Παρασκευή, Αυγούστου 28, 2009

ιντερνάσιοναλ

Starting with whispers and distant notes tuned up by various musicians, Second Hand almost feels like something between a thriller and a jam session. It turns out to be an appropriate way for the Greek-based Night on Earth to begin, as the album is shot through with the kind of moody sentiments that fans of everyone from Leonard Cohen to Nico, the Tindersticks to later Marianne Faithfull can relate to. Lead singer Sophia Sarri's strong but still aching voice has the dramatic sense of classic cabaret down, while the understated power of the performers, strings, and noir-tinged beats and bass sets the mood early on, living up to the band's name nicely. As a result, when feedback first fully crunches in on "Crocus," the effect is shocking given what has happened before, suggesting a looming presence that does not always announce itself. Alternating between Greek- and English-language lyrics, Sarri's delivery is never less than compelling, and the whole is a dark, enthralling gem.

[το πρώτο οφίσιαλ διεθνές ρίβιου για το 'Second Hand', όπως δημοσιεύτηκε στο έγκυρο ενημερωτικό All Music Guide. Το σχετικό λινκ, πατώντας εδώ]

Πέμπτη, Αυγούστου 27, 2009

φωτιά στα σαββατόβραδα

Ας μετρήσουμε λοιπόν όλοι (και πάλι) τις ζημιές μετά τις πυρκαγιές. Τις ζημιές πριν τις πυρκαγιές (και πάλι) ας μην τις μετρήσουμε. Όπως ας πούμε τα 250.000 αυθαίρετα της περιοχής ή -λέω εγώ τώρα ο κακός- αυτό εδώ πέρα το λινκ -δημοσιευμένο 4 μήνες πριν παρακαλώ- που βρήκα ως ενδιαφέρον σχόλιο στο ούτως ή άλλως έξοχο ποστ του Ολντμπόη. Τώρα όμως μας χρειάζεται ο μίστερ Προκόπης να πει πως 'άλλο η εικόνα, άλλο η πραγματικότητα'. Ή, καλύτερα, αλλού η εικόνα, αλλού η πραγματικότητα. Η πρώτη στους δέκτες σας, η δεύτερη στο διάολο. Ή, ακόμα καλύτερα, στις πλάτες μας. Και γαμώ;...

Τρίτη, Αυγούστου 25, 2009

ημερολόγιο διακοπών

Συναυλιάρα στα μέσα του Αυγούστου. Παράταιρο.
Είναι πράγματι οι Faith No More. Και γαμάνε. Να ένα παιδικό όνειρο που επιτέλους εκπληρώνεται.

