Δευτέρα, Δεκεμβρίου 06, 2010

επαίτειος

Δεν θυμάμαι ποτέ να έχει κηρυχθεί πλήρης απαγόρευση της κυκλοφορίας σε ολόκληρο το κέντρο της πόλης που ζω, για μια ολόκληρη μέρα. Δεν είναι φυσικά καθόλου περίεργο που η πόλη αυτή έχει πλέον λειτουργία on/off. Ανοίγει-κλείνει, σαν διακόπτης. Κάποιος μπορεί να την κλείνει και να την ανοίγει, όπως ένα μαγαζί. Απόλυτα λογικό θέλω να πω, αφού η πόλη αυτή (και η χώρα) έχει γίνει προ πολλού το μαγαζί του. Απόλυτα λογικό επίσης, χτες που άκουγα έναν υπουργό να ορύεται πως έχει καθήκον να σώσει τη χώρα του, να σκεφτώ πως μάλλον δεν εννοούσε τη χώρα στην οποία ανήκει, αλλά τη χώρα που του ανήκει. Τέλος, απόλυτα λογικό να μένω ήσυχος που η βιτρίνα του μαγαζιού από χτες δεν κινδυνεύει -τουλάχιστον για κάποιο καιρό- αφού οι υποψήφιοι ταραξίες προδώθηκαν από τα νερομπίστολά τους και έπεσαν στα χέρια της δικαιοσύνης. Μια είδηση βέβαια που έπεσε έκτακτα και άτακτα, πάνω που θα μάθαινα πόσο ακόμα σκοπεύει να ξεφτιλίσει τις συλλογικές συμβάσεις και τα εργασιακά δικαιώματα ο πρόεδρος των συνδικαλιστών, αλλά και πόσες ακόμα ατομικές και συλλογικές ελευθερίες πρόκειται να καταπατηθούν το επόμενο σαββατοκύριακο. Παραλίγο δηλαδή.




Σάββατο, Δεκεμβρίου 04, 2010

ματωμένη πόλη

Θυμήθηκα πριν από χρόνια, αρκετά χρόνια, μια εμπειρία που με είχε σοκάρει. Σάββατο βράδι, πήγαινα με μια φίλη να δω το Σαββόπουλο -όχι, δεν ήταν αυτό το σοκ της εμπειρίας- που παρουσίαζε τότε σ'ένα εξ ημισείας πρόγραμμα, τον νέο φέρελπι τότε τραγουδοποιό Φοίβο Δεληβοριά, στη Σφεντόνα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Στη διαδρομή με το ταξί, κάπου στο ύψος της Κεφαλληνίας -που βρίσκονταν τότε τα γραφεία της Χρυσής Αυγής- μια σκηνή από αυτές που τώρα έχουν βρει και δημοκρατική επιχειρηματολογία και σιγά σιγά μπαίνουν και στο κοινοβούλιο: πέντε καλά παιδιά με ξυρισμένα -απ'έξω κι από μέσα- κεφάλια, έχουν βάλει κάτω έναν και τον παλουκώνουν με δέκα τρόπους, στη μέση του δρόμου. Ο ταλαίπωρος καταφέρνει κάπως να ξεφύγει και το πρώτο όχημα που βρίσκει καταφύγιο, είναι το ταξί μας. Με το πρόσωπο τίγκα στα αίματα και τα μισά δόντια να έχουν σπάσει, εκλιπαρεί τον ταρίφα να γκαζώσει για λίγο παρακάτω. Από το μισάνοιχτο παράθυρο, τα καλά παιδιά προσπαθούν να φιλοδωρίσουν με λίγα ακόμα μπουκέτα, μαζί με καθαρά ελληνικά του λιμανιού και της συμφοράς. Λίγα μέτρα πιο κάτω, ο ταλαίπωρος κατεβαίνει και η σκηνή παίρνει τέλος. Όσο για εμάς, μόνο όρεξη να δούμε συναυλία του Σαββόπουλου δεν είχαμε πλέον. Τελικά πήγαμε στη Σφεντόνα και βρήκαμε αδιάφορα μια θέση στα σκαλάκια του εξώστη, χαζεύοντας τις παράτες του Νιόνιου, με το μυαλό μας γεμάτο αίματα, σπασμένα δόντια και εθνική παλιγγενεσία. Μέχρι που σε μια στιγμή -νομίζω καθώς έπαιζε η Συννεφούλα- ξεδιπλώνεται πίσω από τη σκηνή μια τεράστια -τεράστια όμως- ελληνική σημαία, ενώ ο Νιόνιος κάτι αρχίζει να υμνεί σε γλώσσα ευρωπαϊκής ένωσης και ενότητας. Άντε γαμήσου λέω από μέσα μου κι απ'έξω μου, και σηκωνόμαστε αμέσως και φεύγουμε. Ο Νιόνιος συνεχίζει να τραγουδάει για έναν καράφλα απ'έξω κι από μέσα. Εγώ τον είχα δει πιο πριν σε λάηβ βερσιόν.

Χτες Παρασκευή, ξεκίνησα να πάω στον αγιασμό του νέου χώρου της ομάδας Δρόμος με Δέντρα. Βγαίνοντας από το Μετρό στο Μεταξουργείο, πέφτω πάνω σε μια συμμορία από αγανακτισμένα σκουτεράκια, που εκκινούσαν για κάποια εκκαθαριστική επιχείρηση στην Πλατεία Καραϊσκάκη, κάτω από το πρόσταγμα της γνωστής άσχημης ξανθιάς που σουλατσάρει στα κανάλια ως κάτοικος του Άγιου Παντελεήμονα (αλλά και στις τριγύρω περιοχές ως έποικος της Χρυσής Αυγής). Παίρνουμε το νόμο στα χέρια μας και αυτοάμυνα ήταν μέχρι πρότινος τα προτάγματα των αγανακτισμένων κατοίκων, τα οποία κατακτήθηκαν ως δικαιώματα, μετά από τόσο αγώνα και αίμα (των άλλων). Ξεφτιλίζουμε τους νόμους με τα χέρια μας και προληπτική επίθεση είναι η άμεση συνέχεια, θύμα της οποίας υπήρξε το κατάστημα ενός Άραβα, αρκετά πιο πέρα από τον Άγιο Παντελεήμονα... Δεν σοκάρομαι όμως πλέον. Ξέρω πως αυτοί κυνηγώντας τον άλλον, τον ξένο, κυνηγάνε τη δική τους Ελλάδα, έχουν οραματιστεί έναν άλλο κόσμο που είναι εφικτός. Και αυτό τον κόσμο τον κάνουν εφικτό μέρα-νύχτα, κάθε μέρα και κάθε νύχτα. Είναι μια Ελλάδα της ασχήμιας, της μιζέριας και του μίσους, που εχθρεύεται όχι μόνο τους ξένους, αλλά και τη γνώση, την παιδεία, την τέχνη, τον πολιτισμό, την αλληλεγγύη των ανθρώπων, καθώς και κάθε τι όμορφο συμβαίνει έξω από εθνικότητες, έξω από ιδιοκτησίες, έξω από συναλλαγές. Είναι μια Ελλάδα που μικραίνει τα πάντα, δεν τα μεγαλώνει. Κι έτσι, μικραίνει κι η ίδια.

Η δική μου Ελλάδα ήταν λίγα στενά πιο κάτω. Στον υπέροχο χώρο Baumstrasse (δηλαδή δρόμος με δέντρα) -το νέο πνευματικό παιδί της Μάρθας Φριτζήλα και του Βασίλη Μαντζούκη, στην οδό Σερβίων, αριθμός 8- ξεκινούσε η συναυλία του κόντρα-τενόρου Νικόλα Σπανού και του πιανίστα Νίκου Ζαφρανά, σε ρεπερτόριο εποχής Μπελ Επόκ και προκλασικών τραγουδιών. Στο δεύτερο μέρος, τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου από το Ματωμένο Γάμο, αλλά και οι πέντε Ελληνικές Μελωδίες του Μορίς Ραβέλ. Μόνο ομορφιά. Χωρίς μικρόφωνα, χωρίς την παραμικρή ενίσχυση -πέρα από τα κρασοκεράσματα- μια άλλη συνωμοσία, έβρισκε τους δικούς της μύστες. Με τις πρώτες νότες από το πιάνο, η ασχήμια είχε φύγει από τις παραστάσεις μου. Για την ακρίβεια, αυτή η σαπισμένη Ελλάδα που αλάφιαζε λίγα μέτρα πιο πάνω, μου φαινόταν ήδη πολύ μακρινή, σχεδόν απόκοσμη και μη υπαρκτή. Η καθάρια τέχνη μιλούσε, όπως μιλάει σε όποιον τη χρειάζεται. Ευγενικά, απλόχερα, συμπαντικά. Μια ωραία συναυλία, ανάμεσα σε ωραίους ανθρώπους -που δεν χασκογελάνε, δεν αναπαράγουν ατάκες διαφημιστικών, δεν φωνάζουν για ν'ακουστούν, δεν βρίζονται, δεν κοιτάνε με μισό μάτι ο ένας τον άλλον, δεν κοιτάνε το ρολόι, δεν στέλνουν νευρικά sms.

Στις επιλογές εξόδου της Παρασκευής, γύρω από την Πλατεία Καραϊσκάκη, κάποιοι τριγύριζαν μανουριάζοντας και δέρνοντας ανθρώπους και κάποιοι κάθονταν με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι να μαγεύονται από τραγούδια. Μέσα στο ίδιο οικοδομικό μπλοκ, δυο Ελλάδες ανέπνεαν και ζούσαν -η μία ασθμαίνοντας, η άλλη δίνοντας οξυγόνο. Θυμήθηκα τη δασκάλα μου να μου λέει πως είμαστε τόσες Ελλάδες, όσοι κι οι Έλληνες. Στον ξένο μετανάστη, που δεν μπορώ όλα αυτά να του τα εξηγήσω ακόμα, ας του ψιθυρίσει ο Γκάτσος πως "η χαραυγή θα γιάνει τον πόνο της νυχτιάς"...

Πέμπτη, Οκτωβρίου 21, 2010

death by drowning #2

Η τελευταία φορά που πολιτικοί αξιωματούχοι δικάστηκαν και καταδικάστηκαν για εγκλήματα κατά της Ελλάδας πάει αρκετά πίσω, στη Δίκη των Έξι για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Από τότε, ακολούθησε μια σειρά από εγκλήματα κατά της Ελλάδας και των Ελλήνων, ίσως μικρότερα ίσως και μεγαλύτερα, αλλά όχι και καταδίκες. Για την ακρίβεια, δεν ακολούθησαν ούτε καν δίκες. [Εξαιρούμε τη (θεσμική) τιμωρία των (εξωθεσμικών) πραξικοπηματιών του '67 που δικάστηκαν για απορρύθμιση του πολιτεύματος και όχι για εγκλήματα μέσα στα πλαίσια του πολιτεύματος].

Και ενώ συζητιέται πλέον -σχεδόν ως κοινωνική επιταγή- η περίπτωση ποινικής δίωξης κυβερνητικών στελεχών για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, καθώς και αυτού τη Siemens και των Vodafone υποκλοπών, ο Άρειος Πάγος αποφασίζει να δικαιώσει τους κεκοιμημένους και να άρει την μοναδική πολιτική καταδίκη που κατεγράφη στον ελλαδικό χώρο τον 20ο αιώνα, αθωώνοντας τους εξι (νεκρούς) υπαίτιους της Μικρασιατικής Καταστροφής. Άλλη μια ιστορική δικαίωση για τους έσχατους προδότες, μια ωραία αφίσα κάρτα κορνίζα πλάι στις προνομιακές συνθήκες κράτησεις του Στυλιανού Παττακού (...στο σπίτι του και στα χουντοκάναλα), στις φάτσες του Βουλγαράκη και του Ρουσόπουλου που μας χαμογελάνε πάνω σ'ένα κότερο στη Μύκονο, στο πασοκικό μειδίαμα του Τσουκάτου (ή του μαγαζιού του) που λεφτά πήρε αλλά απόδειξη δεν έκοψε, πλάι στους δοσίλογους συνεργάτες των Γερμανών (τους μόνους συνεργάτες των Γερμανών στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που ο λαός δεν δίκασε, παρά μόνο κάνοντας εμφύλιο πόλεμο), πλάι σε τόσους και τόσους λαμoγιογιακάδες που τώρα κρύβονται πίσω από την αναγκαιότητα του ΔΝΤ και των ξένων νταβατζήδων και τη μία λένε πως "λεφτά υπάρχουν", την άλλη -όταν τα πράγματα ζορίσουν και δεν αρκούν οι Ανατροπές του Πρετεντέρη να ξηγηθούμε- λένε "μαζί τα φάγαμε".

Στο'χα πει ότι θα ξαναγίνει αυτή η δίκη παρωδία. Να, εδώ.
Ακραίο; Δε νομίζω. Κάτι θέλουν να μας πουν σου λέω...

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 20, 2010

plusμάτικ

'Ένα δωρεάν περιοδικό πόλης για μια γενιά που δεν διαβάζει έντυπα, στην αρχή ακουγόταν σαν κακόγουστο αστείο. Σχεδόν αδιανόητο. Τι να γράψεις που να μην το ξέρουν ήδη, ειδικά σε μια εποχή που μέχρι να φτάσει στα αυτιά σου μια είδηση έχει ήδη παλιώσει; Κι όμως, το επιχειρήσαμε, με μεγάλη δόση τρέλας, δοκιμάζοντας να φτιάξουμε το περιοδικό που θα μας άρεσε να διαβάζουμε. Ή περίπου. Το πρώτο τεύχος στήθηκε μέσα σε τρεις εβδομάδες, με πολύ κόπο, ξενύχτια και κούραση, αλλά και με άπειρο ενθουσιασμό και κέφι και είναι μόνο η αρχή. Το όραμά μας χρειάζεται χρόνο για να πάρει σχήμα, αλλά το στοίχημα είναι να σχεδιάσουμε ξανά το χάρτη μιας πόλης που σφύζει από ζωή, από δημιουργία και ταλέντα και έχει ένα σωρό υλικό που παραμένει κρυφό και αγνοημένο'.

Αυτό είναι το ανυπόγραφο editorial του νέου εντύπου της Ελευθεροτυπίας, που κυκλοφορεί κάθε Πέμπτη εν είδει free press, με αυτόνομη διανομή σε διάφορα hot spots -όπως θα τα ονομάζουν μεταξύ τους στην αρχισυνταξία για να γουστάρουν. "Άλλο ένα" free press σκέφτομαι βιαστικά και το ξεφυλλίζω, αναζητώντας με όλη την ελπίδα μήπως είναι "ένα άλλο". Μπα. Στο εξώφυλλο "νέες", "hot", "φάτσες της πόλης", φάτσες με λουκ σαν να μην συμβαίνει τίποτα, σαν να ζούμε στη νέα εποχή του κουλ, την εποχή που έχουμε όλο το χρόνο και όλη την πολυτέλεια, να διαβάζουμε τα λαηφσταηλάδικα κατάλοιπα που άφησε ως επιγόνους η εκδοτική διάρροια του Κωστόπουλου. Στη σελίδα 30, ενημερώνομαι πως οι χοτ φάτσες αντιστοιχούν σε κάποιο νέο συγκρότημα, από αυτά που σφύζουν με νεανική ορμή και συγκαταλέγονται στους φορείς της ελπίδας μας αναφορικά με τη ντόπια μουσική δημιουργία. Κάνω το κλικ για τη σελίδα τους στο myspace και διαπιστώνω πως αυτή η νεανική ορμή εξαντλείται σε μια ανέμπνευστη αναπροσαρμογή των κλισέ που άφησαν πίσω τους οι Velvet Underground (στην καλύτερη) και το γκαραζιέρικο τουπέ των Stooges (ας πούμε), χρόνια τώρα. Παρ'όλα αυτά ο συνήθης ύποπτος κύριος Υλό, ανακαλύπτει διάφορα εντυπωσιακά στοιχεία γύρω από την αναγνωρισιμότητα και το σουξέ αυτής της φιλόδοξης μπάντας. Προφανώς και δεν έχω τίποτα με την μπάντα. Με τις υπερβολές τα έχω και με το ηλίθιο hype, το χωρίς αντίκρυσμα λιβάνισμα, που απ'ό,τι φαίνεται αποτελεί το βασικό συστατικό κάθε εκδοτικής προσπάθειας στο χώρο του free press. Πάω παρακάτω.

