Πέμπτη, Ιουνίου 30, 2011

μήνυμα εκ costinhoυ

Το στέκι ψιλοάλλαξε παίδες. Θέλω να πω πως τα δικά μου τα ποστ, θα τα βρίσκετε όλα μαζί στο νέο υπερσύγχρονο μοντέρνο υπερμπλόγκ, όπου είναι μαζεμένα πλέον τα κομμάτια μου -και σιγά σιγά θα περναώ και τα περασμένα, απ'όλες τις μεριές (και από εδώ, και από λέξεις πρόκες, και άλλα που δεν χωρούσαν εδώ και στις πρόκες, και κείμενα άλλων που διαβάζω και μ'αρέζουνε, κι άλλα κι άλλα). Το νέο συγκεντρωτικό μπλογκ είναι μέρος του προσωπικού σάητ μου (το οποίο ανοίγει σύντομα, φυλαχτείτε) και για να βάζετε στα μπούκμαρκς σας, πάτε με χάρη εδώ:


Εδώ θα συνεχίσω να αναδημοσιεύω από εκεί, όσα εδώ ταιριάζουν. Κυρίως όμως, εδώ θα αναρτώνται τα πλέον άμεσα σχετιζόμενα με τη δράση του γκρουπ και των τριγύρω πρότζεκτς, όπως ήταν και από την αρχή σχεδιασμένο, αλλά ξεφύγαμε, ήταν να μη γίνει η αρχή, ήταν να μη μείνει στην αρχή. Για σχόλια και τηλεφωνήματα, παρακαλώ εκεί.

Πέμπτη, Ιουνίου 23, 2011

ένας καλός άνθρωπος

"Τι βλέπεις άποψε;", ρωτάω μέσω sms ένα φίλο χτές βράδι, πιθανολογώντας πως κρατάει μετερίζι στην πλατεία στο Σύνταγμα -την κάτω. "Αραιά, ωραίες φάτσες" μου απαντάει κι αυτός με μήνυμα, ελλείψει άλλων πολιτικών συμπερασμάτων και εκτιμήσεων. Χαμογελάω. Εκείνη την ώρα, εγώ βρίσκομαι λίγο πιο πάνω, ανεβαίνοντας τη Βασιλίσσης Σοφίας. Κοιτάζω γύρω μου και νιώθω τυχερός. Επειδή είμαι κάπου που βλέπω πολλές, πάρα πολλές ωραίες φάτσες. Πυκνά, όχι αραιά. Πιο πυκνά δεν γίνεται· πιο πολλές δεν μπορώ να φανταστώ, γι'απόψε. Και ενώ στην πλατεία (την κάτω) επαναδιατυπώνονται, κάπως αδέξια και ατελέσφορα, κάποιες από τις αρχές του κοινού μας βίου, εγώ μοιράζομαι με πλήθος κόσμου -ωραίου κόσμου- κάποιες από αυτές· από αυτές που εγώ, τουλάχιστον, αισθάνομαι ως βασικές αρχές του κοινού μας βίου κι όχι από αυτές που κρατάνε οι φοιτητές, που ξεσκίζει ο χαφιές...

Η συναυλία στο πάρκο του Μεγάρου ξεκινάει. Χάνω τις πρώτες νότες, λόγω του συνωστισμού στο μονοπάτι που οδηγεί στους ήχους. Χαμογελάω. Κόσμος παντού -ωραίος κόσμος- όπου πέφτει το μάτι σου, αλλά κι όπου δεν πέφτει. Στη σκηνή, ο Δημήτρης Καλαντζής, πίσω από τα πλήκτρα του πιάνου, με το κουιντέτο του -τον Τάκη Πατερέλη στο σαξόφωνο, τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο στη τρομπέτα, τον Γιώργο Γεωργιάδη στο κοντραμπάσο και τον Δράκο Κτιστάκη στα τύμπανα- και ο Μίλτος Λογιάδης που χορεύει καλοκαιρινά τα έγχορδα της Καμεράτας με τα χέρια του. Στα αυτιά μας, ο Μάνος Χατζιδάκις, έτσι όπως πολύ θα διασκέδαζε να ακούει παιγμένη τη μουσική του. Το σκέφτομαι αυτό, και -εγώ που δεν ξέρω να νοσταλγώ, που δεν νιώθω τις ελλείψεις παρά μόνο μέσα από την ανάγκη- αντιλαμβάνομαι εκείνη τη στιγμή χειροπιαστά, για πρώτη φορά ίσως, την απουσία του Χατζιδάκι: λείπει να απολαύσει τους καρπούς του ταλέντου του, να δει τη συνέχεια, να νιώσει το φως μετά από εκείνον -χωρίς να κοπιάζει πλέον, χωρίς να γκρινιάζει, χωρίς να εξεγείρεται. Να προλογίσει γενναιόδωρα, όπως συνήθιζε, τους νέους μουσικούς, να εκπέμψει φως και άπλα βλέμματος και να καθίσει κάπου ήσυχα και διακριτικά για να διαπιστώσει, μια νύχτα ωραία καλοκαιρινή, μια ιδέα μόνο του μεγαλείου που άφησε πίσω.

Το μεγαλείο όμως δεν πιστώνεται μόνο από την απουσία, μα κι απ'την παρουσία -κυρίως από την παρουσία. Ο Καλαντζής είχε το όραμα, είχε δει την άπλα και το φως των ήχων, καθώς καθόταν ένα απόγευμα πίσω από το πιάνο και ψηλαφούσε νωχελικά και εμπνευσμένα μια Παναγιά ή μια μπάλαντα αισθήσεων και παραισθήσεων. Το όραμα μάζεψε την παρέα, πήρε όνομα και βγήκε δύο βράδια στο Παράφωνο. Back then. Με συστολή και ευγένεια, όπως κάνει πάντα ο Δημήτρης. Και με αυτιστική πίστη, με άγνοια κινδύνου, μα και με άγνοια μεγαλείου. "Χατζιδάκις, αλλά αλλιώς· τζαζ...", το έλεγε απλά. MANO'S.

Στο μεταξύ, το Παράφωνο έκλεισε. Η πόλη άρχισε να σφαλίζει τα τζαζ στέκια της. Το όραμα όμως συνέχισε, μεγάλωσε, η πίστη έδωσε ώθηση, τα έγχορδα ήρθαν και έπλεξαν τον χατζιδακικό ιστό τους γύρω από τις φευγάτες και αέρινες ρυθμολογίες του Δημήτρη -που τόλμησε να παραλλάξει τις αυθεντικές, τις σχεδόν ιερές. Μία sold out συναυλία στο Μέγαρο το Γενάρη και, τώρα πλέον, ακόμα παραπέρα. Μέχρι την ιστορική Verve. Την εταιρεία που φιλοξένησε και μας παρέδωσε τα μεγαλεία της Ella Fitzgerald, του Louis Armstrong, του John Coltrane, του McCoy Tyner, του Count Basie, του Wes Montgomery, του Oscar Peterson, του Jimmy Smith, του Sergio Mendes, και πόσων και πόσων άλλων, αληθινά μεγάλων... Η εταιρεία Verve είναι αυτή που πίστεψε στο MANO'S, στον Μάνο του Δημήτρη, την ίδια ώρα που η χώρα του Μάνου αναγκάζει την ορχήστρα του Μάνου σε μαρασμό. Είναι η πρώτη φορά που η εταιρεία αυτή κυκλοφορεί δίσκο έλληνα μουσικού. Και είναι από αυτές τις πρωτιές που δύσκολα τις εξηγείς στους φίλους σου, δύσκολα μπορείς να τις καυχηθείς και να τις εννοήσουν οι πλατείες και οι αντέννες, δύσκολα μπορείς να περιγράψεις πόσο πραγματικές και σημαντικές είναι -miles ahead από τις καλές θέσεις στις γιουροβίζιτες, τα διαφημιστικά με τα τζατζίκια και την υπέροχη γεύση μιας γκρηκ σάλαντ (με φέτα). Είναι από τις πρωτιές για τις οποίες δεν θα κομπάσει περήφανα κανένας έλληνας, κανένας υπερπατριώτης, κανένας αγανακτισμένος, ούτε καν κάποιος δήθεν φιλόμουσος. Είναι από τις πρωτιές που δεν χρειάζονται καταμέτρηση και κριτήρια, κι αυτό γιατί τα τεκμήρια ύπαρξης τους είναι ίχνη μαγείας και άπλας βλεμμάτων και κινήσεων· είναι πρόσφορα πραγματικού ανθρωπισμού και όχι περιχαρακωμένων πολιτικών πλαισίων· είναι σταλάγματα μόχθου, αγώνα και έμπνευσης, και όχι αθλητικοί ψυχαναγκασμοί κατακτήσεων εθνικών κορυφών. Είναι ανάσες και όχι βεβαιότητες. Είναι ο άλλος κόσμος που είναι εφικτός -τόσο εφικτός, όσο και ονειρικός. Την ίδια στιγμή.

Είναι η ομορφιά, που έλεγα παρακάτω ντοστογιεφσκικά, που θα σώσει τον κόσμο.

