη γενική επική ακαταλαβίστικη ατμόσφαιρα- δεν μ'αφήνει να μετρήσω τα όποια σεναριακά κενά, αλλά δεν μου δίνει και να καταλάβω (μη χαθεί και η ακαταλαβίστικη εσάνς, προς θεού). Με λίγα λόγια, ο Νόλαν ξέρει να κάνει ταινίες στις οποίες κανείς δεν καταλαβαίνει πραγματικά τίποτα, κανείς δεν χρειάζεται αληθινά αυτό που πιθανώς θα καταλάβει (μετά από πολύ κόπο), κανείς δεν θα αναρωτηθεί παραπάνω -αφού ό,τι δεν κατάλαβε, είναι σπουδαίο- αλλά για κάποιο διαστροφικό λόγο αυτό αγγίζει τις μέηνστρημ ανησυχίες και τα ποπκορνάτα ήθη που διψάνε και για λίγη κουλτούρα (δηλαδή ...κάτι δυσνόητο). Επίσης, είναι μοναδικός στο να κάνει ταινίες που έχουν τελειώσει στο πρώτο μισάωρο, αλλά τυραννιέσαι άλλες δυο ώρες να χάσκεις μπροστά σε (ακαταλαβίστικα) μπαμ μπουμ και πηγαινέλα, βιώνοντας ανυπόφορα την αίσθηση μιας κινηματογραφικής νεκροφάνειας: η ταινία έχει ήδη σταματήσει να ζει, αλλά δεν λέει να πεθάνει. Και θαρρείς πως ακόμα και η έξοδος του σινεμά είναι κλειδωμένη.

Παρασκευή, Αυγούστου 27, 2010

κάθε Σεπτέμβρη

Κάθε καλοκαίρι που επιστρέφω από διακοπές με πιάνει η γκρίνια. Λογικό ακούγεται -ποιος δεν θα γκρίνιαζε όταν η άμεση προσαρμογή από τη ραθυμία του νησιού στη χειμερινή καθημερινότητα ακούει στο όνομα Αθήνα... Διαπιστώνω ότι κάθε χρόνο, με την επιστροφή μου, γράφω τα ίδια και τα ίδια. Διαπιστώνω παράλληλα το ιδιαίτερο ταλέντο που έχω να ανακαλύπτω την ασχήμια και να τη βγάζω μπροστά, να στέκομαι σ'αυτήν σαν να ήταν το πιο άξιο παρατήρησης σημείο που διάβασαν τα μάτια μου μέσα στη θερινή ραστώνη. Διαβάζοντάς τα κανείς θα νομίζει πως υποφέρω στις διακοπές και δεν ευχαριστιέμαι τίποτα. Αν η ζωή όμως ήταν μόνο τα μπλογκ και οι λέξεις, τότε γιατί να κλείνω εισιτήρια και να πηγαινοέρχομαι στον χάρτη της Ελλάδας μάτια μου;...

Ο ήλιος που γέρνει και χάνεται στη θάλασσα σε δευτερόλεπτα -αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που σου επιτρέπουν να χωρέσεις μέσα σε μια αγκαλιά μια φωτογραφία που δεν θα τραβήξεις ποτέ, που δεν χρειάζεται να τραβήξεις ποτέ- αυτός ο ήλιος, αυτή η στιγμή, αυτό το πορτοκαλί δεν χωράει στο μαύρο του μπλογκ, δεν χωράει στις εικόνες του χειμώνα που έρχεται, δεν χωράει καν στο Σεπτέμβρη που τα γεμίζει όλα φως. Η ζόρικη χώνεψη μιας υπερμακαρονάδας στα Κύθηρα δεν είναι το ίδιο ζόρικη με τη χώνεψη στα Πατήσια, είναι ευχάριστα ζόρικη, γιατί και ο εσπρέσο είναι αλλιώς, και η βόλτα μετά στο πουθενά είναι μια λύση -μέχρι την άκρη του γιαλού και πάλι πίσω, αυτό είναι το πουθενά- και το άραγμα στη σκηνή ή στην άμμο είναι μια λύση, λύση σε ένα πρόβλημα που δεν είναι και τόσο πρόβλημα όταν το σκεφτείς, που όμως στις διακοπές σου είναι το απόλυτο πρόβλημα, γιατί αυτά είναι τα προβλήματα στις διακοπές, το μόνιμο αίτημα είναι εκείνο για περισσότερη ρομαντζάδα, περισσότερες στιγμές, περισσότερο ήλιο.