Ξεφυλλίζοντας και διαβάζοντας, αναζητώ στοιχεία που να αποκαλύπτουν το εκδοτικό "όραμα που χρειάζεται χρόνο για να πάρει σχήμα", του οποίου όμως το σχήμα μια χαρά το αναγνωρίζω ήδη, κάτω από τις λέξεις, τις φωτογραφίες και -φευ- τις διαφημίσεις. Το στοίχημα να σχεδιαστεί ξανά ο χάρτης της πόλης -αυτής που "σφύζει από ζωή"- δεν είναι παρά το κερδισμένο για τους Γεωργελέδες -πλην χρεωκοπημένο στα μάτια των εραστών του αληθινού λόγου και της αυθεντικής επικοινωνίας- στοίχημα της νέας λαηφστάηλ ελαφρότητας που ευθύνεται σε μεγάλο ποσοστό για τη γενική μαλακία που μας περιβάλλει, και η οποία βρήκε την απόλυτη έκφρασή της στις φυλλάδες, που ενίοτε αποτέλεσαν και "οδηγούς πόλης" -ενημερώνοντάς μας τακτικά πως αυτά συμβαίνουν στην πόλη, αυτά είναι η πόλη και όχι άλλα. Ανάμεσα σε μερικά ενδιαφέροντα κείμενα και κάποιες σεβαστές υπογραφές, ατάκτως εριμμένες και οι απαραίτητες διαφημίσεις για τη νεολαία: τα ΙΕΚ της συμφοράς και τα διάφορα freestyle πιασοκωλάδικα τρεντόμπαρα (εναλλακτικά και μη) -στα οποία παίζουν οι τρομεροί ντιτζέη, γίνονται τα σούπερ λάηβ και βραδιές γεμάτες ρούμι και ενέργεια και ό,τι άλλη μαλακία τους φορέσει καπέλο ο διαφημιστής προκειμένου να γίνει ένα λάηβ της προκοπής. Προσπερνάω τα διάφορα υπέροχα τίποτα του μεσιέ Υλό, αποτυπωμένα σε πληθώρα λέξεων κενών πραγματικού νοήματος, και φτάνω στις τελευταίες σελίδες όπου αράζει ο συνήθης οδηγός πόλης, μια πληρέστατη καταγραφή όλων των πιασοκωλάδικων -και όχι μόνο μπαρ- στα οποία μπορείς να απολαύσεις σούσια και μούσια, σε απίστευτες για την τσέπη και την ηρεμία σου τιμές. Εννοείται πως δεν λείπουν οι επιλογές στην καλύτερη κουζίνα της εβδομάδας και το τάμα στο νέο πωλητήριο υγρών βομβών στο Γκάζι, την αληθινή μας clubland -αυτή που τόσο χρειαζόμαστε άλλωστε.

Ετοιμάζομαι να πετάξω στον κάλαθο, αυτό το "άλλο ένα", σχεδόν απογοητευμένος που κάτι σοβαρές πένες σαν του Δημήτρη Αναστασόπουλου -αυτές που στα μάτια μας διαχώριζαν πάντα την αληθινή δημοσιογραφία και τον πραγματικό Λόγο, από την ανώδυνη και ακατάσχετα ανόητη φλυαρία των free φυλλαδίων- κάτι τέτοιες πένες λοιπόν, συμμετέχουν και συνυπογράφουν αυτό το κενό. Το χέρι μου καταλάθος σκαλώνει σε κάτι σελίδες που είχα προσπεράσει βιαστικά, στις οποίες φιλοξενείται ένα μικρό αφιέρωμα στην πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης με τίτλο 'Δεν έχω φράγκο μες στην τσέπη'. Την ξαφνική ανανέωση του ενδιαφέροντός μου διαδέχεται άμεσα η οργισμένη πίκρα. Στο άρθρο, πάνω κάτω προτείνονται κάποιοι τρόποι για να τη βγάλει καθαρή ένας νέος τη σήμερον, από την κρίση. Όλως τυχαίως είναι οι ίδιες ανώδυνες ανοησίες που δημοσιεύονται τον τελευταίο καιρό στις Λαηφοβόης: να κλέβεις wireless απ'το γείτονα, να τρως τα ληγμένα των σούπερ μάρκετ και της Βαρβακείου αγοράς, να λαδώνεις τον πορτιέρη για να μπαίνεις στα λάηβ μισοτιμή, να βλέπεις το πρωί σινεμά στις δημοσιογραφικές προβολές, να αρπάζεις στη ζούλα πράγματα για το σπίτι σου και άλλα τέτοια κακομοίρικα. Η κρίση σε θέλει κακομοίρη και το λαηφστάηλ μετερίζι κάνει ό,τι μπορεί για να σε καταρτίσει κατάλληλα: ζήσε σαν κακομοίρης, ζήσε μίζερος. Και η εναλλακτική Ελευθεροτυπία στο κόλπο πλέον.

Και προς θεού, καμία αναφορά στα αίτια αυτής της κρίσης, καμία αναφορά στις χαραμάδες εκείνες απ'όπου μπορεί να μπουκάρει καθάρια η νεανική μας ορμή και να τους πάρει τα σώβρακα (και αυτά που της ανήκουν, γαμώ το χριστό μου), καμία αναφορά σε κείνους που χειραγωγούν την κρίση και βγαίνουν κερδισμένοι, καμία αναφορά στα τρωτά σημεία των εξουσιών που δημιουργούν κρίσεις και διαιρούν για να βασιλεύουν, καμία αναφορά στην πλασματική εικόνα της κρίσης, ναι, στα πιασοκωλάδικα που διαφημίζονται πέντε σελίδες πιο πέρα, στην υπεραξία που λατρεύεται στις σελίδες περί clubbing, στη γενικευμένη χαζομάρα και την ηθική κατάπτωση της διασκέδασης, καμία αναφορά στους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αντιπαρέλθουμε και να επιβιώσουμε ως άνθρωποι μέσα στο χαμό, καμία αναφορά σε όσα μας ανήκουν τα οποία αυτό το άλλοθι της κρίσης μας τα αρπάζει και τα στέλνει στο διάολο, είτε μιλάμε για εργασιακά δικαιώματα είτε για τη χειραφέτησή μας. Στα ανόητα αυτά άρθρα, η αναφορά στην κρίση δεν είναι παρά η επίκληση ενός έξωθεν Κακού, μιας απάλευτης συγκυρίας, ενός καταστροφικού φαινομένου -κάτι σαν τον φονικό τυφώνα- που ήρθε και κάθησε στα κεφάλια μας. Δεν είναι άραγε η διαπίστωση μιας γενικής χρεωκοπίας, δεν είναι ένα συμπέρασμα συνεχών πτώσεων. Η κρίση είναι ένα φαινόμενο που μας ήρθε απ'όξω, είναι ένα τρεντ, είναι μια φάση. Και ας μην μιζεριάζουμε βρε αδερφέ. Φρη πρες να έχουμε, κώλους να χαζεύουμε και πάρτι με ωραία μοχίτο για να το ρίχνουμε έξω, να ξεσαλώνουμε, να ξεχνάμε την κρίση, να ξεχνάμε τις σκυθρωπές φάτσες και τους άστεγους, να γυρνάμε στις 5 το πρωί στο σπίτι, να είμαστε χοτ φάτσες, να συχνάζουμε στα χοτ σποτς, να κατεβάζουμε μουσική χωρίς να την ακούμε, να λατρεύουμε το vintage και την κάθε παπαριά που δικαιολογεί τον λίγο κόπο μας και την ελαφρότητά μας, να έχουμε μπλογκ να κάνουμε τους έξυπνους, να ανεβάζουμε βιντεάκια στο φέησμπουκ με τις συναυλιάρες που πηγαίνουμε, να μιλάμε χωρίς να ακούμε, να ακούμε χωρίς να καταλαβαίνουμε, να καταλαβαίνουμε χωρίς να χρειάζεται να ακούμε και να μιλάμε. Η κρίση είναι μέσα μας τελικά. Κι όσο φωνάζουμε για εκείνην που είναι έξω μας, απλά μεγαλώνουμε το κενό. Το οποίο, με μαθηματική βεβαιότητα, θα ρουφήξει τους πιο αδύναμους. Οι πιο συνετοί, ελπίζω, να σωθούν και να μη χαθούν σ'αυτό το νέο τυφώνα βαρβαρότητας. Αμήν.

Δευτέρα, Αυγούστου 30, 2010

DECEPTION

ή Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΤΑΛΑΒΙΣΤΙΚΟΥ

Ο Λεονάρντο στην ταινία είναι, λέει, ένας Συλλέκτης ονείρων -το Σ κεφαλαίο πάντα, να θυμίζουν όλα ντεμέκ μασονική ορολογία. Ως Συλλέκτης μπορεί να μπαίνει στα όνειρα των άλλων και να εισχωρεί στο υποσυνείδητό τους, με την ικανότητα μάλιστα να κλέβει ακόμα και παραστάσεις τους, αλλά και να παρεμβαίνει στην πραγματικότητά τους, για την ακρίβεια στην πραγματικότητα των ονείρων τους -αφού έτσι κι αλλιώς είναι ξεκάθαρο πως πραγματικότητα και όνειρο αποτελούν δύο ολότελα διαφορετικούς και απομακρυσμένους κόσμους, με ρητή την αδυναμία να τέμνονται σε κάποιο σημείο. Ο Συλλέκτης όμως είναι επαγγελματίας συλλέκτης και παρεμβαίνει στα υποσυνείδητα των άλλων για να βιοποριστεί -και έτσι τα σημεία τομής των δύο κόσμων κάνουν την εμφάνισή τους, αφού ακόμα και μέσα στο φαντασιακό κόσμο ο Συλλέκτης καλείται να λειτουργήσει άκρως επαγγελματικά, σαν στην πραγματικότητα, χωρίς περιθώριο λάθους (αφού αν χαλάσει το όνειρο, καθώς ισχυρίζεται, θα απολυθεί), επιστρατεύοντας το μάξιμουμ της φαντασίας του, όχι όμως για να βαδίσει ελεύθερος σε ένα φαντασιακό κόσμο που αυτός και μόνο αυτός θα έκανε κουμάντο (όπως είθισται στα όνειρα άλλωστε), αλλά προκειμένου να συνεχίσει ακόμα και στο βαθύ του ύπνο τη μάταιη περιπλάνηση στις ψυχώσεις του σύγχρονου ανθρώπου, λεφτά, καριέρα, οικογένεια και άλλα χολιγουντιανά, δουλειά, δουλειά, δουλειά. Μέσα στο όνειρο, ο Μεροκαματιάρης Συλλέκτης μπορεί και συνεννοείται, μπορεί και κάνει λογικές κινήσεις και συζητήσεις, παίρνει λογικές αποφάσεις, γενικά δρα με όλους εκείνους τους τρόπους που στην ουσία ακυρώνουν την έννοια του ονείρου, αλλά και τη γοητεία των βασικών συστατικών του, αίροντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου -όχι όμως προς όφελος του ονείρου, αλλά για χάρη της πραγματικότητας και των ματαιόδοξων επιταγών της. Η νοηματική αυθαιρεσία του ονειρικού κόσμου, μαζί με τη βολική ανυπαρξία οποιασδήποτε νομοτέλειας εκεί στα έγκατα της ύπνωσης, επιστρατεύονται σεναριακά μόνο όποτε η δουλειά σκαλώνει ή όταν ο δημιουργός αποφασίζει πως ένα νοηματικό άλμα θα βγάλει και εκείνον από τη ζόρικη θέση, αλλά και δεν θα πειράξει κανέναν, αφού όσο πιο ακαταλαβίστικο γίνεται, τόσο περισσότερο εντυπωσιάζει, τόσο κερδίζει σε κύρος και υπόληψη. Όσο πιο περίπλοκο και γριφώδες το όλον του νοήματος, τόσο πιο στιβαρό και ελκυστικό.

'Δεν έχω ιδέα τι γίνεται. Γυρίζουμε πλάνα και πολλοί από εμάς δεν έχουν καταλάβει τίποτα για την ταινία' εξομολογούταν αφοπλιστικά ο Λεονάρντο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Και ποιος λέει ότι πρέπει καλά και σώνει να καταλάβουν; Άλλωστε, δεν ήταν ποτέ υποχρέωση των λειτουργών της τέχνης να αντιλαμβάνονται το έργο που υπογράφουν ή, έστω, να εκλογικεύουν τα διάφορα στάδια της παραγωγής του. Αλλά ας το δούμε από την πλευρά του δέκτη, του θεατή. Οι ορκισμένοι φαν του Λιντς, ας πούμε, δεν βρίσκουν στα έργα του κάποια πραγματική -και χρήσιμη- αλήθεια που ενδεχομένως επιθυμεί ο δημιουργός να μας μεταφέρει μέσα από τις εικόνες του, αλλά επειδή εκείνοι γοητεύονται -
φετιχιστικά, αόριστα και θολά- από την (επιφανειακή) έλλειψη αφηγηματικής σύνδεσης των σκηνών και των νοημάτων. Κοινώς, η οικοδόμηση της αφήγησης με ασυνέχειες και όρους ονειρικούς δεν είναι απλά τεχνική και στυλ γραφής, αλλά γίνεται το ίδιο το νόημα του έργου. Στα μάτια μας πλέον η φόρμα και η μορφή ξεπερνούν την ουσία. Και είναι δυνατόν η φόρμα, αυτή και μόνο, να κάνει μεγάλο τον δημιουργό -στη συνείδηση του κοινού- ενώ η ουσία του έργου του, αυτό που θα μπορούσε να είναι το πραγματικά μεγάλο, μένει για πάντα θαμμένη, ελπίζοντας σε μια άλλου είδους αποκρυπτογράφηση -πιθανώς από μια άλλη εποχή, από άλλα μάτια.

Στη συνείδηση των καταναλωτών της τέχνης, ο όρος 'κουλτουριάρης' αντιστοιχεί σε κάποιον που δημιουργεί ακαταλαβίστικα ανοσιουργήματα. Ή σκέτο ακαταλαβίστικα. Πολιτίκαλλυ σπίκηνγκ, για τον βάρβαρο Άδωνι και τους συνπλευρίτες του, οι θολοκουλτουριαραίοι είναι εκείνοι που με πονηρές και περίπλοκες βερμπαλιστικές διατυπώσεις προσπαθούν σκόπιμα να θολώσουν το νόημα των πάντων και να μπερδέψουν το λαουτζίκο -τον λαουντζίκο που τα θέλει όλα λάουντζ βεβαίως βεβαίως και δεν μπορεί να παρακολουθεί δύσκολες λέξεις και περίτεχνη γλώσσα. Έτσι, η κουλτούρα ταυτίζεται με το ακατανόητο, την α-νοησία, το κενό νοήματος. Το εκλεπτυσμένο λεξιλόγιο δεν είναι μια κατάκτηση της -ελληνικής- γλώσσας και του ανθρωπίνου νου, αλλά μια περιττή φιοριτούρα που θέλει μόνο να κάνει τα απλά, απρόσιτα στον λαϊκό άνθρωπο -όπου απλά βλέπε το μισθουλάκο μου και την τηλεόρασή μου, όπου μουσική βλέπε Ρουβά και κώλους στην παραλιακή (και την τηλεόρασή μου), όπου λογοτεχνία βλέπε κακομεταφρασμένα και κακοτυπωμένα αρχαία κοψοραψίματα από το βιβλιοπωλείο του Άδωνι ή σαβουροσμυρνέϊκα δράματα στις διαφημίσεις του Άλτερ (άρα πάλι την τηλεόρασή μου), όπου χιούμορ τα μουγκρητά του Θέμου και τα τιτιβίσματα της Τζούλιας (την τηλεόραση μου...), όπου σκέψη βλέπε Λιακόπουλους και εκπομπές Χαρδαβέλλα (γαμώ την τηλεόρασή μου...).

Έτσι, φτάσαμε να λογίζουμε την επιστήμη ως δόγμα, αφού οι εκφάνσεις της όντας περίπλοκες (και δη ακαταλαβίστικες στον απλό και λαϊκό) μόνο ως δόγμα ή θέσφατον μπορούν να γίνουν δεκτές, ποτέ όμως κατανοητές και χειροπιαστές. Έτσι, φτάσαμε να θεωρούμε την επιστήμη ως ένα plus, ένα εξτραδάκι, που αφορά μουρλούς Ιάπωνες που αυνανίζονται με ρομποτάκια και σκοτεινούς γενετιστές που προετοιμάζουν τη συντέλεια του κόσμου στα εργαστήριά τους και όχι ως μια αξία του ανθρώπινου πολιτισμού, η οποία πιστώνεται ως αξία ακριβώς επειδή είναι χρήσιμη -μας είναι χρήσιμη- ακριβώς επειδή μπορεί να μελετήσει το καθημερινό και να μας μεταφέρει κάτι χειροπιαστό, κάτι αληθινό. Η επιστημονικοφανής διατύπωση γίνεται πλέον το όχημα όποιου τραχανά κομπογιαννίτη βρίσκει βήμα να εκφέρει ασυναρτησίες και παντός είδους λαθροχειρίες -ιστορικές, επιστημονικές, πολιτικές. Διόλου παράξενη διαπίστωση φυσικά, αν σκεφτεί κανείς πως η επιστημονική έρευνα κατά τον περασμένο αιώνα -και όχι μόνο- πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε -ή ακόμα και κατευθύνθηκε- στη βάση εξουσιαστικών και άλλων πολιτικών συμφερόντων, ακριβώς γιατί κατόρθωσε να μεγεθύνει την απόσταση μεταξύ εκείνων που είχαν πρόσβαση στη γνώση και εκείνων που δεν είχαν πρόσβαση σε πολλά πράγματα εδώ που τα λέμε, αλλά παρ'όλα αυτά ήταν εκείνοι που αποτελούσαν τη βάση της σταθερότητας των συστημάτων και των πολιτειακών μοντέλων διαβίωσης, οπότε και η χειραγώγησή τους ήταν ένα από τα πρώτα και κύρια μελήματα των γνωστικών αρχόντων ανά την Ιστορία.