Second Hand και Hotelοτράγουδα, δυο μέρες πριν στον αμπελώνα στην Κέρκυρα. Ομορφιά.
Ο Σκοπελίτης δεν κουνάει απλώς. Είναι σαν παιχνίδι στο Allou Fan Park. Φανταζόμαστε τους εαυτούς μας ήδη στο βυθό. Δεν είναι δύσκολο. Βλέπουμε το κύμα να ανεβαίνει πάνω από τα κεφάλια μας. Ένας μίστερ, με σπούκυ όψη, σαν από ταινία του Τιμ Μπάρτον, αρχίζει να μοιράζει μπλε σακούλες στους επιβάτες, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σαν από συνήθεια, κάτι φυσικό. Καθόλου παράταιρο.
Δείχνει μάλιστα να το διασκεδάζει, όταν και οι πρώτες κυρίες πηγαίνουν τρέχοντας προς την τουαλέτα, με τη σακούλα στο χέρι. Μαζί με έναν άλλο μουτσαραίο χαβαλεδιάζουν κοιτώντας περιπαιχτικά τους επιβάτες στο σαλόνι. Νομίζει κανείς ότι βάζουν στοιχήματα ποιος επιβάτης θα φύγει πρώτος για την τουαλέτα. Θα μπορούσε και να είναι το παιχνίδι τους. Μ'αρέσουν. Διασκεδάζουν με μια κατάσταση που για άλλους είναι τρομακτική και το βλέπω δίπλα μου. Εκείνοι όμως διασκεδάζουν γιατί ξέρουν. Ξέρουν ότι όσο κι αν κουνάει, δεν παίζει να βουλιάξουμε. Αλλά και αυτό να γίνει, ξέρουν ότι αυτό θα γίνει once και ότι είναι λίγοι για να κάνουν το ο,τιδήποτε. Η γνώση ως σύμμαχος. Σχετικά παράταιρο.
Βλέπω αυτό τον Έλληνα συνέχεια μπροστά μου. Τον λέω Έλληνα γιατί τόσο θέλει να είναι. Στο τραπέζι, ελληνικός καφές και φραπέδες για τα κορίτσια, πακέτο Μάλμπορο και γυαλί ηλίου Αρμάνι με τη φίρμα να βγάζει μάτι από δέκα μέτρα. Τον ξέρω καλά. Είναι ο τύπος του Έλληνα που νομίζει πως τα'χει όλα και στην ουσία δεν έχει τίποτα. Που νομίζει πως κάθε τι ελληνικό συνιστά και μια πρωτιά στην ανθρωπότητα. Που δεν ξέρει -ή κάνει ότι έχει ξεχάσει- ότι τον ελληνικό καφέ, κάποτε τον παραγγέλναμε για τούρκικο. Που όταν καμιά εθνική ομάδα σηκώσει κανά κύπελλο -είτε properly είτε by chance- εκείνος πανηγυρίζει ως να ήταν δική του επιτυχία, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν έχει και πολλές επιτυχίες δικές του να καυχηθεί. Γενικά, όλα τα στραβά του κόσμου συμπυκνώνονται για εκείνον στη λέξη 'ξένοι'. Συνέχεια της θεωρίας που θέλει εμάς τους Έλληνες να μεγαλουργούσαμε αν μας άφηναν οι Φράγκοι. Γιατί εκεί είναι το πρόβλημα. Στους άλλους. Τούρκοι, Αλβανοί, Γερμανοί, τουρίστες, μετανάστες, όλοι υποφέρουν όταν τους πιάνει στο στόμα του. Τ'ακούω αυτά συνέχεια με τη μίζερη και σίγουρη φωνή του, να βγάζει λόγους σ'όποια παρέα ψαρεύει. Ενοχλεί διαρκώς τη σιέστα μου. Παράταιρος.
Στο απόμερο ταβερνάκι, όπου το κύμα που σκάει είναι και ο πιο δυνατός ήχος που μπορεί ν'ακούσει κανείς, μια παρέα 20κάτιδων, αντάμα με τις σιωπηλές γλάστρες τους, στρογγυλοκάθονται και αρχίζουν την ανάλυση για τις μεταγραφές του Θρύλου. Παράταιρο.
Δεν αργώ να διαπιστώσω ότι είναι σχεδόν σαν τους περισσότερους της γαβροφυλής μου. Ούτε από μπάλα ξέρουν πραγματικά, ούτε καν από ελληνική μπάλα. Καθόλου παράταιρο. Παρακαλάω να σωπάσουν, αλλιώς αρχίζω το μονοπάτι που θα με οδηγήσει στη δροσιστική βουτιά της Καλοταρίτισσας.

Το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου αγκομαχάει να δικαιώσει τον τίτλο του. Ούτε κέφι ούτε μεράκι ούτε ωραίοι μουσικοί. Σκυλονησιώτικα και μαντινάδες για κινητά και όπλα διαδιέχονται ταλαιπωρημένες εκτελέσεις των κλασικών χορευτικών, που μόνο για χορό δεν με προκαλούν. Σιγά σιγά ο κόσμος γουστάρει, γιατί δεν μπορεί κι αλλιώς. Ακόμα και σ'αυτό το ίσως ακόμα παρθένο νησάκι, η πιο αυθεντική λειτουργία και έκφραση του ανθρώπου -ο χορός- έχει μολυνθεί. Παράταιρο, αν και όχι πλέον.
Ο Έλληνας πάλι μπροστά μου, ίσως χαίρεται μ'αυτό που βλέπει και ακούει, γιατί ίσως στα αυτιά του και στο μυαλό του αυτό να είναι η παράδοση και οι αξίες. Παρακαλώ να σχολιάσει το ηλίθιο shake που χορεύω ως αντίδραση, για να του πω που να τη βάλει αυτή την παράδοση.
Τα δύο τελευταία νησάκια φέρνουν την ηρεμία. Ο Χουανίτο μας περιμένει με το βιολί και το λαούτο -και ένα ασκί αέρηδες. Ο Ματίας μπαίνει στη μουσική παρέα δημιουργικά και κερδίζουμε έτσι άλλη μια στιγμή. Τα κορίτσια πιο δίπλα πίνουν ψημένη ρακή και περνάνε καλά. Μια πολύ όμορφη εικόνα. Καθόλου παράταιρη.
Την ίδια ώρα το βαζελάκι ρουφάει τρία και ετοιμάζεται για το σπίτι του. Η εικόνα ομορφαίνει.

Μόνη ασχήμια πραγματική, το γαμημένο Blue Star. Νιώθω ζητιάνος στην Ομόνοια. Η εικόνα του λιμανιού του Πειραιά ως ανταμοιβή της πολύωρης περιπέτειας απλά ολοκληρώνει την ασχήμια. Άμα ξαναπάω εγώ Αιγαίο, γράψε μου.