Πίσω από την ανάδειξη κάθε ασχήμιας κρύβεται πάντα και η χώνεψη της απόλυτης ομορφιάς, μιας ομορφιάς που δεν μοιράζεται, που την αφήνες λυσσαλέα να τρυπώσει σε κάθε κύτταρό σου, ακριβώς για να μπορεί να αντέξει την ασχήμια του χειμώνα, την ασχήμια που ξέρεις που και πως σε περιμένει. Ακόμα και η ασχήμια των διακοπών -αυτά τα ίδια και τα ίδια που γράφω κάθε χρόνο- δεν είναι το πρόβλημά σου στις διακοπές, δεν είναι η ασχήμια που σε μπλοκάρει. Είναι μόνο μια σημείωση στο μπλοκ σου, ένα ποστ στο μπλογκ σου. Την είδες και την προσπέρασες. Στο μεταξύ, περνούσες καλά, και αυτή η ομορφιά δεν περιγράφεται. Η ευτυχία δεν χορεύεται.

Και ξέρεις κάτι, όσο για την ασχήμια, πλέον τη συνήθισα. Εκεί ήταν πάλι, στη θέση της, λίγο ξεθωριασμένη φέτος, σαν να'χει αρχίσει να σαπίζει ένα πράμα. Οι γκλαμούρ παραλίες γεμάτες με αγόρια πλαδαρά σώμα και ψυχή, με τις λουλουδάτες βερμούδες σύμβολο μιας άλλης αξίωσης για τον καλοκαιρινό πολιτισμό μας, κορίτσια που εχουν ασχοληθεί ώρες (μέρες μήνες χρόνια) για το πόσα εκατοστά επίμαχης σάρκας θα αφήσουν φέτος να φανούν, η μουσική των μπιτς μπαρ ξέφρενη και ας πούμε μέηνστρημ, μόνο που κανένας δεν χορεύει, κανένας δεν γουστάρει ακριβώς, κανένας δεν είναι πραγματικά χαρούμενος μέσα σ'αυτή την εικόνα. Η απόλυτη ασχήμια των διακοπών λοιπόν ήταν και είναι αυτή: δεν είδα ανθρώπους χαρούμενους. Δεν είδα ανθρώπους πράγματι σε διακοπές, απεγκλωβισμένους από τις ψυχώσεις της πόλης και της εκεί ζωής τους. Και δεν μιλάω για το άγχος που το γαμημένο μεροκάματο πλέον έχει φυτεύσει μέσα στο μεδούλι όλων, ένηταημ ένηπλεης. Μιλάω για τα φέησμπουκ, τα κινητά, τα λάδια, τις γκαρίδες, τις κατσάδες, τις τηλεοπτικές ατάκες και τα παρωχημένα αστεία του (περασμένου) χειμώνα, τις συστολές στις γνωριμίες, την αγένεια, τις ψυχωτικές μαμάδες, τους στραβωμένους που θέλουν παραλίες καρτ ποστάλ, χωρίς σκηνές, χωρίς ελεύθερους ανθρώπους, χωρίς καλοπέραση άλλου τύπο, παρά μόνο τουρίστες, λεγεωνάριους της επι χρήμασι ξαπλώστρας, του ενοικιαζόμενου, του φρέντο των 4 ευρώ, του αυτοκινήτου παντού και πάντα. Ένας πολιτισμός που χρεωκόπησε και σβήνει εκκωφαντικά.

Η ομορφιά ήταν απέραντη. Λίγους, πολύ λίγους, κόκκους αυτής της ομορφιάς αποτύπωσα με τη μηχανή μου και θα στις ανεβάσω. Και εύχομαι ο Σεπτέμβρης να τα γεμίσει πάλι όλα φως.

 
 
 
 
Edited by © bananiotis