Και η κουλτούρα -η έννοια που συμπυκνώνει τις κατακτήσεις του ανθρωπίνου νου και τα κατορθώματα της καθημερινής εμπειρίας που θεμελιώνονται πάνω σε λογικά βήματα, σε λογικές σκέψεις, στις ικανότητες και στο μόχθο του ανθρώπου και όχι κάποιας ανώτερης δύναμης ή κάποιου εξωγήινου, πάνω σε κείνα που μπορεί ο άνθρωπος να επινοήσει, να ανακαλύψει, να επεξεργαστεί και να κατανοήσει- η έννοια αυτή, φτάνει πλέον να σημαίνει ακριβώς το αντίθετό της, σημαίνει πλέον την ακύρωσή της. Για να γίνουν αποδεκτά τα σπουδαία πλέον οφείλουν να είναι ακαταλαβίστικα. Μόνο που αυτό δεν ισχύει αντίστροφα και δεν είναι κάθε τι ακαταλαβίστικο και σπουδαίο. Πάρε παράδειγμα τη Lady Gaga, στην οποία δεν έχει εγνωστεί κανένα πραγματικό ταλέντο, πέρα από το να φοράει -ακαταλαβίστικα- εκκεντρικά ρούχα, ας πούμε ρούχα δηλαδή, αφού μπορεί κανείς σε ένα βιντεοκλίπ να τη δει με ένα γήπεδο ποδοσφαίρου στο κεφάλι της ή σε μια φωτογραφία με μια βουβουζέλα στο χέρι και ένα μπεγλέρι νερομπίστολο στις τσέπες που εξέχουν από έναν ολόσωμο καθρέφτη πάνω στον οποίο έχει σχεδιαστεί ένας Τσεγκεβάρα με κούρεμα emo.

Με αφορμή την ταινία έκανα κι άλλες σκέψεις: σχετικά με την αμηχανία που μου προκαλεί η υπερπερσόνα του Λεονάρντο η οποία καλύπτει εκκωφαντικά κάθε ρόλο που παίζει και γι αυτό τελικά σε κάθε ταινία του δεν μπορείς να δεις τον ρόλο που υποδύεται, αλλά τον ίδιο τον Λεονάρντο, την περσόνα που υποδύεται μόνιμα. Επίσης, την αμηχανία που μου προκαλούν τα ακαταλαβίστικα πιστολίδια στα οποία αρέσκεται ο Κρίστοφερ Νόλαν και που από το Μπάτμαν προσπαθώ να καταλάβω ποιοι βαράνε ποιους και γιατί. Την αμηχανία που μου προκαλούν οι διάλογοι με ταχύτητα ριπής πολυβόλου, η οποία -μέσα στη γενική επική ακαταλαβίστικη ατμόσφαιρα- δεν μ'αφήνει να μετρήσω τα όποια σεναριακά κενά, αλλά δεν μου δίνει και να καταλάβω (μη χαθεί και η ακαταλαβίστικη εσάνς, προς θεού). Με λίγα λόγια, ο Νόλαν ξέρει να κάνει ταινίες στις οποίες κανείς δεν καταλαβαίνει πραγματικά τίποτα, κανείς δεν χρειάζεται αληθινά αυτό που πιθανώς θα καταλάβει (μετά από πολύ κόπο), κανείς δεν θα αναρωτηθεί παραπάνω -αφού ό,τι δεν κατάλαβε, είναι σπουδαίο- αλλά για κάποιο διαστροφικό λόγο αυτό αγγίζει τις μέηνστρημ ανησυχίες και τα ποπκορνάτα ήθη που διψάνε και για λίγη κουλτούρα (δηλαδή ...κάτι δυσνόητο). Επίσης, είναι μοναδικός στο να κάνει ταινίες που έχουν τελειώσει στο πρώτο μισάωρο, αλλά τυραννιέσαι άλλες δυο ώρες να χάσκεις μπροστά σε (ακαταλαβίστικα) μπαμ μπουμ και πηγαινέλα, βιώνοντας ανυπόφορα την αίσθηση μιας κινηματογραφικής νεκροφάνειας: η ταινία έχει ήδη σταματήσει να ζει, αλλά δεν λέει να πεθάνει. Και θαρρείς πως ακόμα και η έξοδος του σινεμά είναι κλειδωμένη.

Παρασκευή, Αυγούστου 27, 2010

κάθε Σεπτέμβρη

Κάθε καλοκαίρι που επιστρέφω από διακοπές με πιάνει η γκρίνια. Λογικό ακούγεται -ποιος δεν θα γκρίνιαζε όταν η άμεση προσαρμογή από τη ραθυμία του νησιού στη χειμερινή καθημερινότητα ακούει στο όνομα Αθήνα... Διαπιστώνω ότι κάθε χρόνο, με την επιστροφή μου, γράφω τα ίδια και τα ίδια. Διαπιστώνω παράλληλα το ιδιαίτερο ταλέντο που έχω να ανακαλύπτω την ασχήμια και να τη βγάζω μπροστά, να στέκομαι σ'αυτήν σαν να ήταν το πιο άξιο παρατήρησης σημείο που διάβασαν τα μάτια μου μέσα στη θερινή ραστώνη. Διαβάζοντάς τα κανείς θα νομίζει πως υποφέρω στις διακοπές και δεν ευχαριστιέμαι τίποτα. Αν η ζωή όμως ήταν μόνο τα μπλογκ και οι λέξεις, τότε γιατί να κλείνω εισιτήρια και να πηγαινοέρχομαι στον χάρτη της Ελλάδας μάτια μου;...

Ο ήλιος που γέρνει και χάνεται στη θάλασσα σε δευτερόλεπτα -αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που σου επιτρέπουν να χωρέσεις μέσα σε μια αγκαλιά μια φωτογραφία που δεν θα τραβήξεις ποτέ, που δεν χρειάζεται να τραβήξεις ποτέ- αυτός ο ήλιος, αυτή η στιγμή, αυτό το πορτοκαλί δεν χωράει στο μαύρο του μπλογκ, δεν χωράει στις εικόνες του χειμώνα που έρχεται, δεν χωράει καν στο Σεπτέμβρη που τα γεμίζει όλα φως. Η ζόρικη χώνεψη μιας υπερμακαρονάδας στα Κύθηρα δεν είναι το ίδιο ζόρικη με τη χώνεψη στα Πατήσια, είναι ευχάριστα ζόρικη, γιατί και ο εσπρέσο είναι αλλιώς, και η βόλτα μετά στο πουθενά είναι μια λύση -μέχρι την άκρη του γιαλού και πάλι πίσω, αυτό είναι το πουθενά- και το άραγμα στη σκηνή ή στην άμμο είναι μια λύση, λύση σε ένα πρόβλημα που δεν είναι και τόσο πρόβλημα όταν το σκεφτείς, που όμως στις διακοπές σου είναι το απόλυτο πρόβλημα, γιατί αυτά είναι τα προβλήματα στις διακοπές, το μόνιμο αίτημα είναι εκείνο για περισσότερη ρομαντζάδα, περισσότερες στιγμές, περισσότερο ήλιο.

Πίσω από την ανάδειξη κάθε ασχήμιας κρύβεται πάντα και η χώνεψη της απόλυτης ομορφιάς, μιας ομορφιάς που δεν μοιράζεται, που την αφήνες λυσσαλέα να τρυπώσει σε κάθε κύτταρό σου, ακριβώς για να μπορεί να αντέξει την ασχήμια του χειμώνα, την ασχήμια που ξέρεις που και πως σε περιμένει. Ακόμα και η ασχήμια των διακοπών -αυτά τα ίδια και τα ίδια που γράφω κάθε χρόνο- δεν είναι το πρόβλημά σου στις διακοπές, δεν είναι η ασχήμια που σε μπλοκάρει. Είναι μόνο μια σημείωση στο μπλοκ σου, ένα ποστ στο μπλογκ σου. Την είδες και την προσπέρασες. Στο μεταξύ, περνούσες καλά, και αυτή η ομορφιά δεν περιγράφεται. Η ευτυχία δεν χορεύεται.

Και ξέρεις κάτι, όσο για την ασχήμια, πλέον τη συνήθισα. Εκεί ήταν πάλι, στη θέση της, λίγο ξεθωριασμένη φέτος, σαν να'χει αρχίσει να σαπίζει ένα πράμα. Οι γκλαμούρ παραλίες γεμάτες με αγόρια πλαδαρά σώμα και ψυχή, με τις λουλουδάτες βερμούδες σύμβολο μιας άλλης αξίωσης για τον καλοκαιρινό πολιτισμό μας, κορίτσια που εχουν ασχοληθεί ώρες (μέρες μήνες χρόνια) για το πόσα εκατοστά επίμαχης σάρκας θα αφήσουν φέτος να φανούν, η μουσική των μπιτς μπαρ ξέφρενη και ας πούμε μέηνστρημ, μόνο που κανένας δεν χορεύει, κανένας δεν γουστάρει ακριβώς, κανένας δεν είναι πραγματικά χαρούμενος μέσα σ'αυτή την εικόνα. Η απόλυτη ασχήμια των διακοπών λοιπόν ήταν και είναι αυτή: δεν είδα ανθρώπους χαρούμενους. Δεν είδα ανθρώπους πράγματι σε διακοπές, απεγκλωβισμένους από τις ψυχώσεις της πόλης και της εκεί ζωής τους. Και δεν μιλάω για το άγχος που το γαμημένο μεροκάματο πλέον έχει φυτεύσει μέσα στο μεδούλι όλων, ένηταημ ένηπλεης. Μιλάω για τα φέησμπουκ, τα κινητά, τα λάδια, τις γκαρίδες, τις κατσάδες, τις τηλεοπτικές ατάκες και τα παρωχημένα αστεία του (περασμένου) χειμώνα, τις συστολές στις γνωριμίες, την αγένεια, τις ψυχωτικές μαμάδες, τους στραβωμένους που θέλουν παραλίες καρτ ποστάλ, χωρίς σκηνές, χωρίς ελεύθερους ανθρώπους, χωρίς καλοπέραση άλλου τύπο, παρά μόνο τουρίστες, λεγεωνάριους της επι χρήμασι ξαπλώστρας, του ενοικιαζόμενου, του φρέντο των 4 ευρώ, του αυτοκινήτου παντού και πάντα. Ένας πολιτισμός που χρεωκόπησε και σβήνει εκκωφαντικά.

Η ομορφιά ήταν απέραντη. Λίγους, πολύ λίγους, κόκκους αυτής της ομορφιάς αποτύπωσα με τη μηχανή μου και θα στις ανεβάσω. Και εύχομαι ο Σεπτέμβρης να τα γεμίσει πάλι όλα φως.

Τετάρτη, Ιουλίου 21, 2010

back to the eighties

Θυμάμαι τις υπέροχες ελληνικές ταινίες των 80's, αυτές του σχολικού ενδιαφέροντος (αλλά κάπως γηραιότερου κάστινγκ), που πάντα συνδυάζονταν αρμονικά τα ναρκωτικά και οι ρόδες (μαζί με την κοπάνα και την τσάντα). Αν και η ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου δεν έχει καταγράψει το γεγονός πως οι αρχές του dogmaτος και της παρέας του Φον Τρίερ μεγαλουργούσαν στην εδώ πλευρά της Μεσογείου, ήδη κανά δυο δεκαετίες πριν τις χρεωθούν οι σκανδιναβοί ανέραστοι εγκεφαλικοί οραματιστές, ένα άλλο κινηματογραφικό αξιοσημείωτο (και μάλιστα σε επίπεδο παγκόσμιας καινοτομίας) υπήρξαν οι σεναριακές διευκολύνσεις προς χάριν της απλής παραγωγής και του χαμηλού μπάτζετ. Έτσι, στις προαναφερθείσες σχολικές ταινίες φερ'ειπείν (αυτές της ρόδας και της κοπάνας), υπήρχε ένα σχολείο, ένας διευθυντής (Φωτόπουλος ή Ηλιόπουλος συνήθως), ένας καθηγητής, μία τάξη και καμιά εικοσαριά κομπάρσοι να πλαισιώνουν τους πεντέξι πρωταγωνιστές που, φυσικά, ανήκαν στην ίδια τάξη και έβγαιναν στη ντίσκο μόνο σε παρέες ανά μεταξύ των, αρνούμενοι πεισματικά να ανταμωθούν με παρέες από άλλες τάξεις ή τη γειτονιά (σεναριακή υπέρβαση που θα αύξανε κατά πολύ το κόστος και την προσέλευση επιπλέον κομπάρσων στο κάδρο). Λίγοι και καλοί ήταν πάντα το δόγμα του κάδρου και της κάθε σεναριακής σελίδας (αν αυτή υπήρχε βέβαια και δεν επρόκειτο για αυτοσχεδιασμό ή παραλλαγή πάνω στη χρήση της νεολαιίστικης αργκό που ψυχαναγκαστικά περιελάμβανε τους όρους μανούλι, τη βρίσκω στο πολύ έτσι, έχει φάση, σπάσε και μου τη δίνεις -το τελευταίο με την έννοια μου αρέσεις).

Η πολιτική ιστορία του τόπου μας την τελευταία δεκαετία, όπως αυτή αποτυπώνεται σε εγκληματικές και άλλες πράξεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο (ας τις πούμε τρομοκρατικές για να συνεννοούμαστε), καταγράφεται ακολουθώντας με ζηλευτή συνέπεια το κινηματογραφικό δόγμα των 80's. Από τις μεγάλες συλλήψεις του 2003 (που πολύ θα ήθελαν να είναι κινηματογραφικές, αλλά δεν έκατσε) -προς χάριν των χορηγών μας και των προστάτιδων δυνάμεων των Ολυμπιακών Αγώνων βεβαίως βεβαίως- μέχρι τα τώρα, τις Σέχτες και τους Πυρήνες, το σενάριο διαμορφώνεται πάντα με ιδανική, σχεδόν ιδεαλιστική, νοηματική σαφήνεια, εποικοδομώντας πάντα στο βασικό πλάνο: μία τρομοκρατική οργάνωση, ένα όπλο, ένας ύποπτος, μία γιάφκα. Παραπάνω από ένα, θα μπερδέψουν το θεατή. Σωστά, ειδικά αν αναλογιστούμε πως η ενημέρωση πλέον απευθύνεται σε θεατή όχι σε πολίτη. Απευθύνεται σε κάποιον που μόνο να παρακολουθήσει μπορεί, χωρίς δικαίωμα παρέμβασης, χωρίς περιθώριο προβληματισμού, χωρίς την πολυτέλεια της διασταύρωσης και της τεκμηρίωσης. Απευθύνεται ως θέαμα εν είδει ταινίας, μασημένη τροφή, απλά ελληνικά, απλό σενάριο, πλοκή, δράση, ενίοτε και μεταγλώττιση για όσους εξακολουθούν να δυσκολεύονται.

Το δόγμα επίσης επιτάσσει πάντα τρομοκρατική εξήγηση αντί οποιασδήποτε άλλης. Δεν υπάρχουν πλέον φονικά συμβόλαια, δεν υπάρχουν ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, πάνε οι μαφιόζοι και οι νονοί, πήραν όλοι τους σύνταξη, πάει η νύχτα, πάει κι η παλιά φρουρά. Στην υπηρεσία του Κακού από το 2001 και δώθε, παρατηρείται νταλαροποίηση του εγκλήματος: ένας για όλους (κι όλοι από έναν). Εδώ ο καλός τρομοκράτης, όλα τα σφάζει, όλους τους μαχαιρώνει. Ο μπάτσος, η μπατσίνα, ο ειδικός φρουρός, ο σεκιούριτι, ο δημοσιογράφος, ο εκδότης, ο πολιτικός, όλοι τους φαίνεται πως είχαν προηγούμενα με τον (ένα) κακό τρομοκράτη -ο οποίος φυσικά έχει ως μοναδικό κίνητρο την επικράτηση του Απόλυτου Κακού, αφού άλλο χαρακτηριστικό δεν φαίνεται να συνδέει ως ίδιον συμφέρον τους στόχους.
Οι απαραίτητες σεναριακές σφήνες παίζουν κι αυτές το ρόλο τους, κάτι σαν τον ξέμπαρκο (κομπάρσο συνήθως) που καμακώνει στη ντίσκο τη Ρένα Παγκράτη, απλά και μόνο για να εμφανιστεί ο Ψάλτης ή ο Γαρδέλης και να του σπάσει τα μούτρα -ή να γίνουν όλοι μαλλιά κουβάρια για χάρη ενός εντυπωσιακού πλάνου που θα δώσει και σεναριακή συνέχεια την επόμενη μέρα στο σχολείο (τιμωρίες, αποβολές, ανακρίσεις, ίντριγκες, καρφώματα, φάπες, βρισίδια). Εγκληματολογικά speaking, ο απαραίτητος κομπάρσος είναι η επιτροπή βαλλιστικής έρευνας και ο σπίκερ εκ μέρους της αστυνομίας (αν δεν είναι ο διευθυντής της, αναλαμβάνει ο Πάνος Σόμπολος). Ο δραματουργικός ρόλος της επιτροπής αυτής κρατάει από αρχαιοτάτους χρόνους, από τη χρυσή εποχή των τραγωδών, στα κείμενα των οποίων ο απο μηχανής θεός έδινε τη λύση του δράματος. Η επιτροπή εν είδει θεϊκής δύναμης απεφάνθη: είναι το ίδιο όπλο που σκότωσε τον τάδε. Καμία σημασία δεν έχει αν ποτέ δεν είδαμε το όπλο αυτό όταν σκότωσε τον τάδε, αν ποτέ δεν ονομάστηκε αυτό το όπλο, αν ποτέ δεν είδαμε έστω ένα τεκμήριο που να αντιστοιχεί σ'αυτό το όπλο, καμία σημασία δεν έχει αν ποτέ δεν είδαμε το όπλο που κάποιοι σκίζουν τα ρούχα τους ότι είναι το ίδιο, αν πάλι απουσιάζουν τα (λογικά) στοιχεία και ευρήματα που συνδέουν το όπλο τότε και το όπλο τώρα. Ο βαθμός βεβαιότητας της εκδοχής αυτής δεν τρομάζει απλά (ως πρότυπο ενημέρωσης και δημοσιογραφικής κάλυψης), αλλά πλέον έχει εκπαιδεύσει κατάλληλα τους λειτουργούς της ενημέρωσης να γράφουν τα κείμενα τους in advance: ήδη προαναγγέλεται η προκήρυξη της Σέχτας. Και φυσικά είναι παραπάνω από βέβαιο ότι την τρίτη μέρα, η προκήρυξη θα εμφανιστεί.

Το σενάριο πάει κατά γράμμα (και κατ'ευχήν Χρυσοχοϊδη): πρώτη μέρα, το γεγονός, τα μελοδραματικά περί θανάτου της δημοσιογραφίας, οι πρώτες (και οι τελευταίες) υποψίες, αναφορά κάποιας κλίσης ή παράγωγου της λέξης τρομοκρατίας
σε κάθε πρόταση -δεύτερη μέρα, πόρισμα βαλλιστικής, ταυτοποίηση με προηγούμενες ενέργειες (εννοείται: τις αμέσως προηγούμενες), λίβελοι κατά της τρομοκρατίας, απεταξάμην το Κακό, στην πυρά οι σατανάδες, περιμένουμε τους σατανάδες, προαναγγελία της προκήρυξης των σατανάδων -τρίτη μέρα, οι σατανάδες τηλεφωνούν ή στέλνουν γράμμα στην Ελευθεροτυπία, ταυτοποίηση δεν χρειάζεται, αφού έτσι κι αλλιώς ήταν αναμενόμενη η κίνηση, η αστυνομία λαμβάνει παράγγελμα για εντατικοποίηση των ερευνών, οι δολοφόνοι είναι οι πλέον σεσημασμένοι, είναι όμως ελεύθεροι, άρα πλέον η λύση είναι μόνοδρομος: τους ψάχνουμε όλους. Από τέταρτη μέρα και μετά, το αποτέλεσμα είναι ένα και γνωστό: ακόμα περισσότεροι μπάτσοι στους δρόμους, ακόμα περισσότερη αγένεια και μπρουταλιτέ, ακόμα περισσότερα δικαιώματα στον κάδο απορριμάτων, ακόμα περισσότερη δικαίωση του πάντα άγρυπνου Χρυσοχοϊδη, ακόμα περισσότερα χημικά στις πορείες και η μιζέρια μεγαλώνει μαζί με την οργή.

Αν αυτό κάποτε λεγόταν προβοκάτσια, τώρα απλά θα το λέμε ενημέρωση και δημοσιογραφία. Αστυνομία και κανάλια, ένα σώμα, μια ψυχή. Κι εμείς με το χέρι στο τηλεκοντρόλ, χάσκωντας ενώ το κενό μεγαλώνει, αδυνατώντας να ξεχωρίσουμε την πραγματική εικόνα από την εικονική πραγματικότητα, αδιαφορώντας για το όριο που χωρίζει το ψεύδος από την αλήθεια. Εδώ δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις ειδήσεις του Σταρ Τσάνελ και τις ειδήσεις του Μέγκα... Τι κώλοι της Τζούλιας, τι σφαίρες στο σώμα του Γκιόλια. Δελτία ειδήσεων λέγονται και στις δύο περιπτώσεις.

Τετάρτη, Ιουλίου 14, 2010

για την Ουρανίτσα

Μία αγαπημένη ψυχή έφερε στους τοίχους μας, στους ηλεκτρονικούς μας τοίχους -αυτά τα σημειωματάρια της ματαιοδοξίας μας- τους στίχους ενός τραγουδιού, από εκείνα τα τραγούδια που η δήθεν ψαγμένη προσωπικότητά μας και η εκλεπτυσμένη καθημερινότητά μας συνήθως προσπερνάει, περιφρονώντας τα ως ευτελή και αγοραία ή, πιο απλά, χαζοτραγουδάκια. Είναι καμιά φορά όμως, που η πραγματικότητα των βιωμάτων μας και των αισθημάτων μας, εκείνη απ'την οποία όσο και να θες δεν δραπετεύεις, εκείνη που σημαδεύει τις μέρες σου και τη σκέψη σου, κάθε μέρα, αδυσώπητα, σκληρά, γλυκά, με χαμόγελα και με δάκρυα, ανεξίτηλα, αυτή η πραγματικότητα σου προσφέρει ένα μεγεθυντικό φακό για να εστιάσεις και να ανακαλύψεις στα ευτελή και στα ταπεινά τη μετάφραση όσων νιώθεις σε απλές λέξεις, ίσως και αγοραίες, ίσως και ευτελείς. Λέξεις που δεν μεταφράζουν απλώς, λέξεις που κάθεμιά τους ξέρεις καλά ποιο νεύρο σου χτυπάνε και κάνουν το αίσθημα πραγματικό βίωμα, μετατρέπουν κάτι που νιώθεις σε κάτι που έζησες, προσθέτουν κάτι ακόμα στην εμπειρία σου και στους τρόπους να θυμάσαι, στους τρόπους πως να μην ξεχάσεις ποτέ κάτι. Αυτό το κάτι είναι δυο χρόνια. Ακριβώς δυο χρόνια. All memories are traces of tears ή -για τη Μαρούλω μου που δεν τα πολυκαταλαβαίνει τα εγγλέζικα- όλες οι αναμνήσεις είναι ίχνη δακρύων. Δες το κι εδώ. Κι εδώ. Και μετά εδώ:

Πέρασαν σχεδόν δυο χρόνια
κι όλα ακόμα μένουν ίδια
κάτω απ'τα παλιά σανίδια
κρύφτηκαν καλά όνειρα πολλά
[...]
Είναι αλλιώτικο συνέχεια
να σου λείπει πάντα κάτι
Είναι αλλιώτικο να χάνεις την αγάπη
[...]
Πέρασαν σχεδόν δυο χρόνια
και τον κύκλο τους πριν κλείσω
για να σ'αποχαιρετήσω
κάτι από το χθες, στείλε μου αν θες


Πέρασαν ακριβώς δυο χρόνια. Κι η Ουρανίτσα επιμένει να μας στέλνει κάτι από το αύριο, γιατί με το χθες δεν τα πήγαινε ποτέ καλά. Κάτω απ'τα παλιά σανίδια...

Πέμπτη, Ιουλίου 01, 2010

καληνύχτα στη γη

Τα νέα σήμερα: σε επίσχεση εργασίας προχώρησαν οι εργαζόμενοι στα αστικά λεωφορεία, μέχρι να τους καταβληθεί ο μισθός του Ιουνίου, ο οποίος έπρεπε να είχε πιστωθεί στους λογαριασμούς τους από την περασμένη Τετάρτη. Ο Υπουργός επίβλεψης του περαδώθε των χρημάτων -πρώην Οικονομικών- τους μήνυσε ότι η κατάσταση είναι υπερβολικά σοβαρή για να παίζουμε, θέτοντας επιτέλους το ζήτημα στην πραγματική του βάση: τόσα χρόνια παίρνατε μισθούς, γιατί η φάση ήταν χαλαρή, γιατί είχαμε τα περιθώρια, μας περίσσευαν. Τώρα που το πράμα σοβάρεψε, καθίστε καλά. Όταν έχουμε κι αν έχουμε. Περάστε την πρώτη του μηνός. Του επόμενου μηνός. Εκείνου που δεν έχει Σάββατο. Κι αφήστε τα παλιά παιχνίδια σας, απεργίες και μαλακίες. Παλιά αυτά. Είπαμε: το πράμα σοβάρεψε. Δεν βγαίνουμε μάνα μου, έχουμε να πάμε και καμιά Μύκονο. Άλλωστε, όπως είπε ο ίδιος υπουργός, υπάρχουν αυτή τη στιγμή μισθοί στις αστικές συγκοινωνίες 7 και 8 χιλιάδων ευρώ το μήνα. Το λοιπόν: να τους μοιραστείτε, ανά δύο, ανά τρεις ή και παραπάνω. Σοβαρευτείτε, άντε μπράβο. Λαμόγια οδηγοί.

Παρασκευή, Ιουνίου 18, 2010

black flag

"Μετά από πολλή σκέψη, αποφάσισα τελικά ότι πρέπει να ακυρώσω τις δύο συναυλίες μου στο Ισραήλ που ήταν προγραμματισμένες για τις 30 Ιουνίου και την 1η Ιουλίου.

Ζει κανείς με την ελπίδα ότι η μουσική είναι κάτι παραπάνω από απλός θόρυβος που γεμίζει έναν κενό χρόνο, είτε είναι χαρούμενη, είτε είναι μοιρολόϊ. Κι ύστερα υπάρχουν περιστάσεις που απλώς και μόνο το ότι προστίθεται το όνομά σου σε ένα συναυλιακό πρόγραμμα μπορεί να ερμηνευθεί ως πολιτική πράξη που αντηχεί πολύ περισσότερο απ’ οποιοδήποτε τραγούδι και μπορεί να υποτεθεί ότι δε νοιάζεσαι για τα βάσανα των αθώων. Δεν μπορώ παρά να πιστέψω ότι ανάμεσα στο κοινό που θα παρακολουθούσε τις συναυλίες μου θα υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι που αμφισβητούν την πολιτική της κυβέρνησής τους σχετικά με τον εποικισμό και που αποδοκιμάζουν τις συνθήκες του εκφοβισμού, του εξευτελισμού και όσα ακόμα χειρότερα αντιμετωπίζουν οι Παλαιστίνιοι πολίτες, στο όνομα της εθνικής ασφάλειας.

Έχω επίσης μεγάλη επίγνωση της ευαισθησίας αυτών των θεμάτων, στον απόηχο τόσων πολλών πράξεων βίας που διαπράχθηκαν στο όνομα της απελευθέρωσης. Κάποιοι θα θεωρήσουν ότι δεν μπορείς να ξέρεις χωρίς να έχεις προσωπική εμπειρία, αλλά αν αυτά τα ζητήματα είναι υπερβολικά κρίσιμα και περίπλοκα για να τα διαπραγματευτείς σε μία συναυλία, τότε είναι επίσης απλώς αδύνατον να γυρίσεις και να κοιτάξεις αλλού.

Ζητώ ειλικρινά συγνώμη, για την όποια απογοήτευση, από κάθε έναν που έχει ήδη προμηθευτεί εισιτήριο καθώς και από τους διοργανωτές. Επίσης θέλω να ευχαριστήσω τους ανθρώπους των ισραηλινών μέσων ενημέρωσης, με τους οποίους είχα συζητήσεις εξαιρετικά ωφέλιμες και διαφωτιστικές. Εκείνοι μπορεί να θεωρούν αυτή την ανταλλαγή απόψεων ως χάσιμο του χρόνου τους αλλά για μένα είχε μεγάλη αξία και με βοήθησε να εκτιμήσω την πολιτιστική σκηνή. Ελπίζω να μπορείτε να καταλάβετε ότι δεν παίρνω αυτή την απόφαση με ελαφρότητα ή για να πάρω θέση πίσω από οποιοδήποτε σημαία, ούτε ότι είναι κάτι για το οποίο φαντάζομαι ότι κατέχω οποιαδήποτε μοναδική ή αιώνια αλήθεια. Είναι ζήτημα ενστίκτου και συνείδησης.

Υπήρξε αναγκαίο να κλείσω τελείως τον διακόπτη και να απομονώσω τα ψέμματα της προπαγάνδας, το διπλό παιχνίδι και την υστερική γλώσσα της πολιτικής, τη ματαιότητα και τον εγωκεντρισμό των δημοσίων σχέσεων, για να μπορέσω τελικά να ξεδιαλύνω τις δικές μου αλληλοσυγκρουόμενες σκέψεις. Κατέληξα στα εξής συμπεράσματα:

Το λιγότερο που πρέπει να κάνει κάποιος, είναι να λάβει υπ’ όψιν του, το όποιο λογικό επιχείρημα προηγείται της καταφυγής σε πιο απελπισμένες μεθόδους. Μερικές φορές η παύση στη μουσική είναι πολύ καλύτερη από το να προσθέτεις ένα θόρυβο που δημιουργεί παράσιτα κι έτσι να την κάνεις να χαθεί. Δεν φαντάζομαι ότι θα ξαναλάβω πρόσκληση για να παίξω στο Ισραήλ, κάτι που είναι λυπηρό, μπορώ ομως να φανταστώ καλύτερες εποχές όπου δεν θα έγραφα κάτι τέτοιο.

Με ελπίδα για ειρήνη και κατανόηση,

Έλβις Κοστέλο"

Με αυτό το κείμενο, όπως δημοσιεύεται και στο προσωπικό website του, ο Έλβις Κοστέλο ακύρωσε τις δύο προγραμματισμένες συναυλίες του στο Ισραήλ για το τέλος Ιουνίου. Το ορίτζιναλ κείμενο εδώ. Δεν είναι ο μόνος βέβαια. Gil Scott-Heron, Santana, Pixies ("λόγω γεγονότων που μας ξεπερνούν"), Klaxons και Gorillaz Soundsystem, έπραξαν το ίδιο. Δεν σηκώνει περαιτέρω σχολιασμό το θέμα. Απλά όταν θα ξαναναφερθουμε στα τόσα και τόσα φράγκα που βγάζουν οι μεγάλες φίρμες, ας έχουμε και υπ'όψη μας ότι κάποιες από αυτές έχουν τόσα και τόσα guts να κάνουν τόσο ισχυρά και ουσιαστικά πολιτικά statements. Και κάποια στιγμή να χρεωθεί ότι η μεγαλύτερη αμφισβήτηση -εν είδει κινήματος- στις πολεμικές ορέξεις του νέου Άξονα, που καθοδηγεί δεκαετίες τώρα η διαπλανητική κυβέρνηση των ΗΠΑ, έχει προέλθει από το εσωτερικό των ΗΠΑ. Για να βλέπουμε και να μαθαίνουμε. Και τώρα βάλτε στο πικάπ λίγο Black Flag να γουστάρετε.

Τρίτη, Ιουνίου 01, 2010

ΑΠΟΨΕ ΕΝΩΤΙΚΟ ΛΑΗΒ!


ΕΚΤΑΚΤΟΝ ΕΝΩΤΙΚΟΝ ΚΑΛΕΣΜΑ!!!!

Η ευρύτερη μουσική παρέα γύρω από τους NIGHT ON EARTH, τους JUKEJOINT ALLIGATORS, ΡΕΜΠΕΤΕΗΤΟΡΣ και λοιπούς αλανέητορς, μαζί με λογής λογής ΦΙΛΟΥΣ ΜΟΥΣΙΚΟΥΣ που θα ανταποκριθούν στο κάλεσμα και τη συνεύρεση,

θα παίζουν παρεϊστικα και συνομωτικά ΑΠΟΨΕ ΤΡΙΤΗ, 1 IOYNIOY

στο ΚΑΦΕ ΑΛΑΒΑΣΤΡΟΝ (Δαμάρεως 78 & Φρύνης)

εν είδει μιας απάντησης στα άλλα συνομωτικά και επικίνδυνα παρεϊστικα κόλπα,
αυτά που σκοτώνουν κόσμο, που σκοτώνουν όχι συνανθρώπους, αλλά ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ,
κόλπα που δεν θέλουν καράβια, παρά μόνο τσιμέντα, τείχη και λωρίδες,
κόλπα τα οποία κανονίζονται στην πλάτη μας και με τις πλάτες μας,
όσο δεν μιλάμε, όσο δεν ακούμε, όσο κάνουμε ότι δεν βλέπουμε.

ΑΠΟΨΕ ΛΟΙΠΟΝ ΤΡΙΤΗ, ΜΕ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ, ΑΛΛΑ ΜΕ ΨΥΧΗ

και με τη σκέψη μας στο δοκιμαζόμενο Παλαιστινιακό λαό, αλλά και τον ηρωικό στόλο των καραβιών για τη Γάζα, που για καλό πηγαίναν και το κακό τους βρήκε, το πολύ κακό όμως, το πραγματικό Κακό...


Να πέφτουν τα εσεμέσια, τα μέηλ και τα τηλέφωνα...
Το κάλεσμα είναι ενωτικό και για καλό σκοπό!

στις 22.30

(χρήσιμη ενημέρωση: υπάρχει ολονύχτιο τρόλεϊ γραμμή 11 - Παγκράτι-Πατήσια, διασχίζει όλο το κέντρο και την Πατησίων και έχει στάση ακριβώς στη συμβολή Δαμάρεως & Φρύνης)

Είπαν...

Κάποτε οκτώ παιδιά φρόντιζαν μια Μάνα,
τώρα όλοι μαζί τρέχουμε πίσω απο ένα εγγόνι...

Κάποτε ήταν ένας Κινέζος,
τώρα άντε μέτρα τους...

Κάποτε ο Άνθρωπος θα ζεί με ηρεμία,
τώρα φουρτούνες και ναυάγια...

Κάποτε ήταν μαζεμένοι σε ένα σπίτι στο χωριό,
ο νοικοκύρης θέλωντας να διώξει με τρόπο τους συγχωριανούς
λέει φωναχτά στην γυναίκα του:
"Τώρα γυναίκα δεν πάμε για ύπνο γιατί
μπορεί να θέλουν να φύγουν οι ανθρώποι!"...

Κοιμήθηκαν αυτοί καλά κι ας φύγαν έτσι οι ανθρώποι...

Καλό μήνα και καλό καλοκαίρι
μοναδικέ μου αναγνώστη!

η γλώσσα της αλήθειας

"Τα σημερινά τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν τη στρατιωτική επέμβαση κατά στολίσκου πλοίων ακτιβιστών με κατεύθυνση τη Γάζα, είναι καταδικαστέα και απαράδεκτα", η δήλωση του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου.