Είναι ο Δημήτρης ο Καλαντζής (στο 3'.07'')...

Δευτέρα, Μαΐου 16, 2011

ηπείρου και μπαγκλαντές

Ηπείρου κι Αχαρνών. Σταυροδρόμι στοιχειωμένο από ανάσες και σκιές, ιδρωμένα ίχνη από το καθημερινό συναξάρι της βιοπάλης, βήματα που μαρτυράνε μόχθο και όνειρα -για κόσμους άλλους κι ουρανούς, πιο φωτεινούς- βήματα που μαρτυράνε -ζωές μάρτυρες. Ο κάτω από την Πατησίων κόσμος, εκεί διαβαίνει την πύλη για να ανέβει στον πάνω κόσμο·εκεί στρίβει το τρόλεϊ για ν'ανέβει προς το κέντρο, επιβάτες συνωστίζονται με την ελπίδα να συναντηθούν, τρεις στάσεις παρακάτω, με τα όνειρά τους, τις δουλειές τους, τη δουλειά, μια δουλειά.

Σταυροδρόμι στοιχειωμένο από φονικά. Ο Καζάκος, πάνε δώδεκα χρόνια τώρα, συναντούσε εκεί -σταυροδρόμι Ηπείρου και Φυλής, λίγο μετά τα μεσάνυχτα- το θύμα αριθμός οκτώ, τον γεωργιανό Γκιόργκι Κουντεσιάνι, ο οποίος λίγες σφαίρες μέτα έγινε ο νεκρός αριθμός δύο, στην κανιβαλική βόλτα του Καζάκου που άφησε παρακαταθήκη αίματος άλλον ένα νεκρό και εφτά ανθρώπους σακατεμένους -κάποιοι σήμερα με ολική αναπηρία. Πριν τρία χρόνια, το στοιχειό μίλησε ακόμα πιο πεζά, πιο ελληνικά πιο ανατολίτικα, αφήνοντας στην άσφαλτο ένα νεκρό σώμα, μετά από διαμάχη οδηγών για την προτεραιότητα. Έλληνας που τουφεκάει έλληνα.

Το σταυροδρόμι έχει καταγράψει πάνω του θύτες και θύματα όλων των πιθανών -φυλετικών και κοινωνικών, ας πούμε- συνδυασμών: ξένος πάει από έλληνα, έλληνας πάει από έλληνα, έλληνας πάει από ξένους -και την πάντα ανάξια, ως "συνήθη", λόγου περίπτωση του ξένος πάει από ξένο. Την πρώτη φορά, μειδιάσαμε με ενόχληση·ενόχληση που χτυπούσε κατευθείαν το θυμικό της αξιοπρέπειας μας, σύμφωνα με το οποίο ακόμα κι αν οι ρατσιστικές ιδέες νομιμοποιούνταν σε κάποιο μυαλό, το βήμα από το ρατσισμό στο φόνο από κάποιο χέρι, και όχι μυαλό, παρέμενε αποκρουστικό. Ο Καζάκος ήταν ένας παράφρων, ένας πειραγμένος, ένας απολωλός απομακρυσμένος εντελώς από τα κοινωνικά ανακλαστικά μας και τις νόρμες του δημοσίου βίου μας. Γρήγορα τον ξεχάσαμε -κι αυτόν και τα ανακλαστικά μας.

Το έλληνας από έλληνα δεν ήταν παρά ένα παράδοξο ακραίο του δελτίου συμβάντων της αστυνομίας·μια κλισέ κουβέντα στο στόμα κάθε ταρίφα με κοινωνική συνείδηση, αν τύχαινε να σε περάσει από εκείνο το σημείο: "Σικάγο γίναμε, τσ τσ τσ...".

Στην πρόσφατη δολοφονία του 44χρονου, στη συμβολή της μαρτυρικής Ηπείρου με την Γ'Σεπτεμβρίου, η δολοφονία απέκτησε πρόσημο -θυμίζοντάς μας χυδαία ότι ως κοινωνία μέχρι τώρα δεν είχαμε αξιωθεί να δώσουμε ήδη ένα πρόσημο, το χειρότερο πρόσημο, στην πράξη της δολοφονίας καθεαυτή, στην αφαίρεση ζωής·της κάθε ζωής. Η δολοφονία ως μέσο του οργανωμένου ή λιγότερο οργανωμένου εγκλήματος για να βιοποριστεί ή να πλουτίσει, έγινε αίφνης κοινωνικό ζήτημα, πυροδότησε αντιδράσεις και απελευθέρωσε περόνες στα μετερίζια της κοινωνικής έντασης, αλλά όχι επειδή ο φόνος ως μέσο μας ήταν πάντα απεχθής. Στο λόγο που συνόδευσε το γεγονός, δεν ήταν ο φόνος καθαυτός που ενόχλησε και όργισε κάποιους -ο φόνος ως η απόλυτη απαξίωση της ανθρώπινης ζωής- αλλά τα άκρα του διανύσματος που διέγραψε το μαχαίρι. Δεν σκοτώθηκε άνθρωπος, σκοτώθηκε έλληνας. Από ξένο. Και το επόμενο ξημέρωμα, δεν σκοτώθηκε άνθρωπος, σκοτώθηκε κάποιος από το Μπαγκλαντές. Οπότε άλλη κουβέντα αυτή.

Γιατί αν ο φόνος ήταν πράγματι το αποκρουστικό απότοκο μιας κοινωνίας που δεν μας κάνει, αν το έγκλημα σε όλες του τις μορφές ήταν ο κοινός εχθρός μας, τότε κάθε φορά που κάποιος έπεφτε στοιχειώνοντας το τετράγωνο Ηπείρου και Αχαρνών, θα ματώναμε μέσα μας. Και ούτε πορείες και διαμαρτυρίες, ούτε γκρουπάκια στο φέησμπουκ. Οι τόσο οργισμένοι κάτοικοι (και κάτοικοι) της περιοχής, δεν άφησαν την οργή να ξεχειλίσει όσο ο δρόμος στοίχειωνε με αίμα όλα αυτά τα χρόνια. Δεν την άφηναν να ξεχειλίσει όσο το στοιχειό έγραφε πάνω στις ζωές των διαβατών ότι όλο και πιο ληγμένοι μπορεί να περνούν από αυτό το σταυροδρόμι καθώς πάνε να συναντήσουν τα όνειρά τους, όλο και πιο νεκροί, όλο και πιο νεκροί ως ζωντανοί. Ο κάτω από την Πατησίων κόσμος σιγά σιγά γινόταν απλά ο κάτω κόσμος, όσο οι ζωές των ανθρώπων -όλων των ανθρώπων, ντόπιων και ξένων- έπεφταν, και έπεφταν, και έπεφταν, καταδυόμενες σε βάθη απροσμέτρητα, εκεί που συναντά κανείς μόνο όρια και πάτο: τα όρια της επιβίωσης, τον πάτο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, το βάρβαρο παζάρεμα για τα στοιχειώδη και τα αυτονόητα.

Τα ανακλαστικά μας όμως δεν επανήλθαν στην εποχή του Καζάκου. Ξένος πήγε από έλληνα -και πήγε πάλι επειδή ήταν ξένος. Αλλά αυτή τη φορά δεν τον σκότωσε κάποιος παράφρονας, κάποιος απολωλός του συστήματος. Τώρα πλέον έναν τέτοιο φόνο, μπορούμε να τον συμψηφίσουμε, μπορούμε να τον ζυγίσουμε, μπορούμε και να τον προσπεράσουμε. Τώρα πλέον το συζητάμε το θέμα: έχουμε γεμίσει λαθρομετανάστες, δεν χωράμε άλλους, μας παίρνουν τις δουλειές, να τους φιλοξενήσεις εσύ σπίτι σου και άλλα τέτοια όμορφα που ακούς από κάθε ταρίφα, τεκμήριο ότι ακόμα κι αυτή η βόλτα* ασχήμηνε σ'αυτή την πόλη.

Κατά τ'άλλα, τον αδικοχαμένο από το Μπαγκλαντές, τον λέγαν Μπαγκλαντές, επίθετο Μπαγκλαντές, είχε παιδιά Μπαγκλαντές, διέμενε Ελλάδα Μπαγκλαντές χρόνια.


*[ένα, και δύο, και τρία, και τέσσερα ποστ]

alt

Δευτέρα, Μαΐου 02, 2011

recycle bin laden

Πάει κι ο Οσάμα. Δηλαδή απέθανε.

Σενάριο συνομωσίας ένα: ΛΕΝΕ ότι πέθανε.

Σενάριο συνομωσίας δύο: Σιγά, λες και υπήρξε ποτέ...

Σενάριο πραγματικότητας μηδέν: Και τώρα, οι Γιουεσέη σίτιζενς μπορούν να επιστρέψουν στη βιαίως διακοπείσα ειρήνη τους, να ζήσουν χωρίς βία και τρόμο, να ρουφήξουν δημοκρατία και ασφάλεια από τους εκλεγμένους ηγέτες τους, ακόμα περισσότερη δημοκρατία, πολύ ασφάλεια, σούπερ γουάου ελευθερία, ακόμα πιο πολλή ελευθερία, κι άλλη ελευθερία, καραγουάου δημοκρατία, σούπερ ειρήνη, μάξιμουμ ειρήνη, ειρήνη στο φουλ, ειρήνη σ'αγαπώ, ειρήνη μάτια μου, ειρήνη μου ειρήνη μου, τι σου κάνω ειρήνη μου, αχ ειρήνη μου.

Σενάριο πραγματικότητας βέρσιον μηδέν τελεία ένα: Ο υπόλοιπος κόσμος, η πλάση, η οικουμένη, φωτισμένη από τη νίκη των Γιουεσέη πάνω στο Απόλυτο Κακό, μπορεί να κοιμάται πλέον ήσυχη. Να απολαύσει την παγκόσμια ειρήνη, να ανακουφιστεί για τις δημοκρατίες της, να οραματιστεί μια άλλη κοινωνία που είναι εφικτή, άλλες πολιτείες, που δεν θα'χουν φτώχια, μίση και κακία. Και μετά από αυτό το ευχάριστο διάλειμμα, να επιστρέψει ήσυχα-ήσυχα στις αγορές, άντε γιατί πολύ ξεφύγαμε...


Κυριακή, Απριλίου 17, 2011

ψυχη βαριά

Το winamp παίζει το Heavy Soul του Paul Weller. Το πρώτο κομμάτι, το ομώνυμο. We're words upon a window, written there in steam / In the heat of the moment, at the birth of a dream... Ένα κλικ δεξιά, ανανεώνω την κυριακάτικη ενημέρωσή μου. "Έφυγε", λέει, ο Νίκος Παπάζογλου. Έφυγε.. Για που, αλήθεια; Απ'όσο θυμόμουν, το πέρασμά του εδώ τραγουδούσε. Όπως όλοι. Δεν παίζει να έφυγε.

Θα'θελα να γράψω κάτι για τον Παπάζογλου. Για το πόσο πασέ πλέον έκανε στον καθένα μας η φιγούρα του και η παρουσία του. Με το κόκκινο φουλάρι και τη μόνιμη (εκ των αμερικάνικων φυλακών) τζιν περιβολή, με τον Βούδα και τον Κούδα που βαρεθήκαμε να τον ακούμε, αδυνατώντας -μέχρι πρότινος που η συγκίνηση μας κάλεσε να το αφουγκραστούμε- να σταθούμε λίγο και να νιώσουμε βαθιά τι πάει να πει το "εδώ είναι του Ρασούλη", μα και τι πόνο και ψυχή έκρυβε το "έχω καταλάβει ήδη της ζωής μου το παιχνίδι". Αλλά και τον απαρχαιωμένο Υδροχόο -πασέ και τρε μπανάλ πλέον για τους διονυσιασμούς μας- τον γλυκανάλατο Αύγουστο που καταχωρήθηκε με τα χρόνια στις μελό κοριτσίστικες παραγγελιές και οι ψαγμένοι της παρέας παριστάναμε ότι το έχουμε ξεπεράσει -και το τραγούδι, αλλά και το σκηνικό αυτό, να ενδίδεις ελαφρά στον πειρασμό της κοινοτοπίας μιας αυγουστιάτικης βραδιάς με κιθάρα και φίλους, έτσι στα χαζά, έτσι στα ωραία. Και γενικά όλα αυτά του Παπάζογλου τα όπαρτα -πληθυντικός του όπα, απίθανος νεολογισμός της γιαγιάς μου. Τον είχαμε βαρεθεί τον Παπάζογλου και καλά, τον είχαμε ξεπεράσει. Δεν τα ακούγαμε πια αυτά τα τραγούδια. Τα είχαμε κρύψει σε κείνο το μπαουλάκι που τρέχουν να κρυφτούν όλες οι μνήμες όταν γυμνές από την ανάγκη μας και τις επιθυμίες μας, τρέχουν ακίνδυνες να κρυφτούν εκεί για να μην ξεθωριάσουν, για να προστατευτούν. Δεν τα είχαμε κρύψει με δική μας θέληση βέβαια -μάλλον τα είχαμε άτσαλα προσπεράσει, κάπου τα είχαμε παραπετάξει, ενοχλημένοι ίσως, αλλά αυτά φαίνεται πως βρήκαν το δρόμο για το καταφύγιο. Και, ναι, το ξέρουμε ότι βρίσκονται εκεί. Αν δεν το ξέρεις, σημαίνει πως δεν υπήρξες έφηβος. Πως δεν ενέδωσες ποτέ σε ένα ελαφρύ κάλεσμα της στιγμής, που το σώμα και η ψυχή δεν ζητούν κάτι παραπάνω από ένα όπα μετά το ρεφρέν και ένα ξέδωμα. Μια στιγμιαία απόδραση από τη βαριά ψυχή σου. Μια ξαφνική ανάληψη. Για λίγο.

Γυρίζω με το νου πίσω στην εποχή που το σήμερα μπανάλ δεν ήταν ακόμα μπανάλ, το σήμερα πασέ δεν είχε παίξει τόσες φορές στο repeat και ούτε που φανταζόταν πόσο πασέ θα γίνει κάποτε, τότε που ως απλά κλάσικ και όχι πασέ, τα τραγούδια του Παπάζογλου έπαιζαν το ρόλο τους στις γιορτές μας και τους χορούς, άναβαν τα αίματα όταν οι ψαγμενιές στο τραγούδισμα δυσκόλευαν τη μέθεξη και ο χορός αναπαυόταν απογοητευμένος στις καρέκλες, "βάλε μας κανένα Παπάζογλου ν'ανέβουμε ρε", "παίξε μας το Ραγίζει απόψε η καρδιά..." και τέτοια. Η εποχή που τα κλάσικς για χορό τα μνημόνευε κανείς με τον πρώτο στίχο και όχι με τον τίτλο του σουξέ. Ξέρουμε αυτό που ακούμε και χορεύουμε, όχι αυτό που είναι στο δίσκο. Γνώση βιωματική, γνώση χορευτική. Πραγματική.

Μπανάλ λοιπόν η μικρή μας ζωή, η μικρή και ταπεινή μα και μεγάλη. Στη μικρή ζωή του καθενός, ο Νίκος Παπάζογλου πέρασε και τραγούδησε. Όσο μπανάλ και να βλέπεις σήμερα τις υπομνήσεις των βιωμάτων σου, δεν μπορείς να αρνηθείς το πόσο πραγματικές υπήρξαν. Και αυτός ο ρόλος τους, ο πραγματικός, ο λειτουργικός, είναι που αχρηστεύει τις θεωρήσεις σου περί μπανάλ. Και έλα να μου πεις πως αλλιώς θα χόρευες και πως θα έριχνες εκείνη την κοπέλα, αν δεν της σιγοτραγουδούσες "σ'αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω", ενώ μέσα σου σίγουρα μουρμούριζες όλο και πιο φωναχτά, όλο και πιο πραγματικά, "θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό"... Για να μη σου πω ότι στον Παπάζογλου χρωστάς τη μαγκιά που πουλούσες πιο μικρός, να ξέρεις τις Τρύπες στην εποχή του πρώτου δίσκου τους, αλλά και τα πρώτα περίεργα λαϊκά που άκουσες, και ήταν κάποιος Μάλαμας -σαπόρτ κάποτε στον Παπάζογλου, να του πετάνε κέρματα και γιούχες ενώ έλεγε τη Στέλλα- κάποιος Περίδης, κάποιος Θανάσης Παπακωνσταντίνου.

Μαθαίνω το φευγιό του Παπάζογλου, καθώς τυχαία ακούω το Heavy Soul. Το τι είναι τελικά τυχαίο και τι όχι, και τι πραγματικά σημαίνει αυτό, το συζητάμε άλλη ώρα. Όλα σημαδιακά και μετρημένα μέσα στην τυχαιότητά μας. Ή όλα τυχαία μέσα στο καλοκουρδισμένο σύμπαν. Διάλεξε και πάρε, ανάλογα με το πόσο Κοέλιο διαβάζεις. Εγώ δεν διαβάζω.
Είναι το πόστ νούμερο 300. Αρχίζει η Μεγάλη Βδομάδα.
Συνεχίζουν οι μικρές μέρες. Συνεχίζουν τα ποστ. Συνεχίζει η ζωή.
Και τα περάσματα.
It's a joy to know I got a heavy soul.


Και δεν ήταν μόνο η φωνή. Ούτε η ψυχή.
Έγραφε και σπουδαίους στίχος ο μπαγάσας.

Κυριακή, Απριλίου 10, 2011

Μίκης Πορτοσάλτε

Πανούργο και σατανικό το απεργοσπατικό κόλπο που κάποιος σφύριξε στο επιτελείο του ραδιοτηλεοπτικού Αλαφούζειου Ουρανού -τον αρχαιοελληνικής γραμματοσειράς και προφοράς, πλην όμως ξενικής ετυμολογίας, ΣΚΑΪ. Όχι ακριβώς άμεσα απεργοσπαστικό δηλαδή, αλλά κόλπο που σίγουρα θα μπορούσε να αποτελέσει μελλοντικά ένα πολύ ισχυρό όπλο στον αγώνα της απεργοσπασίας -ίσως, μάλιστα, και να παίξει καταλυτικό ρόλο στην αθρόα απελευθέρωση των απολύσεων και την ηθική διευκόλυνση των μηντιακών εργοδοτών, αφού διαφαίνεται πολύ σοβαρά η πιθανότητα οι προς απόλυση εργαζόμενοι να αποζητούν στο εξής μια ώρα αρχύτερα την ανεργία και να αποτάσσονται κάθε έννοια αποζημίωσης. Και το όπλο αυτό είναι ο Μίκης. Ο Μίκης ο γνωστός, όχι ο Μάους.

Τέσσερις μέρες διήρκησε η απεργία των εργαζομένων στα ΜΜΕ -πρωτοφανές σερί για τα απεργιακά δεδομένα του κλάδου. Τέσσερις μέρες πλέημπακ μια (πολύωρη) αρχειακή συνέντευξη του Μίκη, επί παντός επιστητού, ήταν η απάντηση του αλαφουζέϊκου, για χάρη των ακροατών του. Καλύτερα απ'ό,τι θα έκανε ένας Πάγκαλος και τα διάφορα νεοφιλελεύθερα παπαγαλάκια που ξεφυρτώνουν σαν τσουτσέκια παντού, ο φαληριώτικος ραδιοσταθμός βρήκε αποτελεσματικότερο τρόπο να φορτώσει την ευθύνη στους κακούς απεργούς δημοσιογράφους και τους άλλους εργαζόμενους του σταθμού. Απεργείτε εσείς; Μίκη εμείς. Και Μίκη να εξηγεί πως δεν μπορεί να κουνηθεί βήμα από τις αριστερότατες ρίζες του, πως δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, αλλά όταν καλείται να εξηγήσει πως έγινε και έκανε αλλιώς κάπου κάπως κάποτε, πέφτουν λίγες διαφημίσεις, οι απαραίτητες διαφημίσεις, για να μη μείνει το χάσκον στόμα του συνθέτη έκθετο. Οι αριστερές ρίζες να'ναι καλά. Και η απολογία στο αλαφουζέϊκο. Ναι, ομολογώ: αν ήμουν δημοσιογράφος θα έκανα τα πάντα για να μην υποφέρει ο ακροατής τέσσερις μέρες αυτό το μαρτύριο. Μέχρι και αμισθί θα δούλευα να φτιάχνω πλέηλιστ. Θα μου πεις, μπορείς να το κλείσεις το γαμοκούτι και να πας μια βόλτα, μια βαρκάδα, μια εκδρομή.

Η απάντηση των άλλων μηντιακών εγκεφάλων στην απεργία ήταν πιο επίκαιρη και κοινότυπη. Οι εφημερίδες της Κυριακής -οι μόνες εφημερίδες με πραγματικά έσοδα- κυκλοφόρησαν Πέμπτη. Προς θεού, μην χαθούν οι προσφορές (μέσα κι ο Μίκης). Μη χαθεί το διαφημιστικό πακέτο. Μη χαθούν οι μαγειρικές και τα τόσα έξοδα που γίνονται σε τρίτους για να αγοραστούν βιβλία, σιντί, ντιβιντί, ειδικές εκδόσεις, ένθετα, παρένθετα και διάφορα τέτοια έκθετα.

Αν οι δημοκρατίες πλέον κρίνονται από τις αγορές και η τελευταία τους ελπίδα σωτηρίας είναι να συμμορφωθούν στην κρίση τους -τη διττή κρίση: εκείνη που υποφέρουν οι αγορές, αλλά και εκείνη που καλούνται να κάνουν ως εκτίμηση στις διάφορες δημοκρατίες- τα εργασιακά δικαιώματα θα κριθούν από τις προσφορές. Τις προσφορές της Κυριακής, που μπορούν να γίνουν και Πέμπτη άμα λάχει. Το δε δικαίωμα στην απεργία θα κριθεί από το πόσο ακόμα Μαουτχάουζεν αντάμα με καφενειακό συμψηφισμό κυβερνητικής διαπλοκής αριστερόφρονων σελέμπριτις αντέχει να ακούσει κανείς.


Τρίτη, Μαρτίου 15, 2011

ένας κανένας που σας σεργιανά

Είναι μεγάλη απώλεια ο Ρασούλης. Μεγάλη, τεράστια, και ψάχνω τις λέξεις για να το συντάξω να γίνει κατανοητό. Ψάχνω να βρω κανά βίωμα που να ταιριάζει, αφού εξ ορισμού τα βιώματα κουβαλούν ως εικόνες και ως μήνυμα, ασύγκριτα πιο βαρύ αφηγηματικό φορτίο, που κάνουν αμέσως ρέστα στο ταμείο της ψυχής. Όχι, δεν έχω κανένα βίωμα, καμία παράσταση. Μόνο ότι τον έβλεπα κάποιες φορές στον ηλεκτρικό και σκεφτόμουν "κοίτα, ο Ρασούλης". Το λες βίωμα αυτό; Όχι, δεν το λες. Αλλά ίσως είναι μια παράσταση, μια εικόνα που μου λέει ότι ο Ρασούλης υπήρξε ανάμεσά μας, μετακινιόταν ταπεινά με το τρένο, τους καθημερινούς πληβείους, τους ξένους, τους πιο ξένους, τους νόμιμα ξένους και τους παράνομα ξένους. Είναι μια εικόνα που την έχω δίπλα μου, εντελώς δίπλα μου, μέσα στη μέρα μου, μέσα στο βλέμμα μου, και όχι στην τηλεόραση, που και πάλι βλέμμα μου είναι, αλλά όχι βλέμμα φιλικό, όχι βλέμμα διερευνητικό, όχι βλέμμα άμεσο και, προπάντων, είναι βλέμμα ανώδυνο: δεν μπορεί να σε δει ο άλλος, δεν μπορεί να ανταποδώσει.

Τον θυμάμαι, πέρσι το Πάσχα, αγέρωχο, να τριγυρνάει στα καντούνια της Κέρκυρας και να επισκέπτεται τον Πλου -τον Πλου που η Ουρανίτσα πρωτοταξίδεψε και άφησε κι εκείνη πολλά στο ταμείο της ψυχής- και να λέμε μαζί με τον Δήμο, "κοίτα, ο Ρασούλης". Δεν ανταλλάξαμε ούτε κουβέντα, σχεδόν ούτε βλέμμα, άρα πάλι δεν μπορώ να μιλάω για βίωμα. Για δες όμως: άλλο ένα τεκμήριο του περάσματός του ανάμεσά μας. Αυτή τη φορά, στο δικό μας χώρο -τυχαία, ξετυχαία, δεν έχει σημασία- στο δικό μας αγαπημένο στέκι, στο δικό μας τεκμήριο ύπαρξης, συνευρέσεων, βιωμάτων. Σε ένα χώρο που όποιος βρέθηκε και στάθηκε -έστω και για λίγο- έγινε κουβέντα και ανάμνηση·κατεγράφη το πέρασμά του -τα βήματά του είναι ακόμα εκεί, μαζί με τα τόσα βήματα. Υπήρξε κι εκεί, ξαναπέρασε δίπλα μας.

Δεν ξέρω τι να γράψω για τον Μανώλη Ρασούλη. Ξέρω μόνο πως οι στίχοι του υπήρξαν, πως τραγούδησα τους στίχους του, πως χόρεψα με τους στίχους του, πως συγκλονίστηκα από τους στίχους του, πως συγκλονίστηκαν πολλοί από τους στίχους του, και τους χόρεψαν ακόμα περισσότεροι. Ξέρω ότι τον πόνεσα βαθιά, έστω και για λίγο, όταν τον έδιωχνε από τη χώρα το νταλαριστάν. Ξέρω επίσης ότι ένιωσα τα λόγια του, τις λέξεις του, σαν λόγια φίλου, όχι ξένου. Σαν λόγια που απευθύνονται σε μένα, όχι σε πολλούς. Με κάποιο τρόπο δηλαδή, μου μιλούσε. Μιλούσε σε μένα. Κι αυτό, μάλλον, είναι βίωμα. Ξέρω επίσης πως υπήρξε ανάμεσά μας.

Το "εδώ είναι του Ρασούλη", για τον ίδιο έκρυβε ταπεινότητα, διατύπωνε σκωπτικά την ασημαντότητα και την κατάντια, μπροστά στο χαμένο, απόμακρα ηρωικό, Σούλι. Έλα όμως που κρύβει μεγαλείο. Τεράστιο.


ΥΓ1. Δύο, σχεδόν συγκλονιστικά, κείμενα για τον Ρασούλη:
του Πάνου Θεοδωρίδη και του Οδυσσέα Ιωάννου.


ΥΓ2. Παρακαλώ τη μοναξιά, γλυκά να μου ξηγήσει
τι ένα ανθό στην ερημιά τον έκανε ν'ανθίσει
(αφού κανένας δεν περνά να σκύψει, να μυρίσει,
αυτός γλυκά μοσχοβολά) κι εμένα να σαστίσει.

ΥΓ3. ...Το'χω νιώσει όταν πονώ, σαν θα γίνεσαι ένας ξένος, πιο βαθιά να σ'αγαπώ.

Τρίτη, Μαρτίου 08, 2011

στην Ελλάδα

Γύρισε πάλι πίσω στην Ελλάδα, ο Κυνόδοντας. Πήγε μέχρι τη Αμερική και γύρισε. Και γύρισε, έτσι όπως πήγε. Όπως πήγε; Όχι ακριβώς.

Στο μεσοδιάστημα, ξαναπροβλήθηκε, δημιούργησε κουβέντες, όμορφα κείμενα, ποστ, άρθρα, διαμάχες, αναλύσεις, πόλωσε, ξεβόλεψε, ενόχλησε, επαινέθηκε, έγινε σημείο αναφοράς, άφησε στίγμα -το δικό του στίγμα. Στο μεταξύ επίσης, είδα κι εγώ την ταινία. Δυστυχώς (και αναγκαστικά τότε) σε ντιβιντί, λόγω ενοχικών σκέψεων που φούντωσαν μετά και το αναπάντεχο σούσουρο που έκανε ιντερνετικά η προηγούμενη αναφορά μου. Και είναι βδομάδες που σκέφτομαι πως θα'πρεπε να γράψω κάτις, τώρα που έχω και άποψη επί του έργου -σαν να χρωστάω μια ουσιαστική αναφορά στην ίδια την ταινία, πέρα από τα εμόσιοναλ τριγύρω της. Και ήθελα, είναι η αλήθεια, να γράψω πολλά -γιατί με έκανε να σκεφτώ και να'χω να πω πολλά. Γιατί αυτό είναι οι μεγάλες ταινίες. Κρύβουν περισσότερα απ'όσα φανερώνουν και σ'αφήνουν γενναιόδωρα να βρεις εσύ τις λέξεις στα ανείπωτα, αλλά και να προσθέσεις και τις δικές σου λέξεις, να συνεχίσεις μόνος σου τις προτάσεις, να πάρεις τους χαρακτήρες και τις ατάκες και να κάνεις τις δικές σου προβολές: στην πραγματικότητα, στην πραγματικότητά σου, στην πραγματικότητα που γράφεται ερήμην σου, έξω από τα όρια της αυλής σου, έξω από την ασφάλεια που οι προσλαμβάνουσές σου ορίζουν, έξω από τα νοήματα που σε συγκινούν.

Ήθελα να γράψω για το αριστοτεχνικά αποστασιοποιημένο γύρισμα του Λάνθιμου, τις μπρεχτικές τεχνικές στην αφήγηση, για το σενάριο που έλαμπε δια της οικονομίας του, για τα τόσα κερδισμένα κινηματογραφικά στοιχήματα, για τη σαγήνη της τολμηρής δημιουργίας που δεν κολώνει μπροστά σε αγορές και νόρμες πώλησης και προμόσιον, για το ότι ίσως τελικά η ταινία και να
γύρισε όπως ακριβώς πήγε, ακριβώς γιατί δεν άλλαξε σε τίποτα, δεν την βρήκε καμία έκπτωση στο δρόμο, κανένας συμβιβασμός στο μοντάζ και στις ερμηνείες. Για να πάει μέχρι εκεί, μόνο έτσι μπορούσε να πάει: ακέραιη. Ακριβώς έτσι όπως πήγε. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο κέρδος της.

Ήθελα να μετρήσω όλους τους νοηματικούς παραλληλισμούς, να εξηγήσω στους αδαείς όλο το συμβολισμό -και την ιστορική σημειολογία- της αιμομιξίας, να κάνω και μια ελάχιστη πραγματεία για τους προτυπικούς εφιάλτες που κατατρέχουν -και κατατρύχουν- κάθε φοβική κοινωνία, όπως η δική μας, και οι οποίοι βρίσκονται σχεδόν σε κάθε πλάνο του Λάνθιμου. Ήθελα επίσης να καταγράψω τους τόσους μα τόσους αδιάβαστους περί τέχνης και αισθητικού κώδικα, που δεν λένε να εννοήσουν πως οι ταινίες μπορούν να είναι και συμβολικές και να περιγράφουν συμπεριφορικές αναγωγές (ναι, το μπορούν αυτό οι ταινίες) και πως όταν βλέπουμε στην οθόνη κάποια λ.χ. αιμομικτική σχέση, η σκηνή δεν φέρει αναγκαστικά τη βαρύτητα ενός διαφημιστικού τρέηλερ και δεν προβάλλεται ως πρότυπο ή αξία, αλλά μάλλον κάτι άλλο θα σημαίνει, κάτι άλλο θέλει να μας πει, μάλλον κάτι θέλει να μας πει. Κι ενώ μηνγουάηλ, θεωρείται φυσικό να μασουλάς ποπ κορν σε χάη κλιματιζόμενη αίθουσα, και να παρακολουθείς φόνους και πολέμους, ενώ καμακώνεις και γκόμενα στο μεταξύ. Ή χρίζονται τολμηρά κάτι νερόβραστα αρρωστημένα σκουπίδια σαν το Brokeback Mountain.
Μον Ντιε...

Έκανε λοιπόν τον κύκλο της η ταινία, αίθουσες, βραβεία, διακρίσεις, όσκαρ, ξανά αίθουσες, προσφορά σε εφημερίδα. Γύρισε και από τα ξένα και βρήκε πάλι τους δικούς της. Βρήκε και τους χαρακτήρες του σεναρίου της. Όπως εκείνον τον θλιβερό καπελάκια Σούπερ Μπίνγκο -ναι, αυτό το όρθιο λείψανο που κάποτε γύριζε με φόρα την τροφό της τύχης, με λιπαντικό τους τηλεοπτικούς χυμούς της Κρίστας και σάουντρακ τις φωνές φοιτητών από τα κρατητήρια της χούντας- ο οποίος δήλωσε, πάντα ωραίος ως Έλληνας, πως χάρηκε για την υποψηφιότητα, επειδή ακούστηκε η Ελλάδα, αλλά χάρηκε επίσης που δεν πήρε το βραβείο, γιατί θεωρεί την ταινία απαράδεκτη και θα ήταν προσβλητική για την Ελλάδα, αν είχε κερδίσει. "Πόσο μαλάκας μπορεί να είναι ένας άνθρωπος", αναρωτιέται ένας φίλος στο φέησμπουκ. Πόσο ωμά αποκαλυπτικός είναι, σκέφτομαι εγώ -αφού ο άνθρωπας καταφέρνει μέσα σε μία πρόταση να εκφράσει γλαφυρά τις δύο σπουδαιότερες εθνικές αξίες μας. Από τη μία, το καμάρι σαν γύφτικο σκερπάνι που νιώθουμε κάθε φορά που κάτι (το ο,τιδήποτε) με αποστολέα Greece, ταξιδεύει και κερδίζει φως σε κάποιο σημείο του πλανήτη, και το φως αυτό ανήκει δικαιωματικά σε όλους μας -αφού όλοι πληρώνουμε φόρους και όλοι είμαστε ίσοι και όλοι ένα πράμα γενικά, εθνικά, πλανητικά- και όχι μόνο ανήκει σε όλους μας, αλλά μπορούμε και να το καμαρώνουμε για εντελώς δική μας επιτυχία, αφού γενικά ιτς οκέη να καμαρώνεις προσωπικά τις επιτυχίες των άλλων, τις επιτυχίες που ίσως ποτέ σου δεν αξιώθηκες (πάντα με την αβάντα του νοηματικού εθνικού πλαισίου που μας δίνει το όλοι) και να ανεμίζουμε τη γαλανόλευκη αφού ο Έλληνας -ο κάθε Έλληνας, εγώ, εσύ, ο Λάνθιμος, δεν έχει σημασία- πάλι κέρδισε. Από την άλλη, και στο δια ταύτα, η μισαλλοδοξία γεμίζει κάθε σπιθαμή του ζωοδότη πνεύμονα της ιδιοσυγκρασίας μας, η υπονόμευση κάθε πραγματικής επιτυχίας που ξεφεύγει από τις προσλαμβάνουσές μας είναι εξ ορισμού ύποπτη, είναι αξιοπερίεργη, ίσως είχε και κάνα μέσο, ίσως αβαντάρεται από σκοτεινά κέντρα και πάντα εις βάρος μας, αλλά και ποιος είναι άλλωστε ο Λάνθιμος που θα πάει στα όσκαρ, σιγά το πράμα, κι εγώ το κάνω αυτό, ο καθένας μας μπορεί, ο κάθε Έλληνας μπορεί (αφού, είπαμε, ο Έλληνας κέρδισε), ο Λάνθιμος μέχρι προχτές γύριζε βιντεοκλίπ της σειράς, η ταινία είναι άρρωστη και δεν έχει το χαμόγελο του Sakis, κουλτούρα να φύγουμε, ο κόσμος δεν τα καταλαβαίνει αυτά, ο κόσμος έχει προβλήματα, θέλει να ξεσκάσει, ο κόσμος αυτά θέλει, και όλη αυτή η παραφιλολογία. Με δυο λόγια, καμάρι για επιτυχίες που δεν μας ανήκουν και φθόνο γι'αυτές ακριβώς επειδή δεν μας ανήκουν.

Σκέφτομαι όμως και πόσο λανθάνον δίκαιο κρύβουν τα λόγια του χουντοκονφερανσιέ. Γιατί πράγματι η ταινία είναι προσβλητική για την Ελλάδα. Και προσβάλλει την Ελλάδα εκείνη που, εκμεταλλευόμενη τους νόμους της άνωσης και της κενότητας, αγκομαχεί βροντόφωνα να επιπλεύσει -και μαζί της (και μέσα της) επιπλέουν με τον ίδιο τρόπο ένας σωρός φελλοί, όπως κακή ώρα κάτι περσόνες τύπου Μαστοράκης, κάτι ανθρωπόμορφοι απόπατοι σαν τον Θέμο, κάτι σκιές που η μια την άλλη λεν πως ξέρουν και λένε αγάπη μου με ολόιδιες φωνές. Προσβάλλει την Ελλάδα που χαριεντίζεται στα τηλεοπτικά πάνελ, την ώρα που στο Υπατία μια άλλη Ελλάδα αναστενάζει (και επίσης προσβάλλει) -ναι, η Ελλάδα των ξένων, γιατί κι αυτή Ελλάδα είναι- προσβάλλει την Ελλάδα που περιμένει να γελάσει με το σάπιο και άνυδρο χιούμορ της ραδιοαρβύλας, να γαργαλιστεί με το σεξιστικό ακκισμό του Όλα, να ρουφήξει πολιτική σκέψη από το λαϊκισμό του Λάκη και να χορτάσει ενημέρωση από την κλειδαρότρυπα του Μάκη. Προσβάλλει καίρια το συμπεριφορικό πρότυπο της κυρίαρχης αισθητικής -η οποία δεν είναι παρά το κενό της αισθητικής, με την έννοια της απουσίας οποιουδήποτε στίγματος αισθητικής- πρότυπο που συγχρονίζεται με τις επίπλαστες ανάγκες και αναγκαιότητες της ίδιας αυτής Ελλάδας, που επιτάσσει και ασπάζεται όλα τα in και τα must, ενώ (όχι και πολύ) βαθιά μέσα της κρύβει αποκρουστικά τέρατα και γαλουχεί την αυτιστική συνέχειά της -κάτι σαν τα παιδιά της οικογένειας του Κυνόδοντα. Είναι μια Ελλάδα που σ'όλους αρέσει να κερδίζει, να φέρνει κούπες, να φέρνει επιτυχίες από ψηφοφορίες, παζάρια και καλάθια, που προσπερνάει τη ντόπα και τη μπαγαποντιά, αλλά την καταβρίσκει με τα εθνοστεντόν και τα ελληνικά DNA, την καταβρίσκει να καμαρώνει ως ανώτερη μπροστά στους κατσαπλιάδες ξένους και φτωχούς -ή φτωχούς ξένους- μια Ελλάδα που φτάνει μέχρι τον Κεντέρη και άλλες τέτοιες πανεθνικές μαλακισμένες στιγμές που μπορούν να συνοδευτούν από μια εικόνα της γαλανόλευκης και ένα σχολικό ποίημα, κουβαλώντας εν είδει βιβλιογραφικής τεκμηρίωσης το Αιγαίο του Ελύτη και τα μάρμαρα των μνημείων, για τα οποία όμως δεν γνωρίζει τίποτα. Μια Ελλάδα που, σαν τα παιδιά του Κυνόδοντα, έχει εκπαιδευτεί πλέον άριστα να συμφύρει λέξεις και έννοιες, να υπολείπεται νοημάτων και παραστάσεων, να απωθεί το βίωμα και τη μνήμη, να χάνει την όποια ανθρωπιά της -μα και τους βαθμούς συγγενείας, τη συνοχή της, την αλληλεγγύη της- μπροστά στο συμφέρον, στο ίδιον όφελος, όπου όφελος είναι -ακριβώς όπως και στην ταινία- το βραβείο της ημέρας, άλλη μια μικροαστική δικαίωση, άλλο ένα καρότο.

Το συμφυρμό των εννοιών και τη στρέβλωση των μεγεθών τη ζούμε πλέον ως αυτονόητο, σχεδόν ως κεκτημένο. Αρκεί να αντρέξει κανείς στο λεξιλόγιο που συνοδεύει την απεργία στο Υπατία, την απεργία γενικά ως έννοια, τα εργασιακά δικαιώματα, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην εργασία, το δικαίωμα στο λόγο, το δικαίωμα να χαλάσεις μια θεαθήνικη φιέστα του Πάγκαλου χωρίς να κατηγορηθείς ως τρομοκράτης και απορρυθμιστής του πολιτεύματος. Αρκεί να δεις πλέον πως αλλάζουν τα δεδομένα στο google και στρεψοδικούν τα τεκμήρια, άμα λ.χ. αναζητήσεις πληροφορίες για τον Ιωάννη Μεταξά και το Γεώργιο Γρίβα, ακόμα και για τη Δραγώνα και τον Τατσόπουλο -την ίδια ώρα που κάποια πειραγμένη και επικίνδυνη δασκάλα στον Έβρο εξαίρεται από την Ακαδημία για την πατριωτική στάση της. Αρκεί να σταθείς για λίγο έξω από τον εαυτό σου, από την ιδιωτικότητα και ιδιωτεία σου, έξω από το κυνήγι της επικαιρότητας, έξω από το μικρό σου κράτος, έξω από την όποια εξουσία σου ν'αλλάξεις τα πράγματα, για να δεις τότε ξεκάθαρα πως καμία εξουσία δεν έχεις ν'αλλάξεις τα πράγματα -δυνατότητα έχεις, αλλά εξουσία όχι, ενώ και την περίπτωση να κάνεις εξουσία τη δυνατότητα, την έχεις απωθήσει, την έχεις σχεδόν ξεφτιλίσει- πως η απόδραση από τον αυτισμό ισοδυναμεί σχεδόν με υπέρβαση, αν όχι με θαύμα, πως την επικαιρότητα απλώς την παρακολουθείς αντί να τη διαμορφώνεις, πως το μικρό σου κράτος είναι μεν ασφαλές, αλλά είναι για γέλια, πως η ιδιωτεία σου δεν έχει εξασφαλίσει τίποτα το ανθρώπινο πέρα από την ανταπόκρισή σου σε δυο-τρεις προτάσεις του Αθηνοράματος, άντε και ένα εξοχικό να ηρεμείς τα σαββατοκύριακα. Να δεις τότε ξεκάθαρα πως όχι μόνο δεν έχεις χάσει τον κυνόδοντά σου -το τεκμήριο της ωρίμανσης- αλλά και πως δεν επιθυμείς, αντίθετα από την Αγγελική στην ταινία, να τον χάσεις ή -ακόμα χειρότερα- συμπεριφέρεσαι σαν να σου έχει πέσει, αλλά τον έχεις ξανακολλήσει στα κρυφά, γιατί φοβάσαι να βγεις εκεί έξω. Γιατί φοβάσαι τις γάτες τέρατα και εκείνους που σκότωσαν το (φανταστικό και άγνωστο) αδερφό σου. Γιατί όλα αυτά για σένα δεν είναι πρόκληση και γιατί δεν σου πέρασε από το μυαλό πως η κοινωνία έξω από την αυλή, ενδεχομένως να είναι διαφορετική και να κρύβει άλλες βεβαιότητες και σταθερές, άλλες προκλήσεις και άλλες απολαύσεις, και πως ίσως σ'αυτήν την πολιτεία, την έξω από την αυλή σου, την ίσως πολύ μακριά από την αυλή σου, μπορείς να ξαναορίσεις τις λέξεις, μπορείς ακόμα και να φτιάξεις τις δικές σου λέξεις, μπορείς να πεις φίλο τον ξένο, μπορεί εκεί να μη χρειάζεται να ορίσεις τους ανθρώπους για να τους δεχτείς, να μη χρειάζεται να χωρίσεις τους ανθρώπους για να βρεις τη θέση σου ανάμεσά τους, να μη χρειάζεται ούτε ο βαθμός συγγένειας για να καθορίσει το μέτρο της αγάπης και της εξάρτησης, να μη χρειάζεται κανείς πάνω από σένα που θα συντάσσει κανονισμούς για τις νομοτέλειες της ζωής σου και των δοντιών σου -πόσο μάλλον για τη σύνδεση της ζωής σου με τα δόντια σου. Αρκεί να έχεις την περιέργεια για να τα συναντήσεις όλα αυτά. Ή τη φαντασία για να τα οραματιστείς και να τα δημιουργήσεις.

