Τετάρτη, Ιανουαρίου 26, 2011

στην Αμερική

Δεν έχω δει ακόμα τον Κυνόδοντα. Κακώς. Κακώς, γιατί αν θέλω να χορταίνω την πλάνη μου ότι η παραγωγή τέχνης στον περιβάλλοντα χώρο μου -που λέγεται Αθήνα ή Ελλάδα- είναι κάτι που με αφορά -ειδικά όταν είναι φορτισμένη με το πρόσημο της εντοπιότητας, με την έννοια του κινείται δίπλα μου, αναπνέει μαζί μου- τότε τα όχι και τόσα πολλά σημαντικά που συμβαίνουν κάθε εβδομάδα στην πόλη και στα οποία έχω πρόσβαση, οφείλω να τα τσεκάρω -πριν τα διαολοστείλουν οι διανομείς, οι έμποροι και οι ανάγκες της αγοράς. Με άλλα λόγια, αν καμώνομαι μια άλλη ευαισθησία περί της κινηματογραφικής τέχνης των διπλανών μου δημιουργών, έπρεπε να είχα δει την ταινία από την πρώτη μέρα. Εξυπακούεται πως αν το βλέμμα μου τελικά συναντιόταν στη σκοτεινή αίθουσα με εκείνο του Γιώργου Λάνθιμου, μικρή σημασία έχει. Φτάνει που θα συναντιόταν η δημιουργική ενέργεια ενός ανήσυχου δημιουργού με την ανήσυχη ματιά ενός δημιουργικού θεατή. Αυτές οι συναντήσεις είναι το θέμα πάντα, και όχι το προσωπικό γούστο. Στο κάτω-κάτω, το πολύ να μη μου άρεσε η ταινία. Το πολύ να μη μου αρέσει κι όταν θα τη δω.

Χάρηκα όταν έμαθα ότι ο Κυνόδοντας θα είναι υποψήφιος, μαζί με άλλες τέσσερις ταινίες, για το Όσκαρ ξένης ταινίας. Χάρηκα πολύ. Και καλώς. Καλώς, όχι γιατί την έβρισκα ποτέ να καμαρώνω σαν γύφτικο σκερπάνι για δήθεν εθνικές επιτυχίες. Άλλωστε και τώρα, την επιτυχία του Κυνόδοντα δεν την θεωρώ εθνική, ούτε μπορώ να συνδεθώ μαζί της περισσότερο από μια αυθαίρετη συμπάθεια που τρέφω για κάποιους από τους δημιουργούς της. Καλώς επίσης, αλλά όχι γιατί έχω περί πολλού τον θεσμό των Όσκαρ, ούτε επειδή περιμένω τους εκεί ακαδημαϊκούς να δικαιώσουν τον underground κινηματογράφο της γενιάς μου. Παρ'όλα αυτά, αν αυτή η ταινία με το "περίεργο" trailer το κερδίσει κιόλας το αγαλματάκι, θα χαρώ ακόμα περισσότερο. Θα χαρώ γιατί, βιώνοντας κι εγώ, από πρώτο χέρι, πόσο σκοτεινή είναι η ατραπός στην οποία βαδίζουν οι ευαισθησίες ενός δημιουργού που ζει και ονειρεύεται σ'αυτή την πόλη -χώρα, γουατέβερ...- θα έχω την τύχη να έχω παρακολουθήσει όλη αυτή τη διαδρομή προς το φως, έξω από τη σκοτεινή ατραπό: από τις κουβέντες φίλων που συμμετέχουν στην "περίεργη" ταινία που στήνει κάποιος "βιντεοκλιπάς" μέχρι το κόκκινο χαλί του Χόλιγουντ (και πιθανώς το αγαλματάκι), σε μια διαδρομή χωρίς την παραμικρή έκπτωση, χωρίς σταγόνα νερό στο κρασί, χωρίς κανείς από τους δημιουργούς να έχει μπει στον κόπο να "αφουγκραστεί τις ανάγκες της αγοράς".

Θα χαρώ ακόμα περισσότερο, γιατί δεν θα κερδίσει γενικά κι αόριστα "η Ελλάδα", αλλά μια πολύ συγκεκριμένη Ελλάδα: αυτή που είναι καταδικασμένη να δημιουργεί στη λάσπη, αυτή που μαζί με το μόχθο της δημιουργικής καταδίκης της, έχει να αντέξει και την υπόλοιπη Ελλάδα, δηλαδή όλες τις άλλες Ελλάδες που την κοιτάζουν με μισό μάτι και τη δείχνουν με το δάχτυλο -ακόμα και τώρα, λίγο πριν την απόλυτη παγκόσμια δικαίωσή της. Η μόνη Ελλάδα που κερδίζει, που αναπνέει, που μας δείχνει το δρόμο στο φως και μας δίνει το χέρι να ακολουθήσουμε, είναι αυτή που επίσημα και φανερά δεν υπάρχει πουθενά. Δεν υπάρχει στα δελτία ειδήσεων, δεν υπάρχει στην πολιτική ατζέντα, δεν υπάρχει στην τηλεόραση. Ούτε στο δρόμο καλά καλά υπάρχει. Την κρύβουν οι άπειρες κλούβες και οι διμοιρίες των ανέραστων, οι εκθαμβωτικές βιτρίνες που διαφημίζουν το γυαλιστερό τίποτα, οι βιασμένες προσόψεις των κτιρίων μιας πόλης που κατεδαφίζεται, οι άσχημοι βιαστικοί άνθρωποι και οι οδηγοί-ωρολογιακές βόμβες σε κάθε φανάρι, οι ροπαλοφόροι μισάνθρωποι που κυνηγάνε τις σκιές τους, οι αντεκαιγαμήσου, η franchised μιζέρια της νεοαστικής μας συνύπαρξης. Αυτή η Ελλάδα -Αθήνα, γουατέβερ...- υπάρχει στα χείλη των υποψιασμένων που ανταλλάσσουν ενημέρωση "για μια καλή ταινία", στα υπόγεια προβάδικα όπου κοντράρονται ιδρώτας και όνειρα, στα μικρά βιβλιοπωλεία που βγάζουν στο δρόμο πάγκους με παλιούς εξαντλημένους τίτλους, στα καφέ που η κουβέντα για μια συγκλονιστική ταινία γυρίζει, για πλάκα, σε ερωτίστικο πείραγμα ενός κοριτσιού που περνάει και η μισάωρη ραθυμία γίνεται το βάλσαμο της δύσκολης μέρας. Κυρίως, όμως, υπάρχει στους ανθρώπους που μοχθούν νύχτα μέρα για να δουν τα όνειρά τους να πηγαίνουν ένα βήμα πιο πέρα. Να τα μεγαλώνουν, για να μεγαλώνουν κι εκείνοι, για να μεγαλώνουμε όλοι, για να μεγαλώνει ο κόσμος, να μην μικραίνει.
Να τα μεγαλώνουν, για να ταξιδεύουν. Και αυτά και εκείνοι.
Ως την Αμερική.Link

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

μπράβο...
η πιο ψύχραιμη φωνή
που άκουσα
και πάλι μπράβο

ΙΙΜανιάτης είπε...

Άντε γειά σου...αμμπράβο...

barbara dukas είπε...

To the point.....

tr0l είπε...

όλε γι αυτήν την πολύ συγκεκριμένη ελλάδα ορ γοτέβα, όχι δεν είναι θέμα γούστου

 
 
 
 
Edited by © bananiotis