Τα γεγονότα, όχι οι φόνοι. Τα γεγονότα μετά, όχι η ίδια η στρατιωτική επέμβαση. Απαράδεκτα, όχι εκτός διεθνούς δικαίου. Καταδικαστέα, και όχι έξω από οποιαδήποτε έννοια ηθικής ή ανθρωπισμού. Οι σωστές λέξεις θα λέγονταν απ'το στόμα του πιθανώς αν άνηκε ακόμα στην αντιπολίτευση. Αυτή η λεπτή γραμμή είναι που ορίζει και την ηθική του πολιτικού άλλωστε: το κίνητρο, όχι η πράξη.

"Η βία που ασκήθηκε είχε τραγικά αποτελέσματα που μας προκαλούν βαθύτατη θλίψη" συνέχισε.
Η βία που ασκήθηκε. Τρίτος ενικός, με σύνταξη παθητικής φωνής. Ασκήθηκε, γενικά και αόριστα, από κάποιον, κάπου. Ή και από μόνη της, who knows... Τα αποτελέσματά της, βέβαια, μας προκαλούν τη θλίψη. Τη βαθύτατη. Τα αποτελέσματα, όχι οι θάνατοι. Ελληνικά, η πλέον πλούσια γλώσσα. Σου επιτρέπει να τα πεις με τόσους διαφορετικούς τρόπους, όσες και οι θέσεις του κοινοβουλίου. Ανάλογα σε ποια κάθεσαι.

"Οι στρατιώτες αντέδρασαν όπως έπρεπε. Θεωρούσαν ότι είχαν να κάνουν με υπέρμαχους ενός ανθρωπιστικού σκοπού, αλλά τελικά είχαν να κάνουν με αλήτες. Δεν σκοτώθηκαν εννιά ειρηνιστές, αλλά εννιά αλήτες", από τη δήλωση του υφυπουργού Άμυνας του Ισραήλ, Ματάν Βιλνάι.
Ακριβώς. Στους ειρηνιστές, να το συζητήσουμε. Αν αποδειχθεί στη νεκροψία ότι ήσαν όλοι τους ειρηνισταί, τότε ναι, να ζητήσουμε και μια συγγνώμη, ναι, να πούμε ότι μάλλον οι στρατιώτες δεν αντέδρασαν ακριβώς όπως έπρεπε, αυτό να πούμε. Ήταν αλήτες όμως, άρα τους έπρεπε ο θάνατος. Αυτό δεν το συζητάμε. Ποιος θα το συζητούσε άλλωστε;

Στην από δω μεριά μας, όταν πεθαίνει κανένας αλήτης -ας πούμε δεκαπεντάχρονος που λέει κι ο συνήγορος- βγαίνουμε για καμιά διαδήλωση, κανά κάψιμο, αλλά όχι όλοι, μόνο οι όμοιοι, οι αλήτες. Αυτοί που υποστηρίζουν και τα καράβια που πάνε στην άλλη μεριά. Και ούτε το συζητάμε παραπάνω. Ποιοι τον φάγαν τον αλήτη, γιατί τον φάγαν, πως τον φάγαν... Όχι. 6 Ιουνίου σπίτια τους.

Στα αλήτικα μέρα πεθαίνουν οι αλήτες. Στα μέρη υπεράνω πάσης υποψίας -στις τράπεζες ας πούμε- πεθαίνουν οι αθώοι. Και στις δύο περιπτώσεις κάποιοι πεθαίνουν, αλλά δεν είναι αυτό ουσιαστικά που μας πειράζει και μας οργίζει, αλλά κάτι άλλο πίσω από αυτό. Δεν είναι ο θάνατος που φορτίζει τη θλίψη μας ή την οργή μας. Δεν είναι η ίδια η απώλεια. Ούτε αυτή η αδυσώπητη νομιμοποίηση
-ηθική ή νομοθετική- κάθε άδικης απώλειας. ...Είναι η γλώσσα της αλήθειας που κομπιάζει, που διχαλώνει, και δεν μας αφήνει να λέμε τα πράγματα με τ'όνομα που τους δώσαμε back then: φόνος, θάνατος, απώλεια, ανθρώπινη ζωή. Όσο δεχόμαστε αντ'αυτών τους νεολογισμούς γεγονότα, αποτελέσματα, καταδικαστέα, απαράδεκτα, βία που ασκήθηκε, τόσο η γλώσσα θα ξεχνάει, θα διχαλώνει κι άλλο, θα σκίζεται στα δύο, θα αιμορραγεί, και σε λίγο -σε πολύ λίγο- δεν θα μπορεί ούτε κραυγή να βγάλει. Ως γνωστόν, ο μουγκός ούτε να κραυγάσει μπορεί.

Δευτέρα, Μαΐου 31, 2010

Ισραήλ ενωμένο ποτέ νικημένο

Και τώρα είναι η ώρα της σιωπής. Είναι η ώρα να ενώσουμε όλοι τις δυνάμεις μας, της σκέψη μας, τις ευχές μας, τις προσευχές μας, να αγγίξουμε τα χέρια, να πλησιάσουμε τις καρδιές μας, να ταιριάξουμε τις φωνές μας έτσι που να γίνουν μία φωνή, μία λαλιά, μία κραυγή, που μαζί με τα ηρωικά όπλα των ισραηλινών μαχητών και την αυταπάρνηση των αδελφών μας απ'τη Γη της Επαγγελίας, θα ρίξουν στο βυθό και τα τρία σιχαμένα πλοία, θα τους στείλουν όλους στο διάολο, όλους αυτούς τους ακτιβιστές -συριζαίοι μάλλον θα'ναι και δαύτοι. Μετά θα απαιτήσουμε, με κάθε τρόπο, με κάθε ρανίδα του αίματός μας, και κυρίως με ΓΚΡΟΥΠ ΣΤΟ ΦΕΗΣΜΠΟΥΚ ΜΑΛΑΚΑ ΜΟΥ, να προελάσει ο μεγαλύτερος στρατός που άνδρωσε ποτέ η διεθνής προβοκάτσια, πέρα και από τα όρια των χωρικών ύδατων του. Τεπελένι, Άγιοι Σαράντα, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Κουσάντασι, Εσκί Σεχίρ, πάλι με χρόνια με καιρούς κι αυτά δικά τους να'ναι, και μετά να φτάσουν Βαλκάνια, όλα ίσωμα κι εκεί, όλα λίμπα, να μην μείνει κολυμπηθρόξυλο, να μας φάνε όλους ζωντανούς, να μας σουβλίσουν, να πιάσουν και Αφρική, να πάνε και μέχρι την Ισπανία και μετά να ανέβουν, Γαλλίες, Γερμανίες, Αυστρίες, όλα ίσωμα λέμε. Να εξαφανιστεί εντελώς η Παλαιστίνη και κάθε υποψία παλαιστινιακού breed, να αφανιστεί το είδος από το χάρτη, πως το λένε, να μην υπάρχει ούτε σε δείγμα στα εργαστήρια των επιστημόνων. Ίσως να μην έχει και πολλή σημασία τότε άλλωστε. Αφού ήδη έχει εξαφανιστεί απ'τα είδη η αξιοπρέπειά μας και η φωνή που καλούσε για έναν άλλο κόσμο, για την άλλη μεριά, ο αφανισμός της έμβιας ύλης θα είναι κάτι το τυπικό, κάτι σαν ληξιαρχική πράξη θανάτου. Δεν θα υπάρχει και κανείς να τον καταγράψει. Όταν έχει πεθάνει ο άνθρωπος μέσα μας, το κουκούλι απ'έξω είναι μια λεπτομέρεια, είναι νεκρά κύτταρα, είναι νεκρός οργανισμός.

Καμιά φορά αργά τα μεσάνυχτα, χαζεύω ένα μελλοντολογικό ντοκιμαντέρ στο κρατικό κανάλι, για να με πάρει ο ύπνος. Έχει τον τίτλο 100 χρόνια μετά τον άνθρωπο ή κάπως έτσι, και προσπαθεί να φανταστεί και να εικονοποιήσει τι θα συμβαίνει στη γη, αν αφανιστεί εντελώς ο άνθρωπος. 100 περίπου χρόνια μετά το Ισραήλ, με εικόνες πραγματικές, καθόλου υποθετικές, καθόλου σεναριακές ή συνωμοσιολογικές, καθόλου στημένες, δεν με παίρνει με τίποτα ο ύπνος.

Το απόγευμα στις 7 έχει διαμαρτυρία έξω από την ισραηλινή πρεσβεία.

Παρασκευή, Μαΐου 28, 2010

αν τους τρομάζαν τα νέα μέτρα (update)

Η φωτογραφία είναι από τις ανασκαφές στον Ιππόδρομο του Φαλήρου, οι οποίες είχαν φέρει στο φως έναν ομαδικό τάφο της κλασικής αρχαιότητας, με 16 ανδρικούς σκελετούς. Πρόκειται για καταδικασμένους εις θάνατον, οι οποίοι τιμωρήθηκαν με καθήλωση και απέθαναν από ασιτία, κάτι σαν τη σταύρωση δηλαδής. Η συγκεκριμένη μορφή τιμωρίας είχε σκοπό τον αποτυμπανισμό (εξ ου και η ασιτία) -σε συμβολικό επίπεδο πάντα, αφού έτσι κι αλλιώς οι κατάδικοι θα πέθαιναν- και συνηθιζόταν για εγκλήματα που προκαλούσαν το κοινό αίσθημα. Ένα μικρό update στο προ-προ-προηγούμενο ποστ...

Τετάρτη, Μαΐου 26, 2010

Στο κελί 33

Sad but true!

Επειδή η όρεξη των Θεσσαλονικιών μουσικόφιλων είναι αντιστρόφως ανάλογη της υπευθυνότητας των Θεσσαλονικιών promoters -συγκεκριμένα του Block 33- το λάηβ της Παρασκευής ΔΕΝ ΘΑ πραγματοποιηθεί, με υπαιτιότητα του συναυλιακού χώρου και μόνο.

Αντιλαμβανόμενοι την αναστάτωση που προκύπτει, την αρβύλα που θα πέσει, και την δυσπιστία που πιθανώς ακολουθήσει, ζητάμε προκαταβολικά και ειλικρινά ΣΥΓΓΝΩΜΗ απ'όλους γι αυτή τη ματαίωση, γιατί γνωρίζουμε ότι δεν θα τη ζητήσει κάποιος άλλος ως οφείλει.

Εντελώς αντιεπαγγελματικά εκ μέρους του Block 33, μόλις πέντε μέρες πριν το προγραμματισμένο λάηβ, με μια καθόλου σοβαρή δικαιολογία περί κακού promotion (!!!) -και ενώ εμείς προσπαθούσαμε να εξαντλήσουμε την πιθανότητα να γίνει το λάηβ, έστω και με κόστος δικό μας- βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση να πληροφορούμε το κοινό μας για τους λόγους μιας ακύρωσης -λόγοι οι οποίοι προφανώς πήραν μπάλα και τους FILM, των οποίων το λάηβ (προγραμματισμένο την προηγούμενη μέρα, Πέμπτη) ακυρώθηκε κι αυτό, με διαφορετική δικαιολογία όμως!

Έτσι όπως έχουν πλέον τα πράγματα, η πιθανότητα να ανέβουμε στη Σαλόνικα φαίνεται να στενεύει όλο και περισσότερο, αφού ΚΑΘΕ μας επαφή με promoter ή ιδιοκτήτη χώρου, υπήρξε από προβληματική εώς οικονομικά επώδυνη, χωρίς το οικονομικό θέμα να είναι το βασικό που συντελεί στην αναξιοπιστία που τους χαρακτηρίζει. Σχεδόν έχουμε εξαντλήσει όλες τις πιθανές οδούς και τους συναυλιακούς χώρους. Η περίπτωση της αυτοδιοργάνωσης φαίνεται μονόδρομος, αλλά αυτό είναι κάτι που απαιτεί και την έμπρακτη προσφορά του σαλονικιώτικου κοινού, οπότε θα επανέλθουμε, γιατί ΠΡΕΠΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΝΑ ΑΝΤΑΜΩΣΟΥΜΕ!

Περιμένουμε μια τουλάχιστον σοβαρή και αξιοπρεπή απάντηση εκ μέρους των διοργανωτών σχετικά με το τι πραγματικά τρέχει με το χώρο και τα διαχειριστικά τους και ποιος είναι ο λόγος που τους επιτρέπει να παίζουν με την αφοσίωση και την περδικούλα των ελληνικών σχημάτων, τα οποία εκμεταλλεύονται ως καβάντζα για να πληρείται το απαραίτητο underground προφίλ, αλλά και για να γίνεται τζίρος και τζέρτζελο, να μπαίνει κανά ψιλό στο ταμείο, χωρίς να χρειάζεται να μπαίνει το χέρι στην τσέπη.

Τέλος, περιμένουμε εκ μέρους τους την ανακοίνωση της ματαίωσης που υποσχέθηκαν έτσι ώστε να πληροφορεί ΕΓΚΥΡΑ το κοινό και "να μην εκθέτει τη μπάντα", και όχι φυσικά αυτό το στεγνό δελτίο τύπου που έστειλαν στα τοπικά μέσα.

Καλή αντάμωση στα γουναράδικα!

Τρίτη, Μαΐου 25, 2010

disconnect

Έχει ατονήσει τούτο το μπλογκ, μου είπε κάποιος φίλος. Πράγματι. Ακολουθεί ίσως την πραγματικότητα, η οποία έχει ατονήσει κι εκείνη. Δικαιολογία; Ίσως. Ακούω και διαβάζω, όμως, συνεχώς γύρω μου για τον πάτο που έχουμε πιάσει, για την αλλαγή που πρέπει να έρθει, για το δεν πάει άλλο, για τη νέα πνοή που οφείλουμε να δώσουμε στην καθημερινότητά μας, στα σχέδιά μας, στα κανονίσματά μας, στον τρόπο επικοινωνίας μας.Τα ακούω βερεσέ, χρόνια τώρα. Τα λέω κιόλας, αμέ. Τα βλέπω και γκρουπάκια στο φεήσμπουκ -γκρουπάκια που ξεκινάνε πάντα με το απαιτούμε να... Και πατάνε οι φίλοι το κλικ -γιατί είναι φίλοι, όχι αστεία- και ο κόσμος αλλάζει. Η ευαισθησία βρήκε τη χαραμάδα της. Η πραγματικότητα εκεί όμως, ίδια, απαράλλαχτη. Με περισσότερη θλίψη, με σαγόνια κατεβασμένα, με αμήχανα βλέμματα, με άγαρμπες κινήσεις. Διαγωνισμός γιουροβίζιον, διαφημιστικά τουρισμού, μια ζωή όλο τα ίδια, opa, geia sou, kalimera, do you like μαμαζέλ de Greece, φολκλόρ, φολκλόρ, φολκλόρ. Μια Ελλάδα στο γύψο, όχι των συνταγματαρχών, αλλά στο γύψο τον νεότερο, το δικό μας, τον ολόδικό μας, το δήθεν μεταπολιτευικό, το δήθεν πολιτισμένο, τον αναβαθμισμένο, τον ντεμέκ εξευρωπαϊσμένο. Ασφυξία. Όχι από αυτή που ξεψύχησαν οι ταλαίπωροι της Μαρφίν, αλλά από εκείνη που μας πεθαίνει όλους σιγά σιγά ή μας διώχνει πιο μακριά από παντού. Που ίσως -ίσως- μας δείξει τη μοίρα που μας φωνάζει από την άλλη μεριά.

Κι η άλλη μεριά έχει μουσική πραγματική, έχει φίλους καθισμένους γύρω απ'το πικάπ, έχει βόλτες στην Αθηνάς χωρίς στραβοκοιτάγματα στους μετανάστες, έχει ανέκδοτα και τρανταχτά γέλια μέχρι το πρωί, έχει τις απίθανες ιστορίες του Πέτρου, τα σκιρτήματα του Γιαννάκη, τις μούτες του Τζόνη, τα σκιτσάκια και τους λεκέδες του Δούλου, τα νέα τραγούδια που ξεπήδησαν στο στούντιο μόλις χτες, τους αυτοσχεδιασμούς, τις συνευρέσεις, τον καθαρό αέρα, το καθαρό πεζοδρόμιο -ναι, το καθαρό πεζοδρόμιο- τις ερωτήσεις, τις απαντήσεις που φέρνουν καινούριες ερωτήσεις, το χαμόγελο της Χριστίνας, τα χαμόγελα των φίλων, όλων των φίλων. Έχει πολιτισμό πραγματικό, κόσμο να λέει καλημέρα και όχι άντε γαμήσου, ανθρώπους χαρούμενους στο ξεκίνημα της μέρας και όχι ζοχαδιασμένους, έχει ταξιτζήδες που δεν το παίζουν βλάκες
κάνοντας το γύρο του τετραγώνου για να βγάλουν ένα ευρώ παραπάνω, έχει λεωφορεία στην ώρα τους, έχει δημόσιους υπαλλήλους να σε εξυπηρετούν και να κάνουν τη δουλειά τους, έχει τραγούδι κι όχι play back, έχει διακοπές και όχι τουρισμό, έχει παραγωγή και δημιουργία και όχι δάνεια και χρέη, έχει λόγο κι όχι χάχανα, έχει άποψη κι όχι δελτία τύπου, έχει ενώσεις και επαφές, όχι αποσυνδέσεις. Το πέρασμα στην άλλη μεριά όμως αργεί.