Γιατί υπάρχουν στιγμές στη ζωή σου που αλλάζεις όσο δεν έχεις αλλάξει σ'όλα σου τα υπόλοιπα χρόνια. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αν είσαι έτοιμος, έφυγες... Που πας; Μα, πας παραπέρα. Εκτιμάς αστραπιαία ό,τι έχεις κάνει μέχρις εκείνη τη στιγμή στη ζωή και αισθάνεσαι, ξαφνικά, σαν να πετάς. Διότι μόνο πετώντας προλαβαίνεις να κάνεις αυτά που ήθελες να κάνεις και δεν είχες προλάβει να κάνεις μέχρις εκείνη τη στιγμή. Κατάλαβες;

Σάββατο, Φεβρουαρίου 19, 2011

πως προσχωρεί κάποιος στο κίνημα "δεν πληρώνω"

Απλό. Με τρία βήματα. Για τα οποία αρκεί η εικόνα και η γνώση (πίσω από αυτές τις εικόνες). Καθώς και η γνώση πως ο επίτιμος καλεσμένος στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του κρατικού (ΚΑΙ δημόσιου ΚΑΙ εθνικού) καναλιού, βρισκόταν εκεί:

-για να σχολιάσει γενικώς και αορίστως τα θέματα της επικαιρότητας και να αναλύσει σε δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης με τη διεισδυτική ματιά του, μια που δεν ήταν εύκαιρος ο Νόαμ Τσόμσκυ ή κάποιος άλλος πολιτικός επιστήμων.

-για να σχολιάσει γενικώς και αορίστως τα θέματα της επικαιρότητας για ΑΛΛΗ μια φορά, αφού η οικοδέσποινα και φίλη του -όπως οι ίδιοι μας πληροφορούν- τον υποδέχεται σχεδόν εθιμικά, προφανώς σε τακτή χρονική βάση.

-για να μας ενημερώσει πως το βίντεο που έπαιξε μόλις πριν, με έναν μετανάστη από τους απεργούς πείνας της Πατησίων, ήταν καραμπινάτο θέατρο και πως πάνω-κάτω δεν αντιμετώπιζε κανένα βιωτικό ζήτημα η σκελετωμένη όψη που μόλις είδαμε να λυποθυμά -στην οποία όψη, το δέρμα κατά σύμπτωση βρισκόταν ακόμα πάνω, αφού είναι βέβαιο πως με λίγες μέρες απεργίας ακόμα, μπορεί να θεωρηθεί κλινικά νεκρός. Όχι για το Θέμο όμως, που ξέρει από καλό θέατρο. Μα, είναι άλλοι 7 στο νοσοκομείο, επιμένει η Έλλη, προσπαθώντας να αποσπάσει ένα αξιοπρεπές Χ στη μάχη Προσχήματα-Βαρβαρότητα. Εσείς δηλαδή δεν βλέπετε θέατρο, ανταπαντά με ερωτηματική θυμηδία ο έγκριτος σχολιαστής. Η ισοπαλία απομακρύνεται. Ξανακοιτάζω το λογαριασμό της ΔΕΗ. Ξέρω ότι πληρώνω γι'αυτό που βλέπω.

-για να εκφράσει το λόγο των ποινικών εγκληματιών, αφού όντας ένας από αυτούς, έχει επιπλέον το δικαίωμα να μιλάει δημόσια και δεν του στερούν οι μπάρες τα βασικά πολιτικά δικαιώματα -όπως αυτό του σκανδαλίζειν και σκανδαλίζεσθαι, του χρηματίζειν και χρηματίζεσθαι, του δικάζειν και μη δικάζεσθαι.

-για να μας ενημερώσει έξω από τα δόντια -δύσκολο βέβαια, γιατί είναι από αυτούς που μιλάνε μέσα από τα δόντια- για το επικείμενο σκάνδαλο της συγχώνευσης των τραπεζών, αλλά και για το σκάνδαλο των 50 δις που ζητάει η τρόικα. Γενικά: ο Θέμος στο κρατικό κανάλι θα μας μιλήσει για σκάνδαλα. Ο ειδικός. Στο σπίτι του κρεμασμένου, όχι μόνο μιλάνε για σκοινί, αλλά το κάνουν και ό,τι γουστάρουν: πότε λάστιχο, πότε τριχιά.

Δεν είναι φάρσα. Είναι αυτό για το οποίο πληρώνεις στο λογαριασμό κάθε μήνα. Συν το ντέρμπι που θα δεις σήμερα.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 17, 2011

κάλαντα Αιγύπτου

Πάει το παλιό απαγορεύεται
Ας γιορτάσουμε παιδιά
Ήρθε το νέο απαγορεύεται
Με στρατό και με χαρά

Γέρο-απαγορεύεται φύγε τώρα
Πάει η δική σου η σειρά
Ήρθε το νέο με το ζόρι
Με στρατό και με χαρά

Τι κι αν φεύγεις μακριά μας
Στην καρδιά μας πάντα ζει
Κάθε λύπη και Μουμπάρακ
Που περάσαμε μαζί

Ταχρίρ χρονιά, Ταχρίρ χρονιά
Στρατοκρατούμενη για πάντα η λευτεριά!

Τρίτη, Φεβρουαρίου 15, 2011

πλατεία Αιγύπτου (τρεις στάσεις πιο πέρα)

Τρίτη, Φεβρουαρίου 08, 2011

δημοκρατίες και δημοκρατιάκια μου

Στη χώρα που τώρα εξεγείρεται και ματώνει για τη δημοκρατία, το facebook είναι ένα αίτημα, ένα πρόταγμα, ένα ακόμα κανάλι προς την ελευθερία. Το ίδιο κανάλι, στις χώρες που την ίδια ώρα σφύζουν από δημοκρατία, δεν είναι παρά μια από τις καταχρήσεις τους, μια κατάχρηση της δημοκρατίας, ένα από τα πολυτελή περιττά γκατζετάκια της. Δεν είναι αίτημα. Είναι τα έτοιμα. Τα παρεχόμενα μαζί με το πακέτο σύνδεσης. Τα δεδομένα. Όπως και οι δημοκρατίες τους.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 31, 2011

on his majesty's secret service

Και μόνο το ανυπέρβλητο κουλ των μουσικών θεμάτων του James Bond θα αρκούσε. Midnight Cowboy, The Ipcress File, The Knack, Vendetta, Danny Scipio, Out Of Africa, Born Free, The Persuaders, Beat Girl, Moonraker, The Scarlet Letter, Game Of Death και πόσα άλλα... Πόσες αφηνιασμένα εμπνευσμένες μελωδίες και εξωπραγματικές ορχήστρες... Ένας στυλίστας των ήχων, εργάτης της πλέον εκλεπτυσμένης μουσικής γραφής, έφυγε στα 77 του, από καρδιακή ανακοπή. Με ένα χατζιδακικής απόχρωσης θέμα του, το Wednesday's Child από το The Quiller Memorandum, αποχαιρετούμε τον μεγάλο John Barry. Diamonds are forever...



Τετάρτη, Ιανουαρίου 26, 2011

στην Αμερική

Δεν έχω δει ακόμα τον Κυνόδοντα. Κακώς. Κακώς, γιατί αν θέλω να χορταίνω την πλάνη μου ότι η παραγωγή τέχνης στον περιβάλλοντα χώρο μου -που λέγεται Αθήνα ή Ελλάδα- είναι κάτι που με αφορά -ειδικά όταν είναι φορτισμένη με το πρόσημο της εντοπιότητας, με την έννοια του κινείται δίπλα μου, αναπνέει μαζί μου- τότε τα όχι και τόσα πολλά σημαντικά που συμβαίνουν κάθε εβδομάδα στην πόλη και στα οποία έχω πρόσβαση, οφείλω να τα τσεκάρω -πριν τα διαολοστείλουν οι διανομείς, οι έμποροι και οι ανάγκες της αγοράς. Με άλλα λόγια, αν καμώνομαι μια άλλη ευαισθησία περί της κινηματογραφικής τέχνης των διπλανών μου δημιουργών, έπρεπε να είχα δει την ταινία από την πρώτη μέρα. Εξυπακούεται πως αν το βλέμμα μου τελικά συναντιόταν στη σκοτεινή αίθουσα με εκείνο του Γιώργου Λάνθιμου, μικρή σημασία έχει. Φτάνει που θα συναντιόταν η δημιουργική ενέργεια ενός ανήσυχου δημιουργού με την ανήσυχη ματιά ενός δημιουργικού θεατή. Αυτές οι συναντήσεις είναι το θέμα πάντα, και όχι το προσωπικό γούστο. Στο κάτω-κάτω, το πολύ να μη μου άρεσε η ταινία. Το πολύ να μη μου αρέσει κι όταν θα τη δω.

