Η συναυλία στο πάρκο του Μεγάρου ξεκινάει. Χάνω τις πρώτες νότες, λόγω του συνωστισμού στο μονοπάτι που οδηγεί στους ήχους. Χαμογελάω. Κόσμος παντού -ωραίος κόσμος- όπου πέφτει το μάτι σου, αλλά κι όπου δεν πέφτει. Στη σκηνή, ο Δημήτρης Καλαντζής, πίσω από τα πλήκτρα του πιάνου, με το κουιντέτο του -τον Τάκη Πατερέλη στο σαξόφωνο, τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο στη τρομπέτα, τον Γιώργο Γεωργιάδη στο κοντραμπάσο και τον Δράκο Κτιστάκη στα τύμπανα- και ο Μίλτος Λογιάδης που χορεύει καλοκαιρινά τα έγχορδα της Καμεράτας με τα χέρια του. Στα αυτιά μας, ο Μάνος Χατζιδάκις, έτσι όπως πολύ θα διασκέδαζε να ακούει παιγμένη τη μουσική του. Το σκέφτομαι αυτό, και -εγώ που δεν ξέρω να νοσταλγώ, που δεν νιώθω τις ελλείψεις παρά μόνο μέσα από την ανάγκη- αντιλαμβάνομαι εκείνη τη στιγμή χειροπιαστά, για πρώτη φορά ίσως, την απουσία του Χατζιδάκι: λείπει να απολαύσει τους καρπούς του ταλέντου του, να δει τη συνέχεια, να νιώσει το φως μετά από εκείνον -χωρίς να κοπιάζει πλέον, χωρίς να γκρινιάζει, χωρίς να εξεγείρεται. Να προλογίσει γενναιόδωρα, όπως συνήθιζε, τους νέους μουσικούς, να εκπέμψει φως και άπλα βλέμματος και να καθίσει κάπου ήσυχα και διακριτικά για να διαπιστώσει, μια νύχτα ωραία καλοκαιρινή, μια ιδέα μόνο του μεγαλείου που άφησε πίσω.
Το μεγαλείο όμως δεν πιστώνεται μόνο από την απουσία, μα κι απ'την παρουσία -κυρίως από την παρουσία. Ο Καλαντζής είχε το όραμα, είχε δει την άπλα και το φως των ήχων, καθώς καθόταν ένα απόγευμα πίσω από το πιάνο και ψηλαφούσε νωχελικά και εμπνευσμένα μια Παναγιά ή μια μπάλαντα αισθήσεων και παραισθήσεων. Το όραμα μάζεψε την παρέα, πήρε όνομα και βγήκε δύο βράδια στο Παράφωνο. Back then. Με συστολή και ευγένεια, όπως κάνει πάντα ο Δημήτρης. Και με αυτιστική πίστη, με άγνοια κινδύνου, μα και με άγνοια μεγαλείου. "Χατζιδάκις, αλλά αλλιώς· τζαζ...", το έλεγε απλά. MANO'S.
Στο μεταξύ, το Παράφωνο έκλεισε. Η πόλη άρχισε να σφαλίζει τα τζαζ στέκια της. Το όραμα όμως συνέχισε, μεγάλωσε, η πίστη έδωσε ώθηση, τα έγχορδα ήρθαν και έπλεξαν τον χατζιδακικό ιστό τους γύρω από τις φευγάτες και αέρινες ρυθμολογίες του Δημήτρη -που τόλμησε να παραλλάξει τις αυθεντικές, τις σχεδόν ιερές. Μία sold out συναυλία στο Μέγαρο το Γενάρη και, τώρα πλέον, ακόμα παραπέρα. Μέχρι την ιστορική Verve. Την εταιρεία που φιλοξένησε και μας παρέδωσε τα μεγαλεία της Ella Fitzgerald, του Louis Armstrong, του John Coltrane, του McCoy Tyner, του Count Basie, του Wes Montgomery, του Oscar Peterson, του Jimmy Smith, του Sergio Mendes, και πόσων και πόσων άλλων, αληθινά μεγάλων... Η εταιρεία Verve είναι αυτή που πίστεψε στο MANO'S, στον Μάνο του Δημήτρη, την ίδια ώρα που η χώρα του Μάνου αναγκάζει την ορχήστρα του Μάνου σε μαρασμό. Είναι η πρώτη φορά που η εταιρεία αυτή κυκλοφορεί δίσκο έλληνα μουσικού. Και είναι από αυτές τις πρωτιές που δύσκολα τις εξηγείς στους φίλους σου, δύσκολα μπορείς να τις καυχηθείς και να τις εννοήσουν οι πλατείες και οι αντέννες, δύσκολα μπορείς να περιγράψεις πόσο πραγματικές και σημαντικές είναι -miles ahead από τις καλές θέσεις στις γιουροβίζιτες, τα διαφημιστικά με τα τζατζίκια και την υπέροχη γεύση μιας γκρηκ σάλαντ (με φέτα). Είναι από τις πρωτιές για τις οποίες δεν θα κομπάσει περήφανα κανένας έλληνας, κανένας υπερπατριώτης, κανένας αγανακτισμένος, ούτε καν κάποιος δήθεν φιλόμουσος. Είναι από τις πρωτιές που δεν χρειάζονται καταμέτρηση και κριτήρια, κι αυτό γιατί τα τεκμήρια ύπαρξης τους είναι ίχνη μαγείας και άπλας βλεμμάτων και κινήσεων· είναι πρόσφορα πραγματικού ανθρωπισμού και όχι περιχαρακωμένων πολιτικών πλαισίων· είναι σταλάγματα μόχθου, αγώνα και έμπνευσης, και όχι αθλητικοί ψυχαναγκασμοί κατακτήσεων εθνικών κορυφών. Είναι ανάσες και όχι βεβαιότητες. Είναι ο άλλος κόσμος που είναι εφικτός -τόσο εφικτός, όσο και ονειρικός. Την ίδια στιγμή.
Είναι η ομορφιά, που έλεγα παρακάτω ντοστογιεφσκικά, που θα σώσει τον κόσμο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου