'Δεν έχω ιδέα τι γίνεται. Γυρίζουμε πλάνα και πολλοί από εμάς δεν έχουν καταλάβει τίποτα για την ταινία' εξομολογούταν αφοπλιστικά ο Λεονάρντο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Και ποιος λέει ότι πρέπει καλά και σώνει να καταλάβουν; Άλλωστε, δεν ήταν ποτέ υποχρέωση των λειτουργών της τέχνης να αντιλαμβάνονται το έργο που υπογράφουν ή, έστω, να εκλογικεύουν τα διάφορα στάδια της παραγωγής του. Αλλά ας το δούμε από την πλευρά του δέκτη, του θεατή. Οι ορκισμένοι φαν του Λιντς, ας πούμε, δεν βρίσκουν στα έργα του κάποια πραγματική -και χρήσιμη- αλήθεια που ενδεχομένως επιθυμεί ο δημιουργός να μας μεταφέρει μέσα από τις εικόνες του, αλλά επειδή εκείνοι γοητεύονται -φετιχιστικά, αόριστα και θολά- από την (επιφανειακή) έλλειψη αφηγηματικής σύνδεσης των σκηνών και των νοημάτων. Κοινώς, η οικοδόμηση της αφήγησης με ασυνέχειες και όρους ονειρικούς δεν είναι απλά τεχνική και στυλ γραφής, αλλά γίνεται το ίδιο το νόημα του έργου. Στα μάτια μας πλέον η φόρμα και η μορφή ξεπερνούν την ουσία. Και είναι δυνατόν η φόρμα, αυτή και μόνο, να κάνει μεγάλο τον δημιουργό -στη συνείδηση του κοινού- ενώ η ουσία του έργου του, αυτό που θα μπορούσε να είναι το πραγματικά μεγάλο, μένει για πάντα θαμμένη, ελπίζοντας σε μια άλλου είδους αποκρυπτογράφηση -πιθανώς από μια άλλη εποχή, από άλλα μάτια.
Στη συνείδηση των καταναλωτών της τέχνης, ο όρος 'κουλτουριάρης' αντιστοιχεί σε κάποιον που δημιουργεί ακαταλαβίστικα ανοσιουργήματα. Ή σκέτο ακαταλαβίστικα. Πολιτίκαλλυ σπίκηνγκ, για τον βάρβαρο Άδωνι και τους συνπλευρίτες του, οι θολοκουλτουριαραίοι είναι εκείνοι που με πονηρές και περίπλοκες βερμπαλιστικές διατυπώσεις προσπαθούν σκόπιμα να θολώσουν το νόημα των πάντων και να μπερδέψουν το λαουτζίκο -τον λαουντζίκο που τα θέλει όλα λάουντζ βεβαίως βεβαίως και δεν μπορεί να παρακολουθεί δύσκολες λέξεις και περίτεχνη γλώσσα. Έτσι, η κουλτούρα ταυτίζεται με το ακατανόητο, την α-νοησία, το κενό νοήματος. Το εκλεπτυσμένο λεξιλόγιο δεν είναι μια κατάκτηση της -ελληνικής- γλώσσας και του ανθρωπίνου νου, αλλά μια περιττή φιοριτούρα που θέλει μόνο να κάνει τα απλά, απρόσιτα στον λαϊκό άνθρωπο -όπου απλά βλέπε το μισθουλάκο μου και την τηλεόρασή μου, όπου μουσική βλέπε Ρουβά και κώλους στην παραλιακή (και την τηλεόρασή μου), όπου λογοτεχνία βλέπε κακομεταφρασμένα και κακοτυπωμένα αρχαία κοψοραψίματα από το βιβλιοπωλείο του Άδωνι ή σαβουροσμυρνέϊκα δράματα στις διαφημίσεις του Άλτερ (άρα πάλι την τηλεόρασή μου), όπου χιούμορ τα μουγκρητά του Θέμου και τα τιτιβίσματα της Τζούλιας (την τηλεόραση μου...), όπου σκέψη βλέπε Λιακόπουλους και εκπομπές Χαρδαβέλλα (γαμώ την τηλεόρασή μου...).
Έτσι, φτάσαμε να λογίζουμε την επιστήμη ως δόγμα, αφού οι εκφάνσεις της όντας περίπλοκες (και δη ακαταλαβίστικες στον απλό και λαϊκό) μόνο ως δόγμα ή θέσφατον μπορούν να γίνουν δεκτές, ποτέ όμως κατανοητές και χειροπιαστές. Έτσι, φτάσαμε να θεωρούμε την επιστήμη ως ένα plus, ένα εξτραδάκι, που αφορά μουρλούς Ιάπωνες που αυνανίζονται με ρομποτάκια και σκοτεινούς γενετιστές που προετοιμάζουν τη συντέλεια του κόσμου στα εργαστήριά τους και όχι ως μια αξία του ανθρώπινου πολιτισμού, η οποία πιστώνεται ως αξία ακριβώς επειδή είναι χρήσιμη -μας είναι χρήσιμη- ακριβώς επειδή μπορεί να μελετήσει το καθημερινό και να μας μεταφέρει κάτι χειροπιαστό, κάτι αληθινό. Η επιστημονικοφανής διατύπωση γίνεται πλέον το όχημα όποιου τραχανά κομπογιαννίτη βρίσκει βήμα να εκφέρει ασυναρτησίες και παντός είδους λαθροχειρίες -ιστορικές, επιστημονικές, πολιτικές. Διόλου παράξενη διαπίστωση φυσικά, αν σκεφτεί κανείς πως η επιστημονική έρευνα κατά τον περασμένο αιώνα -και όχι μόνο- πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε -ή ακόμα και κατευθύνθηκε- στη βάση εξουσιαστικών και άλλων πολιτικών συμφερόντων, ακριβώς γιατί κατόρθωσε να μεγεθύνει την απόσταση μεταξύ εκείνων που είχαν πρόσβαση στη γνώση και εκείνων που δεν είχαν πρόσβαση σε πολλά πράγματα εδώ που τα λέμε, αλλά παρ'όλα αυτά ήταν εκείνοι που αποτελούσαν τη βάση της σταθερότητας των συστημάτων και των πολιτειακών μοντέλων διαβίωσης, οπότε και η χειραγώγησή τους ήταν ένα από τα πρώτα και κύρια μελήματα των γνωστικών αρχόντων ανά την Ιστορία.
Και η κουλτούρα -η έννοια που συμπυκνώνει τις κατακτήσεις του ανθρωπίνου νου και τα κατορθώματα της καθημερινής εμπειρίας που θεμελιώνονται πάνω σε λογικά βήματα, σε λογικές σκέψεις, στις ικανότητες και στο μόχθο του ανθρώπου και όχι κάποιας ανώτερης δύναμης ή κάποιου εξωγήινου, πάνω σε κείνα που μπορεί ο άνθρωπος να επινοήσει, να ανακαλύψει, να επεξεργαστεί και να κατανοήσει- η έννοια αυτή, φτάνει πλέον να σημαίνει ακριβώς το αντίθετό της, σημαίνει πλέον την ακύρωσή της. Για να γίνουν αποδεκτά τα σπουδαία πλέον οφείλουν να είναι ακαταλαβίστικα. Μόνο που αυτό δεν ισχύει αντίστροφα και δεν είναι κάθε τι ακαταλαβίστικο και σπουδαίο. Πάρε παράδειγμα τη Lady Gaga, στην οποία δεν έχει εγνωστεί κανένα πραγματικό ταλέντο, πέρα από το να φοράει -ακαταλαβίστικα- εκκεντρικά ρούχα, ας πούμε ρούχα δηλαδή, αφού μπορεί κανείς σε ένα βιντεοκλίπ να τη δει με ένα γήπεδο ποδοσφαίρου στο κεφάλι της ή σε μια φωτογραφία με μια βουβουζέλα στο χέρι και ένα μπεγλέρι νερομπίστολο στις τσέπες που εξέχουν από έναν ολόσωμο καθρέφτη πάνω στον οποίο έχει σχεδιαστεί ένας Τσεγκεβάρα με κούρεμα emo.
Με αφορμή την ταινία έκανα κι άλλες σκέψεις: σχετικά με την αμηχανία που μου προκαλεί η υπερπερσόνα του Λεονάρντο η οποία καλύπτει εκκωφαντικά κάθε ρόλο που παίζει και γι αυτό τελικά σε κάθε ταινία του δεν μπορείς να δεις τον ρόλο που υποδύεται, αλλά τον ίδιο τον Λεονάρντο, την περσόνα που υποδύεται μόνιμα. Επίσης, την αμηχανία που μου προκαλούν τα ακαταλαβίστικα πιστολίδια στα οποία αρέσκεται ο Κρίστοφερ Νόλαν και που από το Μπάτμαν προσπαθώ να καταλάβω ποιοι βαράνε ποιους και γιατί. Την αμηχανία που μου προκαλούν οι διάλογοι με ταχύτητα ριπής πολυβόλου, η οποία -μέσα στη γενική επική ακαταλαβίστικη ατμόσφαιρα- δεν μ'αφήνει να μετρήσω τα όποια σεναριακά κενά, αλλά δεν μου δίνει και να καταλάβω (μη χαθεί και η ακαταλαβίστικη εσάνς, προς θεού). Με λίγα λόγια, ο Νόλαν ξέρει να κάνει ταινίες στις οποίες κανείς δεν καταλαβαίνει πραγματικά τίποτα, κανείς δεν χρειάζεται αληθινά αυτό που πιθανώς θα καταλάβει (μετά από πολύ κόπο), κανείς δεν θα αναρωτηθεί παραπάνω -αφού ό,τι δεν κατάλαβε, είναι σπουδαίο- αλλά για κάποιο διαστροφικό λόγο αυτό αγγίζει τις μέηνστρημ ανησυχίες και τα ποπκορνάτα ήθη που διψάνε και για λίγη κουλτούρα (δηλαδή ...κάτι δυσνόητο). Επίσης, είναι μοναδικός στο να κάνει ταινίες που έχουν τελειώσει στο πρώτο μισάωρο, αλλά τυραννιέσαι άλλες δυο ώρες να χάσκεις μπροστά σε (ακαταλαβίστικα) μπαμ μπουμ και πηγαινέλα, βιώνοντας ανυπόφορα την αίσθηση μιας κινηματογραφικής νεκροφάνειας: η ταινία έχει ήδη σταματήσει να ζει, αλλά δεν λέει να πεθάνει. Και θαρρείς πως ακόμα και η έξοδος του σινεμά είναι κλειδωμένη.