Πίσω στην ασφυξία μας και στο φολκόρ λοιπόν, το πρώτο Unplugged του (ελληνικού) MTV στην Ελλάδα είναι γεγονός! Δεν είναι οι Pearl Jam, ούτε η Bjork. Ούτε καν κάποιο γκρουπάκι, εδώ της παρέας. Είναι η Δέσποινα Βάνδη. Λάβετε μέρος στο διαγωνισμό του what's up για να ζήσετε την original εμπειρία. Απολαύστε την λοιπόν. ΚΑΙ unplugged. Unplug.

Όπως θα το'λεγε κι ο γερο-Henry, I want to disconnect myself, pull my brain stem out and unplug myself. Disconnect myself.

Πέμπτη, Μαΐου 20, 2010

δεν μας τρομάζουν τα νέα μέτρα

Αθήνα, πάρκο Γουδή, 28 Νοεμβρίου 1925. Οι αξιωματικοί Δρακάτος και Ζαριφόπουλος θανατώνονται δι απαγχονισμού, μετά από καταδίκη για καταχρήσεις εις βάρος του Δημοσίου, επί δικτατορίας Θεόδωρου Πάγκαλου. Η μοναδική φωτογραφία ανήκει στον εργάτη της ιστορικής καταγραφής, φωτογράφο Παύλο Πουλίδη.

Κρίση, με πιάνει Κρίση...

Ήλπιζα πως δεν θα πέσω θύμα της Κρίσης. Όχι γιατί έχω αλλά γιατί δεν έχω. Δεν έχω δάνεια, δεν έχω γυναίκα και παιδιά, δεν ζω lifestyle με απλήρωτο αυτοκίνητο. Ένα ενοίκιο παλεύω και ότι αγοράζω απο βιβλία και cd. Τελικά όμως με πλημμύρισαν τυφλές ελπίδες και πλέον έγινα και εγώ άλλο ένα θύμα της Κρίσης αφού δεν μπορώ να βρω εισιτήρια για να πάω στο νησί το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος. Το πιστεύεις μοναδικέ μας αναγνώστη; Εντάξει παραδοσιακά θα μου πείς και εσύ τελευταία στιγμή πάλι αλλά δεν ήταν λογική η σκέψη μου πως λόγο της Κρίσης ποιοί θα έδιναν τα 120ευρώ του Highspeed για την Παροναξία για δύο μέρες συν τα έξοδα διασκέδασης! Εγώ θα σκεφτόμουν, αν είχα Κρίση, οικονομία για το καλοκαίρι που δεν ξέρουμε και τι μας ετοιμάζουν! Άσε που ένας άλλος λόγος είναι πως περίμενα μήπως υπάρξει κάποια ανάγκη στην δουλειά μου όπως σήμερα που καλύπτω μια συνάδελφο η οποία απέργησε για να φύγει πενθήμερο. Αλήθεια ρώτησα έναν φίλο "αλήτη, ρουφιάνο, δημοσιογράφο", καλό παιδί κατα τα άλλα, αν υπάρχει κάποια συνεδρία στην Βουλή σήμερα και για αυτό επιλέχτηκε η σημερινή μέρα για την απεργία, μου απάντησε αρνητικά... τι κρίμα να μην μπορώ να την κάνω και εγώ αύριο και να έφευγα απο σήμερα για το πενθήμερο στο νησί, αν και δεν ρώτησα για τα σημερινά δρομολόγια. Άσε μην πέσω απο κάνα σύννεφο πάλι ως Έλ-ληνας. Το πρωί άκουγα και τον πρόεδρο των καθηγητών να λέει πως το να κρεμάσουν τις εξετάσεις των μαθητών είναι κάτι που αφορά το μέλλον της νέας γενιάς, για τα παιδιά το κάνουν όπως και για τα παιδιά τόσα χρόνια συντηρούν οι ίδιοι το κύκλωμα της παραπαιδείας ή μήπως φταίνε τα παλιόπαιδα που δεν συγκεντρώνονται στην τάξη; Προχθές είδα και τον "μέγα συνθέτη" στην πρωινή της ΝΕΤ, όσο μπορούσε να χωρέσει στο τηλέπαράθυρο, να υποστηρίζει τον λαό και να τα βάζει με τα αφεντικά, ο καλλιτέχνης που χρέωσε για την προπέρσινη μπούρδα του στο Ηρώδειο το Ε.Φ. 500.000ευρώ περίπου για να φάνε όλοι μαζί τα "χρεωστούμενα" αφού τόσα χρόνια δεν του έδιναν την ευκαιρία να "φάει" κι αυτός όπως τόσοι άλλοι. Η αργία την ημέρα του Αγίου Πνεύματος μου θυμίζει τελικά αυτό που μας λέγανε στο σχολείο πως "όταν ο θεός έβρεχε μυαλό εσύ κρατούσες ομπρέλα" εγώ πάντως έχω να κρατήσω ομπρέλα απο το πρώτο έτος φοιτηταριού στην Κέρκυρα, έχετε δοκιμάσει την Κερκυραϊκή μπόρα; Άντε να γαμηθούμε όλοι μας και η Άγια Πνευματική μας Κρίση...

Τρίτη, Μαΐου 18, 2010

Hank Jones 1918-2010 R.I.P.

Τετάρτη, Μαΐου 12, 2010

εφ'όλης της ύλης

Επιτέλους λοιπόν, ΛΑΗΒ ΞΑΝΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ!

Στο οικείο SIX D.O.G.S. της οδού Αβραμιώτου, στο Μοναστηράκι. Αγκαζέ με το φίλο μας από τη Γαλλία, Mathieu Jeannot. Ρεπερτόριο εφ'όλης της υλης, καθώς και καινούρια κεφάλαια, αλλά και ερωτήσεις κρίσεως (βλέπε αυτοσχεδιασμός) μαζί με στανταράκια (διασκευούλες αγαπημένες) που σημαίνει 'όποιος διάβασε, πέρασε'.


ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ, 16 ΜΑΪΟΥ,
λίγο μετά τις 21.30.

Αφίσα σε νέο στυλ πλέον, μιλιτέρ αναφορές, μπολσεβίκικη γραμματοσειρά και υφέρπον πολιτικό σχόλιο στο background, η ζωή συνεχίζεται, ο νοών νοείτω, ας μιλήσει η μουσική, ας μιλήσει και λίγο η ψυχή μας, γιατί πολύ ήττα ρε παιδί μου, πολύ ήττα...

Παρασκευή, Μαΐου 07, 2010

Η μεταφυσική του υλικού πολιτισμού

Σε κυριακάτικο ένθετο περιοδικό, πέφτει το μάτι μου -ψάξε βρες γιατί- σε ένα από αυτά τα κείμενα των τελευταίων σελίδων που γράφει ένας γκουρού του γκουρμέ (που θα μπορούσε να λέγεται και γκουρμού) για κάποιο εστιατόριο που προτείνει, το οποίο συνήθως παρουσιάζει με φωτογραφίες του σεφ, κανά πιάτο από τα καλά του μενού για ψάρωμα και έναν ψαγμένο τίτλο που θα μπορούσε να είναι και κεφάλαιο από βιβλίο του Βέλτσου. Και εκεί που προσπαθώ να δικαιολογήσω με στοιχειώδη ερείσματα τη σύνδεση της μεταφυσικής ως έννοια (η οποία αναφέρεται στον τίτλο του κειμένου, ο οποίος μια χαρά κάνει και για το δικό μου τώρα) και το αυγολέμονο με το χουνκιάρ μπεγεντί, το μάτι μου πέφτει πιο δίπλα, στο τελικό πόρισμα του συντάκτη:

40 ευρώ το άτομο (χωρίς κρασί) - άξιζε τα λεφτά του 150%.


Μάλιστα. Η μεταφυσική αρχίζει να αποκτά σάρκα και οστά, καταδιώκοντας ακόμα και το λογισμό μου. Είναι αυτό το άξιζε που μου καταρρακώνει όποια έννοια αξίας και υπεραξίας είχα προλάβει να εμπεδώσω μελετώντας τον Μαρξ και τον Κέυνς, είναι αυτό το 150% που με κάνει να σιχτιρίζω τις δημοσιογραφικές σχολές και όσους κρατούν πένα και έχουν την υπερβολή και την ανοησία στο τσεπάκι, χρυσαφένια τίποτα όλοι τους στο βασίλειο της αμετροέπειας. Φαντάζομαι πως για να ξοδέψει κανείς 40 ευρώ για ένα γεύμα τη μέρα (χωρίς κρασί), προϋποτίθεται πως εξασφαλίζει ως εισόδημα ημερησίως τουλάχιστον τα διπλά -αν υποθέσουμε ότι το φαγητό δεν είναι η μόνη βιοτική του ανάγκη και, φυσικά, ότι μια γουλιά κρασί θα την πιει βρε αδερφέ εκεί που έκατσε. Χοντρικά, αυτό σημαίνει ένα καθαρό διχίλιαρο μηνιαίως. Μακριά από μας δηλαδή. Δυστυχώς.

Καγιέν, τραγούδι, διαδηλώσεις - αυτά τα τρία, λέει ο Στέλιος Ράμφος στη συνέντευξή του σε κάποιον Λάλα, 'είναι σύμβολα απολυτότητας συναισθήματος. Με το καγιέν είσαι μοναδικός, με το τραγούδι εκφράζεσαι και με τη διαδήλωση πολιτικοποιείδαι και εκφράζεις την ευθύνη σου απέναντι στα τεκταινόμενα παγκοσμίως και εν Ελλάδι. Οπότε ολοκληρώνεται η εικόνα σου. Ό,τι κάνουμε στην Ελλάδα επειδή γίνεται για λόγους συναισθηματικούς έχει μιαν απόληξη. Ποια είναι η απόληξη; Η ανάγκη συμπτώσεως φαντασιώσεως με εικόνα. Η εικόνα μας φτιάχνεται έτσι όπως τη θέλουμε και φτιάχνοντας την εικόνα έτσι όπως τη θέλουμε, φτιάχνουμε και μια πραγματικότητα την οποία παρακολουθούμε μέχρι να έρθει η ώρα του λογαριασμού'. Τώρα πλέον, η πραγματικότητα έρχεται να μας τα γυρίσει όλα τούμπα, κυρίως γιατί είναι μια πραγματικότητα έξω από εκείνη που είχαμε υπολογίσει, έξω από εκείνη που είχαμε φαντασιωθεί, έξω ακόμα και από εκείνη που είχαμε απευχηθεί ως εφιαλτική. Είναι πλέον μια πραγματικότητα αδυσώπητα ωμή, τα σημεία της οποίας είναι πλέον πολύ μπερδεμένα για να τα αναγνωρίσουν τα μάτια μας και τα τοπία της τόσο αμφίσημα σε βαθμό να μας φαίνονται ξένα και εχθρικά. Είναι μια πραγματικότητα έξω από τους συναισθηματισμούς που αντέχουμε, έξω και από το συναισθηματισμό με τον οποίο αντέχαμε μέχρι τώρα τα πάντα. Είναι μια πραγματικότητα έξω (μα πολύ έξω) από τον γκρουπούσκουλο ακτιβισμό του ενός κλικ στο φέησμπουκ, έξω ακόμα και από τις πραγματικές πορείες και τις πραγματικές διαδηλώσεις που μας βρίσκουν αμήχανους και μόνους ανάμεσα σε πολλούς να ουρλιάζουμε με 70's αισθητική -και συνθήματα ακόμα πιο παλιά- για νοήματα καινούρια, για ζόρια μοντέρνα, μη μπορώντας να κάνουμε κάτι ουσιαστικότερο ή να βρούμε άλλα σημεία αναφοράς, νέα σημεία συνάντησης, νέα στέκια ελπίδας, νέες χαραμάδες απ'όπου θα μπει το φως που ζητάμε. Το φως που ολοένα και ματαιώνεται και δίνει το χώρο σε μια πρωτόγνωρη σκοτεινιά, η οποία καλύπτει τα πάντα σαν ηφαιστειακή τέφρα και μπλοκάρει όλες τις πτήσεις μας και τις αναχωρήσεις μας.

Ο λογαριασμός έρχεται κι εκείνος, ανασύροντας επώδυνα το αίσθημα του ρεζιλιού που νιώθουμε όλοι -όλοι, ανεξαρτήτως εισοδήματος και κοινωνικής θέσης- όταν το χαρτάκι του γκαρσονιού γράφει μεγαλύτερο ποσό από αυτό που βρίσκεται στην τσέπη μας. Ρεζίλι που μεγαλώνει όταν -με καλή πρόθεση, προκειμένου να μας βγάλει από τη δύσκολη θέση- η συνοδός μας προσφέρεται να πληρώσει εκείνη και ενώ εμείς προσπαθούσαμε τόση ώρα να την εντυπωσιάσουμε και να κάνουμε τους λάρτζ. Ας πούμε ότι αυτή η συνοδός είναι και Γερμανίδα.

Φτάσαμε πάτο κάνοντας τους έξυπνους, παριστάνοντας τους ικανούς, αιώνιοι μποέμ μιας άλλης εποχής, τους οποίους αργά ή γρήγορα θα έφτυνε το ευρωπαϊκό όνειρο, γιατί δεν χαμπαριάζει από τέτοιες ματαιόδοξες ονειρώξεις. Ένα συμπέρασμα που διαβάζω παντού πλέον, παντού, σε κάθε μπλογκ που παρακολουθώ, σε κάθε κουβέντα σοβαρού ανθρώπου, σε κάθε κουβέντα με σοβαρούς ανθρώπους, μια σκληρή αυτοκριτική που -ως αυτονόητη αλήθεια που είναι- γίνεται σιγά σιγά και κοινός τόπος, με απόληξη -αργά ή γρήγορα- το κλισέ. Και σιγά σιγά θα ανακαλύψουν κι άλλοι, κι άλλοι, και περισσότεροι, την επικαιρότητα και την αλήθεια του Μαρξ και έτσι ίσως έχουμε νέα σεβεντίλα και νέο συνδικαλισμό και νέα πολυτεχνεία και νέες γενιές πολυτεχνείου. Προς το παρόν, η θλίψη που προκαλούν οι ήδη θλιβερές βεβαιότητές μας, είναι αφόρητη. Και όσο αυτές οι βεβαιότητες δεν αντικαθίστανται -έστω- από άλλες ή δεν λέει να φυσήξει ένας άνεμος να τις στείλει στο διάολο, καθόμαστε και τα πίνουμε μαζί τους πλάι στο τζάκι, χαζεύοντας στην τηλεόραση ξύλο και τσόντα, αδυνατώντας να βγάλουμε ένα νόημα που να μας υπερβαίνει. Δυστυχώς είμαστε ακόμα οι εαυτοί μας. 150%.

Τρίτη, Απριλίου 20, 2010

πεσόντες στη Μάχη της Κρήτης

Κανονικά θα έπρεπε να στηθεί μια επιτύμβια στήλη, κάπου εκεί δίπλα στην αλάνα της Γαλλικής Σχολής ή -ακόμα καλύτερα- στο ύψωμα του Θέρισου και να σκαλιστούν όλα τα ονόματα, του Μιχαήλου, του Κουτσούκου, του Πεταφράγκα, των Τραντζίτσο και των άλλων τιμημένων πεσόντων στην ηρωική μάχη του Πολεμικού Διημέρου στη λεβεντογέννα Κρήτη. Από δω -και με τις ευλογίες του Κώτσσου και του Χεντμπάνγκερς Μπόσσσικ- θα μνημονεύσουμε τον ηρωικό Νεκτάριο Πογκά, που έπεσε πάνω στο καθήκον και μας άφησε παρακαταθήκη ένα φλασάκι με φωτογραφίες, πραγματική κατάθεση -ίσως και κατάθεση ψυχής...

ΥΓ. ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΑΛΑΝΙΑ!!!! ΚΑΛΗ ΜΑΣ ΑΝΤΑΜΩΣΗ ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟ!!!!

Σάββατο, Απριλίου 10, 2010

το ανώτερο στάδιο

[παραθέτω το παρακάτω κείμενο όπως το βρήκα σε αφίσα στη γειτονιά μου - η φωτό δώρο από μένα]...

ΤΟ ΑΝΩΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΣΚΟΥΠΙΔΟΦΙΛΙΑΣ
ΕΙΝΑΙ Ο ΜΠΕΡΛΟΥΣΚΟΝΙΣΜΟΣ!

Οι έλληνες δεν έχουν ξεπεράσει τον παραδοσιακό πουριτανισμό τους. Τον έχουν μασκαρέψει σε μια υποκουλτούρα πορνολογίας. Συνεπείς με τα δόγματα της εμπορευματικής ελευθεριότητας αντιλαμβάνονται όλο και πιο καθολικά τις σχέσεις τους σαν σχέσεις μεταξύ πραγμάτων. Συμπεριλαμβανόμενων των ερωτικών σχέσεων. Και ο λόγος που αντιστοιχεί σ’αυτό το καθεστώς είναι η φλυαρία της αδιαφορίας και της αναισθησίας.

Αυτό είναι ένα απ’τα hype που δουλεύτηκαν εδώ και πολλά χρόνια. Έτσι ώστε το μπανιστήρι να αναδεικνύεται σε δημόσια αρετή. Όταν τα φώτα πέφτουν στην «ερωτική ζωή» (ή στα βίτσια) των «επωνύμων», τότε οι εκατομμύρια «ανώνυμοι» συγκλίνουν στην αγορά απολαμβάνοντας να νομιμοποιήσουν ο ένας την αδιακρισία του άλλου. Τα «ερωτικά σκάνδαλα» πρώτης γραμμής γαργαλούν ακαριαία την κοινωνία που συμπεριφέρεται πειθαρχημένα σαν ενιαίο «σώμα». Όλοι συρρέουν στα «δώρα» των εφημερίδων, στις «αποκαλύψεις» των καναλιών και, τώρα πια, στις δωρεές του youtube. Απ’την μια για να πάρουν μάτι. Και απ΄την άλλη «για να έχουν να πουν κάτι». Τις επόμενες μέρες. Στις δουλειές, στις παρέες, παντού. Ο δημόσιος λόγος μιμείται πικάντικα και ανάλαφρα την ατμόσφαιρα δημόσιων αποχωρητηρίων. Αποδεικνύοντας την ετοιμότητα της κοινωνίας να κατεβάσει όσο πιο χαμηλά γίνεται το «κέντρο βάρους» της αυτοσυνείδησής της.

Αυτό είναι κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο. Όταν όμως επιβεβαιώνεται μαζικά σε συνθήκες «κρίσης», τότε αποκτάει επιπλέον δυναμική. Αποδεικνύεται πως το σύστημα, εννοημένο σαν το πλέγμα των υπόδουλων κοινωνικών σχέσεων, έχει σημαντικές εφεδρείες σταθερότητας. Ποιές ταξικές αντιθέσεις; Τα ταπεινά ελατήρια των υπηκόων, οι φτηνές τους απολαύσεις, γεμίζουν αυθόρμητα την αρένα, ακόμα κι αν ο «άρτος» είναι λιγότερος. Φτάνει να υπάρχει αρκετό θέαμα.

Στην γειτονική ιταλία οι μαφίες ανύψωσαν αυτή την «σεξουαλική» εφεδρεία σε επίπεδο δικτατορίας. Ο «ηγέτης» είναι και «πορνοστάρ», αφού, όπως κομπάζει, όλοι οι υπήκοοι θα ήθελαν να του μοιάσουν. Η κεντρικότερη σημασία των ημερών βρίσκεται ωστόσο σ’αυτό: ακόμα κι αν η εμπορευματική μηχανή αμφανίζει δυσλειτουργίες, η «ηθική» της ελπίζει βάσιμα ότι και θα βασιλεύει και θα κυβερνά...

υπογραφή από τα

μητροπολιτικά συμβούλια αυτόνομων


Τρίτη, Απριλίου 06, 2010

με γκάζια για τη Γάζα

Τρίτη, Μαρτίου 30, 2010

MAN IS DEAD. MUSIC HAS FAILED: Μια αναφορά στο έργο και τις ιδέες του συνθέτη Γιάννη Χρήστου

Εισαγωγή:
Πρόσφατα, συγκεκριμένα στο τεύχος Απριλίου που κυκλοφορεί εδώ και λίγες ημέρες, υπέγραψα μια δημοσίευση για το περιοδικό
Δίφωνο σχετικά με το έργο και τις ιδέες του συνθέτη Γιάννη Χρήστου, έπειτα από πρόσκληση της υπεύθυνης της στήλης για την κλασική ελληνική δημιουργία, Λιάνας Μαλανδρενιώτη. Πέρα από τα ειλικρινή μου ευχαριστήρια για την ευκαιρία αυτή, να παρουσιαστεί με σχετικά πλήρη αναφορά το σπουδαίο έργο αυτής της ουσιαστικά άγνωστης φυσιογνωμίας της σύγχρονης τέχνης -και δη του όποιου ελληνισμού- δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στους αγοραίους περιορισμούς του περιοδικού που κατά σημεία ευνούχισαν νοηματικά το κείμενο και τη συλλογιστική του. Σε μια έκδοση με εξώφυλλο το Μιχάλη Χατζηγι
άννη, που φιλοξενεί από ένα αφιέρωμα στις μουσικές βιβλιοθήκες μέχρι δώρο CD του Miles Davis και του Νίκου Ξυδάκη, ανάμεσα σε δύο δακρύβρεχτες μελιστάλαχτες ηλιογέννητες πορφυροβάπτιστες συνεντεύξεις της Φωτεινής Δάρρα και του Marios Frangoulis, στριμώχτηκαν οι 2.000 λέξεις για τον Χρήστου, αυστηρά καταμετρημένες έξω από νοήματα, σημασία, σπουδαιότητα, συνέχεια, πληρότητα. Με αισθητική celebrity αναφοράς, δημοσιεύτηκαν ατυχώς δύο τεράστιες φωτογραφίες του συνθέτη -οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν κάποιο χώρο σε επιπλέον λέξεις, δηλαδή ουσία- ενώ η συνολική αισθητική παρουσίασης του κειμένου υπακούει στη συνολική του περιοδικού -εκείνη που επιβάλλει στον στοιχειοθέτη να χρησιμοποιήσει στην ίδια σελίδα όσες γραμματοσειρές έχει στη διάθεσή του, προφανώς προς χάριν εντυπωσιασμού. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ στις ενστάσεις μου, απλά θεωρώ πλέον ότι στην περίπτωση παρουσίασεων τόσο σημαντικών προσωπικοτήτων όπως ο Χρήστου, οι όροι προβολής τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την ανάγκη για προβολή τους. Κοινώς, τι δουλειά έχει ο Χρήστου, πετσοκομμένος, σε ένα μουσικό μπακάλικο, ανάμεσα σε πατάτες και ραπανάκια; Και αν νομίζετε ότι οι όροι προβολής απέχουν πολύ από αυτές των πατατών και των ραπανακίων, δεν έχετε παρά να το διαπιστώσετε ξεφυλλίζοντας το τελευταίο τεύχος του Διφώνου. Από την άλλη -και για να γίνω ουσιαστικός- θεωρώ χρέος μου να παραθέσω δημόσια -έστω και από τον περιορισμένης, σε σχέση με εκείνον του περιοδικού, αναγνωσιμότητας χώρο του μπλογκ - το πλήρες κείμενο στην αρχική μορφή του, χωρίς τις "αναγκαίες" περικοπές ή τις τελευταίες (πιο) δημοσιογραφικές, που σε σημεία αλλοίωναν σημαντικά την προσωπική μου ανάγνωση πάνω στο θέμα ή την επιστημονική τεκμηρίωση όσων αναφέρω, και χωρίς τους περιττούς υπότιτλους για τους οποίους επίσης δεν ευθύνομαι.


MAN IS DEAD. MUSIC HAS FAILED.*

«Το θέμα δεν είναι να κάνεις τέχνη, είναι να μπορέσεις να συνδεθείς εσύ ο ίδιος με τις δυνάμεις που σε περιβάλλουν» απαντούσε ο Γιάννης Χρήστου σε συνέντευξη στην εφημερίδα Βραδυνή, το Μάρτιο του 1969, λίγους μήνες πριν την ξαφνική και οριστική αναχώρησή του, σε εκείνο το τραγικό δυστύχημα ανήμερα των γενεθλίων του και της γιορτής του, στις 8 Ιανουαρίου του 1970 -πριν συνδεθεί για πάντα, με τις δυνάμεις γύρω του... Αν μπορούσαμε τώρα -40 χρόνια μετά τη βίαιη παύση αυτής της δημιουργικής πορείας- να συγκρατήσουμε μια ουσιαστική και περιεκτική φράση για να χαρακτηρίσουμε το πέρασμα του Χρήστου ανάμεσά μας -με τη ζωή και την τέχνη του- θα ήταν ίσως αυτή –έτσι όπως ο ίδιος αφοριστικά διατυπώνει. Ο Γιάννης Χρήστου δεν έκανε ποτέ τέχνη –τουλάχιστον, με την έννοια που την εικάζουμε για την πλειονότητα των συναδέλφων του ή την εικάζουν όσοι μελετούν περισπούδαστα το έργο του και γεμίζουν σελίδες με το μυστηριακό φολκλόρ που άφησε πίσω ο μύθος του. «Όπως στον πρωτόγονο άνθρωπο το τραγούδι, ο χορός, δεν ήταν μια αισθητική, ένα λούσο, μια πολυτέλεια, αλλά ανάγκη. Σήμερα τα προβλήματα του ανθρώπου είναι τόσο έντονα, τόσο αληθινά, που το να κάνεις τέχνη είναι πολυτέλεια» συνέχιζε στην ίδια συνέντευξη, μεγαλώνοντας ακόμα περισσότερο την απόστασή του από τον ακαδημαϊσμό και τις φορμαλιστικές επιταγές της μουσικής πρωτοπορίας της εποχής εκείνης. Το ζήτημα, όμως, σήμερα δεν είναι να καταλήξουμε στο τι δεν υπήρξε ο Γιάννης Χρήστου ή πόσα ανολοκλήρωτα έργα του ενδέχεται μάταια να αναζητούνται. Αντίθετα, είναι καιρός πλέον να ορίσουμε το φαινόμενο Χρήστου -όσο μπορούμε αποφορτισμένα από τη μυθολογική διάσταση και την ακαδημαϊκή παθογένεια- και να χαρτογραφήσουμε με σαφήνεια την παρακαταθήκη που άφησε στον κόσμο της τέχνης –και όχι μόνο- αυτή η λαμπρή όσο και σπάνια προσωπικότητα της σύγχρονης τέχνης, τόσο με το έργο του όσο και με τις ιδέες του.

Γεννημένος στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, βορειο-ανατολικά του Καϊρου, στις 8 Ιανουαρίου του 1926, ο Χρήστου κληρονομεί την κοσμοπολίτικη προδιάθεση, που χαρακτηρίζει στο σύνολό του τον αιγυπτιακό ελληνισμό. Στην ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας ζει τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια: αγγλικό δημοτικό σχολείο και πρώτες σπουδές στο αριστοκρατικό αγγλικό κολλέγιο Victoria. Η φημισμένη πιανίστα Τζίνα Μπαχάουερ είναι από τους πρώτους δασκάλους του μικρού Γιάννη, ο οποίος ήδη, από πολύ νωρίς, αρχίζει να συνθέτει μικρά έργα για πιάνο. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο συνθέτης δεν συμπεριέλαβε ποτέ κάποιο από αυτά τα έργα στην εργογραφία του, το Πρελούντιο και Φούγκα για δύο πιάνα είναι ένα τεκμήριο της γραφής του από αυτή την εποχή. Οι σπουδές του συνεχίζονται στην Αγγλία και, κατ’απαίτηση του επιχειρηματία πατέρα του, στις οικονομικές επιστήμες, αλλά πολύ σύντομα ο ίδιος παραιτείται από την περίπτωση να κληρονομήσει τις επιχειρηματικές ευθύνες του βιομήχανου σοκολατοποιού. Στα 19 του, ο Χρήστου βρίσκεται ήδη στο Καίμπρητζ, στο Βασιλικό Κολλέγιο, όπου σύμφωνα με το μύθο γίνεται μέλος του κύκλου των φιλοσοφικών συνεδριών του Ludwig Wittgenstein, ενώ διδάσκεται και συμβολική λογική από τον Bertrand Russell. Αποφασισμένος ήδη να αφοσιωθεί στη μουσική και τη σύνθεση, παρακολουθεί στο Λέτσγουορθ ιδιαίτερα μαθήματα σύνθεσης και αντίστιξης από το διακεκριμένο μουσικολόγο Hans Ferdinand Redlich, μαθητή και μελετητή του Alban Berg. Στα 23 του, έχει μετακομίσει στην Ιταλία, προκειμένου να μελετήσει ενορχήστρωση και μουσική για κινηματογράφο με τον Francesco Lavagnino, στη Ρώμη και στο Γκάβι, ενώ παρακολουθεί και τα σεμινάρια των θερινών τμημάτων της Μουσικής Ακαδημίας Chigiana στη Σιένα. Τα συνεχή ταξίδια του στην Ευρώπη μαρτυρούν έμπρακτα τον κοσμοπολιτισμό του, ενώ οι επισκέψεις στη Ζυρίχη φανερώνουν το φιλοσοφικό εύρος των αναζητήσεών του: παρακολουθεί τις διαλέξεις του διάσημου ψυχαναλυτή Carl Gustav Jung -πιθανώς ως ελεύθερος ακροατής- δίπλα στο μεγαλύτερο αδερφό του, Έβη Χρήστου, φοιτητή τότε στο Ινστιτούτο Jung.

Ήδη όμως μέσα στο 1949, λίγους μήνες μετά τα 23α γενέθλιά του, ο Χρήστου έχει ολοκληρώσει το πρώτο magnum opus του: τη Μουσική του Φοίνικα. Μόλις ένα χρόνο μετά, στις 5 Γενάρη του 1950, γίνεται η πρώτη παγκόσμια εκτέλεση του έργου, με συντελεστές –ονειρεμένους για μαθητευόμενο συνθέτη- τη New London Orchestra και διευθυντή τον ξακουστό Alec Sherman, στη Βασιλική Όπερα του Covent Garden. Την ίδια χρονιά, ο Φοίνικας εκτελείται από τη Συμφωνική Ορχήστρα του BBC, αποτελεί μέρος του προγράμματος του Μουσικού Μαϊου της Φλωρεντίας, ενώ παίζεται και στη Μόσχα. Ελεύθερα ατονική σύνθεση για μεγάλη ορχήστρα, υπακούει στη δομή που ορίζει αυτό που αργότερα ο Χρήστου αποκάλεσε διάγραμμα του Φοίνικα [γέννηση – εξέλιξη – δραματικό κορύφωμα – τέλος (θάνατος) – νέα αρχή] και εμπνέεται από τη θεμελιώδη αρχή της σεληνιακής εμπειρίας [νέα σελήνη – πανσέληνος – φθίνουσα σελήνη – έκλειψη, μια διαδοχή που επαναλαμβάνεται αενάως]. Αντίστοιχα, ο Φοίνικας αποτελείται από πέντε μέρη που παίζονται χωρίς διακοπή. Θεματικά, τριγυρνά γύρω από ένα μικρό μοτίβο τριών φθόγγων, μέσα από μια συνεχή σειρά μεταμορφώσεών του, που συμβολίζουν και την αέναη αναγέννηση του μυθικού πτηνού -που καίγεται για να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του. Ο συνθέτης –ήδη στο πρωτόλειό του- προχωρά ένα βήμα πέρα από το συμβολισμό και την προγραμματική μουσική, ενώ μας γίνεται ξεκάθαρο με τον πιο λαμπρό τρόπο ότι το μουσικό όραμά του -καθώς και η άρρηκτη σύνδεσή του με άλλες αναγνώσεις και θεωρήσεις του κόσμου πέρα από την τέχνη π.χ. τη φιλοσοφία- είναι απόλυτα συμπαγές και συνεπές, και ταυτόχρονα στοιχειοθετεί μια σχεδόν νέα μουσική πρόταση ή, έστω, προσέγγιση. Ο Φοίνικας κάνει ιδιαίτερη αίσθηση στους κύκλους της πρωτοποριακής μουσικής και όχι άδικα: πρόκειται για ένα έργο σπάνιας τεχνικής αρτιότητας και δημιουργικής ωριμότητας, που θα ζήλευαν δημιουργοί ακόμα και στο τέλος της πορείας τους. Η ανθρωπότητα και ο παγκόσμιος πολιτισμός μόλις έχουν κερδίσει ένα μεγάλο ταλέντο, από το οποίο πλέον μόνο magnum opus μπορούν να αναμένουν.

Μέχρι το 1953, ο Χρήστου έχει επιστρέψει στην Αίγυπτο όπου οργανώνει το προσωπικό του στούντιο. Έχει ήδη ολοκληρώσει την Πρώτη Συμφωνία, για μεσόφωνο και ορχήστρα σε τρία συνεχόμενα μέρη –παραγγελία της New London Orchestra. Σύμφωνα με τον αρχιμουσικό Piero Guarino, το έργο αυτό αναδεικνύει μια τραγικότητα που αγγίζει τα όρια της παραίσθησης, ενώ η δραματική κλιμάκωση οφείλει πολλά στη μελοποίηση του ποιήματος του T.S.Eliot Eyes that last I saw in tears (Μάτια που τελευταία είδα δακρυσμένα), ως δεύτερο και κεντρικό μέρος της συμφωνίας. Ολοκληρωμένη από το 1951 είναι και η αυτόνομη εκδοχή της Λατινικής Λειτουργίας, έργο για μικτή χορωδία, χάλκινα και κρουστά πάνω στο κείμενο του λειτουργικού μέλους της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Αργότερα, το 1958, οπότε και ολοκληρώνεται η Δεύτερη Συμφωνία, η Λειτουργία ενσωματώνεται αυτούσια στο φινάλε του τρίτου μέρους. Όλα δείχνουν πως ο Χρήστου αντιμετωπίζει την έμπνευση και τη γραφή του ως ανοιχτό έργο, το οποίο μπορεί να μεταπλαστεί ανά πάσα στιγμή, ως λειτουργικό και δομικό στοιχείο μέσα σε απομακρυσμένα context όσο αφορά τη φόρμα, την τεχνική και τη μορφή. Και ιδού η πρώτη από τις βασικές αρχές τις οποίες ο συνθέτης υπηρετεί με μοναδική συνέπεια και αφοσίωση, μέχρι και το –απότομο- τέλος της δημιουργικής του πορείας.

