Σάββατο, Απριλίου 21, 2007

Η χαμηλή αισθητική και η αισθητική του "δυνατά"

Δεν συμφωνώ με τον δάσκαλο (και φίλο!) Γιώργο Κοντραφούρη όταν λέει πως το κουλτουριάρικο άλλοθι του νεοέλληνα είναι ο κινηματογράφος. [βέβαια, απολαμβάνω να διαβάζω κάθε λέξη του στη συνέντευξη που έδωσε στο Jazz & Τζαζ που κυκλοφορεί αυτό το μήνα -τσεκάρετέ το!]. Σιγά τον πολύ κόσμο που πηγαίνει και κουλτουριάζεται στο σινεμά. Μακάρι δηλαδή να πήγαινε κι ας ήταν και δήθεν. [τουλάχιστον θα εξασφάλιζαν διανομή και οι ταινίες που θέλουμε, χε χε...]. Το πολιτιστικό άλλοθι του νεοέλληνα είναι η λογοτεχνία (σύγχρονη κυρίως, αλλά βάλε και τους μεγάλους ποιητές μέσα), το τραγούδι και ...η jazz. Ναι, η jazz, όσο κι αν αυτό δεν αρέσει σε μένα, στο Γιώργο και σε όσους πραγματικά την ψάχνουνε με το ζήτημα. Αυτό δεν αποτελεί καμιά ουσιαστική αποκάλυψη, απλώς ισχυροποίησα ακόμα περισσότερο αυτή μου την πεποίθηση, καθώς έβγαινα προχτές από το live του Stanley Clarke στο Παλλάς. Την ίδια ώρα ο Lagos δίπλα μου επαναλάμβανε συνέχεια τη φράση "η παρακμή της jazz" κι εγώ μέσα μου σκεφτόμουν ότι δεν είναι η jazz που έχει παρακμάσει, αλλά ότι μέσα στο γενικό (και γενικευμένο) καθεστώς της παρακμής, όλα πλέον μπορούν να βρουν χώρο και να μεγαλουργήσουν και να εντυπωσιάσουν. Κι αυτό συμβαίνει όταν δεν υπάρχει έδαφος ή τέλοσπάντων δεν έχει καλλιεργηθεί αυτό το έδαφος, πάνω στο οποίο θα θεμελιωθεί ο κριτικός λόγος και θα αναπτυχθεί ένα σύστημα κριτηρίων και, εν τέλει, να αναπνεύσει η κριτική σκέψη -έννοιες που δεν υποδεικνύουν μόνο το καθήκον των φιλοσόφων και των συγγραφέων, αλλά και όλων μας, αν θέλουμε να εννοούμε την τέχνη ως καθημερινή πράξη.

Όσο αφορά το χώρο της jazz συγκεκριμένα, στη χώρα μας, φαίνεται να κυριαρχεί η φανφάρα, την ίδια στιμή που η πραγματική δημιουργική jazz (και μιλώ κυρίως για την ντόπια παραγωγή) μένει στο περιθώριο. Εκείνοι που κλείνουν τα πρώτα τραπέζια στο Half Note και καπνίζουν τα ακριβά πούρα τους, συνήθως πρώτα έχουν κλείσει το τραπέζι και ύστερα (και by the way δηλαδή) ρωτάνε "ποιο σχήμα παίζει απόψε". Και δεν μπορεί να είναι λογικό αντεπιχείρημα η υπόθεση ότι πάνε τακτικά ν'ακούσουν καλή jazz (ως μέλη λέσχης και καλά!...), καθ'ότι αν ρίξει κανείς μια ματιά στο πρόγραμμα του μαγαζιού, τη jazz πρέπει να την ψάξει με το μικροσκόπιο. Έχει γεμίσει με αμφιλεγόμενο έθνικ και εξωτικό φολκλόρ (tango & flamenco κυρίως, αφού φαίνεται ότι γίναμε όλοι παθιάρηδες λατίνοι...) από περιοδεύοντες otininers (συνήθως), με ολίγη από Chicago -και σύγχρονο- blues. Όσο για το αν η ντόπια δημιουργία έχει θέση εκεί, ούτε λόγος. Ακόμα και τη Σαβίνα Γιαννάτου, για έθνικ την καλέσανε -όντας πια καλλιτέχνης της γερμανικής ECM βέβαια. Από την άλλη, στη σχολή του Φακανά, προσκαλούνται για live μόνο διακεκριμένοι αθλητές του jazz στίβου, τους οποίους συνήθως απολαμβάνουν οι εκκολαπτόμενοι αθλητές τους jazz στίβου (δέκαθλο).