Τετάρτη, Αυγούστου 05, 2009

αντί μικρής παράξενης ιστορίας

Πλατεία Καρύτση, μεσημέρι. Ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο, και ακριβό τζιπ -νομίζω Land Rover- είναι παράνομα παρκαρισμένο έξω από την είσοδο του κτιρίου όπου στεγάζονται τα έντυπα Λαμπράκη. Πιθανολογώ χωρίς πολλή σκέψη πως θα ανήκει σε κανά Πρετεντέρη ή κάποιον άλλο μεγαλοδημοσιογράφο. Δύο πρασινόμπατσοι της δημοτικής αστυνομίας κόβουν κλήση και την τοποθετούν με μια μικρή ενοχή, αλλά αποφασιστικότητα, κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα. Κοντοστέκομαι και αρχίζω μια σειρά από μάταιες σκέψεις. Σκέφτομαι λοιπόν πως η οικονομική θέση του ιδιοκτήτη του πολυτελούς αυτοκινήτου -ναι, είναι πολυτέλεια, μέχρι και θράσος, να κυκλοφορείς με αυτό στους δρόμους της Αθήνας- προφανώς του επιτρέπει να πληρώνει και 20 κλήσεις το μήνα, σχετικά αμελητέο ποσό μπροστά στις μηνιαίες απολαβές του. Μ'αυτή τη σκέψη, μπορεί άνετα να το παρκάρει στο ίδιο σημείο, κάθε μέρα που εργάζεται (και που δεν εργάζεται κάθε μέρα). Σκέφτομαι ακόμα χειρότερα ότι η οικονομική παύλα κοινωνική θέση του, επιτρέπει στο ίδιο άτομο να αδιαφορήσει για αυτήν την κλήση -ή αυτές τις κλήσεις- να αδιαφορήσει γνωρίζοντας πως οι κυρώσεις που προβλέπει ο νόμος, προβλέπονται για τους άλλους, τους πληβείους κι όχι για εκείνον. Ή ακόμα χειρότερα, του επιτρέπει να τις εξαγοράσει, κοινώς "να τις σβήσει" που λέμε κι όσοι έχουμε κανά μπάρμπα μέσα στην αστυνομία και κάνει που και που καμιά καβάντζα για μας. Μ'αυτή τη σκέψη, λοιπόν, επίσης μπορεί να παρκάρει κάθε μέρα παράνομα και όχι μόνο στο ίδιο σημείο, αλλά και όπου του γουστάρει, καθ'ότι ο δρόμος του ανήκει. Δεν πα να εμποδίζει πεζούς, τυφλούς, ανάπηρους, ο δρόμος του ανήκει, μαζί με το πεζοδρόμιο. Αυτοί είμαστε.

***

Παράσταση Περσών, Επίδαυρος. Δεν κατάφερα να πάω, αλλά διαβάζω για τα γιουχαρίσματα προς το Βούλγαρο σκηνοθέτη. Μια κυρία υστερικά φωνάζει στο βέβηλο πρωταγωνιστή να βγει από την (ιστορική βεβαίως βεβαίως) θυμέλη που είχε πατήσει. Αναρωτιέμαι ποια έξτρα ιερότητα της θυμέλης μπορεί να αντιλαμβάνεται η κυρία αυτή, που δεν αντιλαμβάνεται ο ταλαίπωρος και ταλαιπωρημένος σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί. Ίσως η κυρία να είναι απόγονος του Αισχύλου και κατέχει τα μυστικά της τραγωδίας καλύτερα απ'όλους μας, ίσως κατέχει ακόμα κι εκείνα που ο Αισχύλος κράτησε μυστικά και δεν τα κληρονόμησε παρά μόνο σε στενούς συγγενείς του. Μεγάλο μέρος του κοινού συμμετέχει αυθόρμητα στη γιούχα και αναρωτιέμαι αν πράγματι έχει τόσους απογόνους ο Αισχύλος. Αλλιώς, ψάχνω να βρω τι είναι εκείνο που οδηγεί το συλλογικό ασυνείδητο (μα εντελώς ασυνείδητο) να αντιδράσει με τέτοιο ακραίο και αναιδή τρόπο σε ένα θέαμα που -στη χειρότερη περίπτωση- ενδέχεται να είναι απλώς κακό και αντιαισθητικό. Και, φυσικά, όλοι εμείς, οι απόγονοι του Αισχύλου, κάτι τέτοια τα παίζουμε στα δάχτυλα και ξέρουμε να ξεχωρίζουμε την καλή παράσταση από τη μούφα, σαν το καλό λάδι. Ασφαλώς και ξέρουμε. Και για την τραγωδία και για την κωμωδία και για το Σέξπηρ. Για όλα. Αυτοί είμαστε.

Σάββατο, Αυγούστου 01, 2009

κι οι διακοπές που έρχονται

 
 
 
 
Edited by © bananiotis