Στο μεταξύ, από την πρώτη σύλληψη της ιδέας στη Ρώμη το 1950 και μέχρι τη δεύτερη (ορχηστρική) γραφή τους το 1957, ο Χρήστου επεξεργάζεται τη σύνθεση των Έξι Τραγουδιών σε Ποίηση T.S.Eliot, αρχικά για μεσόφωνο και πιάνο (1955), αλλά και –μετά από παρότρυνση του Guarino- σε μεταγραφή για ορχήστρα. Είναι, όμως, η τελευταία φορά που καταπιάνεται με τη γραφή τραγουδιών -όπως επίσης και με τη συμφωνική φόρμα, αφού η Δεύτερη Συμφωνία του 1958 είναι το τελευταίο δείγμα που παραδίδει. Είναι εμφανές, από πολύ νωρίς, ότι οι φόρμες, τα μέσα και εν πολλοίς τα κεκτημένα των ακαδημαϊκών προμαχώνων της εποχής, ελάχιστα απασχολούν το συνθέτη που πορεύεται στη δημιουργία βάσει ενός προσωπικού οράματος το οποίο αναζητά με κάθε τρόπο να αποτυπώσει την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου, να αντανακλά τα συμπαντικά αδιέξοδά του, αλλά και να φωτίσει τη συνέχεια του ανθρώπου στο χρόνο –από την αρχαιότητα, από τις άναρθρες κραυγές, μέχρι τους προηγμένους τεχνολογικά πολιτισμούς και το άγνωστο μέλλον. Το Δεκέμβρη του 1968, θα γράψει σε ένα σημείωμά του: «Σήμερα η μουσική ακολουθεί μια ποικιλία τεχνοτροπιών και γράφεται για μια ποικιλία οργάνων που ξεκινούν από την ανθρώπινη φωνή και καταλήγουν στον ήχο που παράγεται με μέσα ηλεκτρονικά. Και γιατί όχι; Από τη στιγμή που ο συνθέτης είναι αληθινός απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό ή από τη στιγμή που αγωνίζεται ειλικρινά να έρθει σε μια συνδιαλλαγή με τον κόσμο ολόγυρά του μέσα από τον ίδιο του τον εαυτό, τα έργα του είναι έγκυρα με οποιοδήποτε τρόπο ή σύστημα και αν είναι γραμμένα. [...] Έτσι θα μπορέσουν να φωτίσουν, τουλάχιστον για τον ίδιο, κάποιαν έκφανση της συνολικής πορείας του κόσμου».

Είναι η αρχή της δεκαετίας του ’60. Οι μεταρρυθμίσεις του Νάσερ αλλάζουν τα δεδομένα για τους Έλληνες παροικούντες. Η οικογένεια Χρήστου μετακομίζει οριστικά στην Ελλάδα, αρχικά στη Χίο. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο πρωτοποριακός θίασος του Living Theatre παρουσιάζει τις παραγωγές The Connection και τη μπρεχτική Ζούγκλα των πόλεων, παραστάσεις ιστορικά χαρακτηριστικές των καινούριων ρηξικέλευθων τάσεων στις παραστατικές τέχνες. Ξεπηδούν τα πρώτα χάπενινγκς του κινήματος Fluxus, ήτοι οι δράσεις του John Cage και του Nam Jun Paik, ο μινιμαλισμός του La Monte Young, οι εκθέσεις-περφόρμανς του Joseph Beuys. Η τζαζ απελευθερώνεται από τους κανόνες και το αισθητικό πλαίσιο που όριζε ο εμπορικός της ρόλος και –μέσω του κινήματος της free jazz- φλερτάρει με τους ατονάλ συσχηματισμούς και τις τάσεις της avant-garde. Οι κινηματογραφικές αίθουσες υποδέχονται Με κομμένη την ανάσα τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ, το πρώτο φιλμικό τόλμημα της γαλλικής Νουβέλ Βαγκ. Ο Ιάννης Ξενάκης παραδίδει στο μουσικό κόσμο τα πρώτα έργα του για μαγνητοταινία, ο Ανέστης Λογοθέτης, ο Luciano Berio και η Sofia Gubaidulina συστήνονται στη μουσική πρωτοπορία. Ο Χρήστου συγχρονίζεται με το πνεύμα της εποχής, ταξιδεύει αφομοιώνοντας παραστάσεις του σύγχρονου κόσμου, ενώ ταυτόχρονα εμβαθύνει συνέχεια τη σπουδή του στις αρχαϊκές παραδόσεις και τα αρχέγονα ένστικτα του ανθρώπου. Δημιουργεί αδιάκοπα, πειραματίζεται με τις φόρμες και τη γραφή, θεμελιώνοντας μεθοδικά –αλλά με τρομακτικά άλματα από έργο σε έργο- το μουσικό του σύμπαν, καθώς και το εξωμουσικό φιλοσοφικό συνεχές που διατρέχει κάθε δημιουργία του. Το Patterns and Permutations (1960) προκαλεί σάλο κατά την πρώτη παρουσίασή του στο Θέατρο Ρεξ το Μάρτη του ’63. Το ανελέητα θορυβώδες κοντίνουουμ των κρουστών ακούγεται ανυπόφορο στο αθηναϊκό κοινό που επαναστατεί ενώ παίζεται το έργο –ατυχώς ανάμεσα στον Κοριολανό του Μπετόβεν και ένα κοντσέρτο του Σούμαν... Ελάχιστοι τότε θα παρατηρήσουν ότι με αυτό το έργο ο Χρήστου εισάγει τις δομικές θεμελιακές έννοιες της συνθετικής θεώρησής του: τα patterns (απλά και σύνθετα), τα ισόχρονα, το μέγα-έκθεμα, το κοντίνουουμ, οι αντιμεταθέσεις -όροι και επινοήσεις που του επιτρέπουν μεγάλη ευκολία στη σύνθεση της μακροδομής κάθε έργου στο εξής. Η αίσθηση του ρυθμικού σφυροκοπήματος διατρέχει και την επόμενη σύνθεσή του, την Τοκάτα για πιάνο και ορχήστρα (1962), αλλά στην περίπτωση αυτή είναι το πιάνο που αντιμετωπίζει ως κρουστό ο συνθέτης. Δεν θα ασχοληθεί ποτέ με το ενδεχόμενο δημόσιας εκτέλεσης αυτού του έργου. Η μουσική σκέψη του και οι δημιουργικές ανησυχίες του είναι ήδη ένα βήμα παραπέρα –κάθε μουσική κατάθεσή του είναι για εκείνον ένα όριο που πρέπει να ξεπεράσει, μια κατάκτηση που οφείλει να αφήσει πίσω. Καταπιάνεται με τις Πύρινες Γλώσσες, ένα ημι-σειραϊκό ορατόριο για μεσόφωνο, βαρύτονο, μικτή χορωδία και ορχήστρα, πάνω σε ψαλμούς και κείμενα από την Καινή Διαθήκη, το οποίο σήμερα λογίζεται ως ένα από τα αριστουργήματα της θρησκευτικής μουσικής του 20ου αιώνα. Μέσα από μια ιδιαίτερη φωνητική γραφή, ο συνθέτης αναπαριστά με τον πιο αξιοθαύμαστο τρόπο την εναγώνια προσμονή των πρώτων χριστιανών πριν το θαύμα της Πεντηκοστής, ενώ η ηχητική βαβέλ των 16 διαφορετικών κειμένων που εκφέρονται ταυτόχρονα (και συμφύρονται) ανά σημεία, αντανακλά τη βοή της πραγματικής Βαβέλ. «Το μόνο που ξέρω είναι πως το έγραψα με ειλικρίνεια» ομολογούσε στη Γιολάντα Τερέντσιο, σε ραδιοφωνική συνέντευξη το 1964, λίγο μετά την παγκόσμια πρώτη εκτέλεση στην Οξφόρδη, στα πλαίσια του Αγγλικού Φεστιβάλ Μπαχ. «Είναι η στιγμή που δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψει με λόγια, γιατί δεν χωρούνε λόγια, είναι η ώρα που ο άνθρωπος φωτίζεται με μια δύναμη που δεν είναι δική του».

Οι τεχνικές της ηλεκτροακουστικής σύνθεσης εισάγονται από ...το παράθυρο στη δημιουργία του Γιάννη Χρήστου, ήτοι στη μουσική που συνέθεσε για το θέατρο –και κυρίως το αρχαίο δράμα- την οποία θεωρούσε κατά κάποιο τρόπο ως δημιουργικό πάρεργο, αλλά την ίδια στιγμή πεδίο πειραματισμού με διαφορετικά μέσα και τεχνικές. Προμηθέας Δεσμώτης (1963) και Αγαμέμνων (1964) για το Εθνικό Θέατρο, Πέρσες (1965), Βάτραχοι (1966) και Οιδίπους Τύραννος (1969) για το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. «Αντλούσε από τους ηθοποιούς και δοκίμαζε μαζί τους ήχους και ρυθμούς για να σχηματίσει ή να συμπληρώσει το αρχικό του όραμα», έγραφε μετά ο Κουν, «πάντα ακούραστος να διορθώσει κάτι που αισθανόταν πως δεν ακουγόταν σωστά. Κι όλα αυτά συναδελφικά, σαν παιδί ανάμεσα σε παιδιά».

Η μουσική των Περσών –και ιδιαίτερα τα χορικά, των οποίων τη δραματουργική επεξεργασία για πρώτη φορά σκηνοθέτης παρέδιδε εν λευκώ στο συνθέτη- συνιστά σήμερα ορόσημο στα χρονικά του ελληνικού θεάτρου. Όμως ο Χρήστου δεν έχει χρόνο να σταθεί στις κατακτήσεις του και να δρέψει δάφνες. Πλέον, αγωνιά να ολοκληρώσει το Μυστήριον, ένα πολυμεσικό σκηνικό ορατόριο, πάνω σε αρχαία αιγυπτιακά κείμενα από τη Βίβλο των Νεκρών. Μαζί με αυτό, παραδίδει και την Πράξη για 12, την οποία συνθέτει μέσα σε μία μέρα. Με το επόμενο έργο, την Κυρία με τη Στρυχνίνη (1967), ψηλώνει κι άλλο τον πήχυ των δημιουργικών μέσων -σολίστ βιόλας, ηθοποιοί, ενόργανο σύνολο, μαγνητοταινία, ηχητικά παιχνίδια, σκηνικά (ένα κόκκινο ύφασμα...)- και της διαπλοκής του μουσικού κειμένου με εξωμουσικές αφετηρίες και ερεθίσματα: ψυχόδραμα, αλχημεία, Γιουνγκ, όνειρα, εφιάλτες. Η παγκόσμια πρώτη εκτέλεση, κατά τη 2η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής στο Χίλτον, προκαλεί αναταραχή στο παρευρισκόμενο κοινό και τα μονόστηλα των εφημερίδων. Στο μεταξύ, μέσα από την –μοναδική- ενασχόλησή του με αρχαία κωμωδία, στους Βατράχους, εξερευνά τις λαϊκές φόρμες και τα ηχοχρώματα της δημοτικής παράδοσης, αλλά και της κινηματογραφικής τζαζ της εποχής. Η δημιουργική αφοσίωσή του έχει πλέον πάρει φωτιά: μόνο μέσα στο 1968, σε καιρούς ζορισμένους και εχθρικούς προς την ελεύθερη δημιουργία, ο Χρήστου παραδίδει τη μουσική για τον κινηματογραφικό Οιδίποδα (σε σκηνοθεσία Christopher Plummer, με πρωταγωνιστή τον Orson Welles), υπογράφει τις δύο –και μόνες ολοκληρωμένες- Αναπαραστάσεις, Αστρωνκατοιδανυκτερωνομηγυριν (Ι ή Ο Βαρύτονος) και Ο Πιανίστας (ΙΙΙ), επεξεργάζεται την ιδέα του Επίκυκλου, ολοκληρώνει την Εναντιοδρομία, ενώ καταπιάνεται πιο συστηματικά με την τριλογία της Ορέστειας, που φαντάζεται ως σύγχρονη όπερα –το πλέον μεγαλεπήβολο έργο που πρόλαβε να σχεδιάσει. Οι Αναπαραστάσεις είναι ένα σύνολο πολύτεχνων τελετουργιών που, σχεδόν εκβιαστικά θα’λεγε κανείς, υποβάλλουν τον ακροατή-μύστη στην ταύτιση με το δράμα -είτε του Αργείτη φρουρού που περιμένει το σινιάλο για την πτώση της Τροίας και μεγαλώνει ο πανικός του, είτε του πιανίστα που διαλύεται αναζητώντας μάταια να επικοινωνήσει με το πιάνο του και το κοινό του. Τα πρώιμα σχέδια στις προσωπικές σημειώσεις του συνθέτη μαρτυρούν τη σύλληψη ενός συνόλου περίπου 130 μικρών τελετουργιών. Η Εναντιοδρομία βασίζεται στο παιχνίδι των αντιθέτων του Ηράκλειτου, από τα οποία «γεννιέται η ωραιότερη αρμονία». Η πρώτη εκτέλεση γίνεται το Φλεβάρη του ’69 στο Όκλαντ της Καλιφόρνια, προκαλώντας παραληρηματικές αντιδράσεις και καταιγισμό από συνεντεύξεις στον αμερικανικό Τύπο. Κλειδί για την κατανόηση και εκτέλεση όλων αυτών των έργων, η εννοιολογική συμπύκνωση της συμπεριφοράς του ερμηνευτή, σε δύο και μόνο όρους: την πράξη –με την οποία νοείται το λογικό πλαίσιο της εκτέλεσης- και τη μετάπραξη, που χαρακτηρίζει «κάθε δράση που απαιτεί από τον εκτελεστή της να προχωρήσει πέρα από την τρέχουσα λογική του μέσου στο οποίο ανήκει, πέρα από τη λογική του πεδίου δράσης του», γι αυτό και «αφορά το σπάσιμο του φράγματος του νοήματος ενός εκφραστικού μέσου, οποιοδήποτε μέσο κι αν είναι αυτό. Όταν αυτό συμβαίνει, αυτό είναι μουσική. Η μουσική μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε μέσο, δεδομένου ότι η μετάπραξη μπορεί να επιτευχθεί. Η μουσική μπορεί να είναι σιωπηλή».

Η ηλεκτρονική επεξεργασία της ηχογραφημένης δράσης του Επίκυκλου –εκδήλωση κατά την οποία είχε αντιμετωπίσει τη μήνι των συναδέλφων του, οι οποίοι αποφάσισαν την αποπομπή του από το πρόγραμμα των εκδηλώσεων της 3ης Ελληνικής Εβδομάδας Σύγχρονης Μουσικής- θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του Χρήστου, όσο αφορά τις ολοκληρωμένες καταθέσεις του. Μια ακρόαση του έργου αυτού, απεγκλωβισμένη από τις μουσικολογικές και στυλιστικές παραμέτρους ανάγνωσης, θα μας αποκαλύψει ίσως το ίδιο αίσθημα, το ίδιο συστατικό, που μας συνεπαίρνει ανεξήγητα και ολοκληρωτικά ακούγοντας το Φοίνικα –που εκεί επιτυγχάνεται μέσα από την αισθητική και τις τεχνικές της συμβατικής grande ορχήστρας. Αυτή όμως η διαπίστωση δεν είναι και τόσο ανεξήγητη. Παρ’ότι κάθε φορά η ανάγκη για ξεπέρασμα του ύφους και υπέρβαση των σταθερών είναι κρυμμένη (όχι πολύ βαθιά) σε κάθε κατάθεση του Χρήστου, και πάντα αυτό προκύπτει για τον ίδιο ως επείγουσα εκφραστική ανάγκη, είναι επίσης δεδομένο ότι κάθε έργο σχεδόν προετοιμάζει το έδαφος για το επόμενο -σε περιπτώσεις εμπεριέχονται και ολόκληρα τμήματα παλαιότερων δοκιμών, κάθε έργο αποτελεί ένα μικρό λίθο στο συμπαγές οικοδόμημα ενός σχεδόν αυτόνομου μουσικού (και εξωμουσικού) σύμπαντος και ορίζει το λογικό βήμα στην πορεία μιας ακραία συνεπούς εξέλιξης και συνεχούς καλλιέργειας των ίδων αρχών και συστημάτων. Τα μέσα αλλάζουν, οι φόρμες εξελίσσονται, αλλά ο στόχος παραμένει ο ίδιος και –το σπουδαιότερο- δεν βρίσκεται μέσα στην παρτιτούρα, αλλά βαθιά μέσα στον άνθρωπο και τις αγωνίες του. Η ειλικρίνεια των προθέσεων και η καθαρότητα της γραφής και των μουσικών ζητουμένων δεν άφηνουν περιθώρια στο συνθέτη να σταθεί στο ανεκδοτικό στοιχείο και την επιφάνεια των πραγμάτων –ούτε καν στις μικροδομικές λεπτομέρειες της ηχητικής σύνταξης. «Το κοινό στην εποχή μας και προπαντός οι νέοι αναζητούν πολύ περισσότερα από μια συναυλία. [...] Τα παλιά νοήματα στη μουσική αρχίζουν και γίνονται πια μουσειακά. Αν είναι δυνατόν να γράφουμε μουσική χωρίς να ακούγεται ούτε ένας ήχος μουσικός, ακόμη καλύτερα. Μπορεί μουσική να είναι μια αναπνοή, ένα περπάτημα... Όλοι εμείς που γράφουμε πρωτοποριακή μουσική ζητάμε από το κοινό και από τους εκτελεστές να ξεχάσει ό,τι ήξερε και να αντιμετωπίσει μια καινούργια κατάσταση, ένα χάος, ένα σκοτάδι...»


*ο τίτλος του κειμένου αντιμεταθέτει τις έννοιες, στη δήλωση του Χρήστου «Music is dead, man has failed», τον Ιούνιο του 1967, η οποία συμπυκνώνει την πολιτική αναφορά του στην απριλιανή δικτατορία και τα απολυταρχικά καθεστώτα της εποχής εκείνης ανά τον κόσμο. Στη δημοσίευσή του στο περιοδικό Δίφωνο, ο τίτλος του κειμένου αντικαταστάθηκε από την αναίτια συναισθηματική έκφραση 'Αλχημιστής των Ονείρων'...

 
 
 
 
Edited by © bananiotis