Χάρηκα όταν έμαθα ότι ο Κυνόδοντας θα είναι υποψήφιος, μαζί με άλλες τέσσερις ταινίες, για το Όσκαρ ξένης ταινίας. Χάρηκα πολύ. Και καλώς. Καλώς, όχι γιατί την έβρισκα ποτέ να καμαρώνω σαν γύφτικο σκερπάνι για δήθεν εθνικές επιτυχίες. Άλλωστε και τώρα, την επιτυχία του Κυνόδοντα δεν την θεωρώ εθνική, ούτε μπορώ να συνδεθώ μαζί της περισσότερο από μια αυθαίρετη συμπάθεια που τρέφω για κάποιους από τους δημιουργούς της. Καλώς επίσης, αλλά όχι γιατί έχω περί πολλού τον θεσμό των Όσκαρ, ούτε επειδή περιμένω τους εκεί ακαδημαϊκούς να δικαιώσουν τον underground κινηματογράφο της γενιάς μου. Παρ'όλα αυτά, αν αυτή η ταινία με το "περίεργο" trailer το κερδίσει κιόλας το αγαλματάκι, θα χαρώ ακόμα περισσότερο. Θα χαρώ γιατί, βιώνοντας κι εγώ, από πρώτο χέρι, πόσο σκοτεινή είναι η ατραπός στην οποία βαδίζουν οι ευαισθησίες ενός δημιουργού που ζει και ονειρεύεται σ'αυτή την πόλη -χώρα, γουατέβερ...- θα έχω την τύχη να έχω παρακολουθήσει όλη αυτή τη διαδρομή προς το φως, έξω από τη σκοτεινή ατραπό: από τις κουβέντες φίλων που συμμετέχουν στην "περίεργη" ταινία που στήνει κάποιος "βιντεοκλιπάς" μέχρι το κόκκινο χαλί του Χόλιγουντ (και πιθανώς το αγαλματάκι), σε μια διαδρομή χωρίς την παραμικρή έκπτωση, χωρίς σταγόνα νερό στο κρασί, χωρίς κανείς από τους δημιουργούς να έχει μπει στον κόπο να "αφουγκραστεί τις ανάγκες της αγοράς".

Θα χαρώ ακόμα περισσότερο, γιατί δεν θα κερδίσει γενικά κι αόριστα "η Ελλάδα", αλλά μια πολύ συγκεκριμένη Ελλάδα: αυτή που είναι καταδικασμένη να δημιουργεί στη λάσπη, αυτή που μαζί με το μόχθο της δημιουργικής καταδίκης της, έχει να αντέξει και την υπόλοιπη Ελλάδα, δηλαδή όλες τις άλλες Ελλάδες που την κοιτάζουν με μισό μάτι και τη δείχνουν με το δάχτυλο -ακόμα και τώρα, λίγο πριν την απόλυτη παγκόσμια δικαίωσή της. Η μόνη Ελλάδα που κερδίζει, που αναπνέει, που μας δείχνει το δρόμο στο φως και μας δίνει το χέρι να ακολουθήσουμε, είναι αυτή που επίσημα και φανερά δεν υπάρχει πουθενά. Δεν υπάρχει στα δελτία ειδήσεων, δεν υπάρχει στην πολιτική ατζέντα, δεν υπάρχει στην τηλεόραση. Ούτε στο δρόμο καλά καλά υπάρχει. Την κρύβουν οι άπειρες κλούβες και οι διμοιρίες των ανέραστων, οι εκθαμβωτικές βιτρίνες που διαφημίζουν το γυαλιστερό τίποτα, οι βιασμένες προσόψεις των κτιρίων μιας πόλης που κατεδαφίζεται, οι άσχημοι βιαστικοί άνθρωποι και οι οδηγοί-ωρολογιακές βόμβες σε κάθε φανάρι, οι ροπαλοφόροι μισάνθρωποι που κυνηγάνε τις σκιές τους, οι αντεκαιγαμήσου, η franchised μιζέρια της νεοαστικής μας συνύπαρξης. Αυτή η Ελλάδα -Αθήνα, γουατέβερ...- υπάρχει στα χείλη των υποψιασμένων που ανταλλάσσουν ενημέρωση "για μια καλή ταινία", στα υπόγεια προβάδικα όπου κοντράρονται ιδρώτας και όνειρα, στα μικρά βιβλιοπωλεία που βγάζουν στο δρόμο πάγκους με παλιούς εξαντλημένους τίτλους, στα καφέ που η κουβέντα για μια συγκλονιστική ταινία γυρίζει, για πλάκα, σε ερωτίστικο πείραγμα ενός κοριτσιού που περνάει και η μισάωρη ραθυμία γίνεται το βάλσαμο της δύσκολης μέρας. Κυρίως, όμως, υπάρχει στους ανθρώπους που μοχθούν νύχτα μέρα για να δουν τα όνειρά τους να πηγαίνουν ένα βήμα πιο πέρα. Να τα μεγαλώνουν, για να μεγαλώνουν κι εκείνοι, για να μεγαλώνουμε όλοι, για να μεγαλώνει ο κόσμος, να μην μικραίνει.
Να τα μεγαλώνουν, για να ταξιδεύουν. Και αυτά και εκείνοι.
Ως την Αμερική.Link

Δευτέρα, Ιανουαρίου 17, 2011

τα καλά λάηβ (αυτές τις δύο βδομάδες φαίνονται)

Πάρε κόσμε. Τώρα που δεν έχει ακόμα λάηβ κάποιας νύχτας στη γη, οι συμμορίτες τριγυρίζουν τα πάλκα και παρουσιάζουν διαφορετικά κόλπα. Έχουμε και λέμε:


Κατ'αρχήν, οι δύο Δευτέρες στο Καφέ Αλάβαστρον -αρχής γενομένης από σήμερα, 17 Γενάρη- με την λαϊκή αβανγκάρντ κομπανία ΡΕΜΠΕΤΕΗΤΟΡΣ, δηλαδή τον JOHNIETHIN (Slim Shine Musik Box, Dustbowl, αυτός) και τον COSTINHO (παρένθεση χωρίς λόγο). Και οι δύο μέλη των JUKEJOINT ALLIGATORS, και οι δύο συγκάτοικοι στην έμπνευση (αν και δεν πληρώνουν νοίκι και κινδυνεύουν με έξωση), και οι δύο δυό, στη μπανιέρα δυο-δυο. Και όπως τα λέει και το δελτιάκι που φτιάσαμε, απόψες ταιριάζουμε τα μπλουζ του αμερικάνικου νότου και τους αμανέδες της Σμύρνης, τα δερβίσικα κουρδίσματα και τα τραγούδια των σκλάβων στις βαμβακοφυτείες, την κάπνα των τεκέδων του Πειραιά και των jukejoints του Σικάγο, τους νταλκάδες του ρεμπέτη και τον καημό του αγρότη της Λουιζιάνα, την άγρια country και την πενιά του Μάρκου, τον stoner ηλεκτρισμό και τους ταμπαχανιώτικους αμανέδες, το hillbilly και τον Ζαμπέτα, τις φυσαρμόνικες και τους μπαγλαμάδες...

Με λίγα λόγια, αυτή μα και την άλλη Δευτέρα (24), νταλκαδέησον και μπλουζ κιθαρέησον στο Παγκράτι, τη γνωστή γιάφκα της οδού Δαμάρεως (78). Με τρόλλεϋ all night long (η νύχτα δεν μασάει από απεργίες). Ξεκινάμε λίγο μετά τις 22.00. Να και η αφίσα -έχει όμως και συνέχεια...

ΔΥΟ ΠΑΡΑΣΚΕΥΕΣ με τον COSTINHO (πάλι), μόνο του, να επεξεργάζεται ζωντανά την έννοια του (δικού του) νεολογισμού σολοπιάνω. Παρασκευή 21 και Παρασκευή 28 (του Γενάρη πάντα), στον καινούριο υπέροχο χώρο Baumstrasse της ομάδας Δρόμος με Δέντρα (δηλαδή Φριτζήλα, Μαντζούκης και λοιπή συμμορία). Τσάμπα βέβαια ο τρίτος ενικός, αφού εγώ τα γράφω, εγώ θα παίξω (άραγε και εγώ θα ακούσω;...). Στις 21.00 ξεκινά η κάθε συναυλία-φαινόμενο, στην οδό Σερβίων (αριθμός 8, δεύτερος όροφος) το έγκλημα -είχα ξαναγράψει γι'αυτό το χώρο, δες. Το ρεπερτόριο; Ανάλογα με τις διαθέσεις και τη θέση του φεγγαριού (και του ζωδιακού μου κύκλου). Αυτοσχεδιασμοί, κατανυκτικές αναπτύξεις (στα όρια της νύστας για τους αμύητους), αγαπημένα θέματα από ταινίες ή δίσκους, μικρές πιανιστικές συνθέσεις, λίγο θόρυβο από κιθάρα ίσως, καλέσματα σε φίλους μουσικούς, λίγο κρασί, λίγη θάλασσα και το ζόρι μου... Πάρε αφίσα χωρίς πολλά πολλά και κάλεσε όποιον πιστεύεις πως θα νιώσει.




Τρίτη, Ιανουαρίου 11, 2011

Στο μυαλό του Keith Jarrett



Και από το μυαλό στα χέρια...


 
 
 
 
Edited by © bananiotis