Αλλά και τα one-off gigs jazz καλλιτεχνών στην Ελλάδα δεν παρουσιάζουν κάποια διαφορετική εικόνα, τα οποία -ακόμα περισσότερο- μας δείχνουν κυνικά πως η jazz είναι (εδώ) υπόθεση για γερά πορτοφόλια. Η λογική των διοργανωτών είναι απλή: "δεν μας ενδιαφέρει το κοινό, δεν μας ενδιαφέρει η ποιότητα της συναυλίας, δεν μας ενδιαφέρει ο καλλιτεχνικός αντίκτυπος, ούτε καν μια ολοκληρωμένη διοργάνωση που θα μπορούσε να κερδίσει και βλέμματα από το εξωτερικό, αλλά και να εξασφαλίσει ένα κύρος ώστε να μαγνητίσει κι άλλους jazz καλλιτέχνες". Δεν εξηγείται ότι μπορεί το San Sebastian, μια πόλη με πληθυσμό μόλις 183.000, να κάνει 5ήμερο jazz φεστιβάλ στο οποίο φέτος θα παίξουν ο Chick Corea με τον Gary Burton, ο Marcus Miller, ο Isaac Hayes, ο Wayne Shorter, ο Pat Metheny με τον Βrad Mehldau (μαζί), η big band του Matthew Herbert, η Madeleine Peyroux, οι Gotan Project, oι Sly & the Family Stone, ο Horace Andy, οι Skatalites και πολλοί άλλοι (και αντίστοιχα πέρσι ο McCoy Tyner, ο Herbie Hancock, ο Keith Jarrett, η Erykah Badu, ο Jacques Loussier και άλλοι πολλοί). Δεν εξηγείται ότι μπορεί η Perugia (πληθυσμός 160.000) να συγκεντρώνει κάθε χρόνο στο 10ήμερο (!!!) Umbria Jazz Festival όποιον ζωντανό έχει μείνει στο jazz στερέωμα (ενδεικτικά, φέτος θα παίξουν Keith Jarrett Trio, Ornette Coleman, Solomon Burke, George Benson, Al Jarreau, Sonny Rollins, Brad Mehldau, Sly & the Family Stone, Pat Metheny, Cedar Walton, Eric Alexander, Dionne Warwick, Uri Caine, Enrico Rava, Joe Lovano, Ramsey Lewis). Δεν μπορεί εκεί να εξηγείται κι εδώ να μη συζητιέται. Αλλά αυτά είναι άλλου παπά ευαγγέλιο και μακάρι να ήξερα ποιου ακριβώς για να του υποβάλλω τα παράπονά μου γιγαντοφώνως.

Η φανφάρα λοιπόν έδωσε και πήρε πρόσφατα στις jazz συναυλίες (
και φυσικά εξαντλήθηκε όλη στο promotion), με αποκορύφωμα τη συναυλία των e.s.t. πρίν μερικούς μήνες. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο τηλεφωνητής στην κράτηση εισιτηρίων μας πληροφορούσε τότε ότι πρόκειται να δούμε "το καλύτερο jazz συγκρότημα στον κόσμο" (!!!). [Ευτυχώς, ο τηλεφωντής δεν δεχόταν μηνύματα, γιατί θα άκουγαν οι τηλεφωνήτριες καταγεγραμμένη τη φωνή μου να εκφέρει απεράντως ειρωνικά: "εννοείτε πως οι e.s.t. θα παίξουν support στους Medeski, Martin & Wood?"]. Και είχε και συνέχεια: Stanley Clarke, The Legend! Ναι, οκ, legend δεν λέω, άλλωστε για αυτό πήγα και τα έσκασα, καθ'ότι συνειδητοποίησα για άλλη μια φορά ότι κι αυτόν τον μέγα θα τον δω once in a lifetime. Τι όμως θα έπαιζε ο μέγας? Αναδρομή στα 30 χρόνια δισκογραφίας? Κάτι καινούριο ίσως? 70's Fusion? Post-bop? Funk? Αφιέρωμα στον Διονύση Σαββόπουλο? Καμία πληροφόρηση από τα δελτία τύπου και τις καταχωρήσεις. Και με ποιους θα έβγαινε στη σκηνή? Με θεατρίνους? Με ζογκλέρ? Με μουσικούς? Αν ναι, με ποιους? Καμία πληροφόρηση κι εδώ, προφανώς γιατί μπροστά στην φανφαρόνικη αφίσα, όλα αυτά είναι κομπαρσιλίκια.

Η λογική των διοργανωτών είναι απλή και συμπληρώνεται με τη σιγουριά των ακριβών εισιτηρίων και της πολυδιαφημισμένης προπώλησης, κοινώς της one-off αρπαχτής. Όσο για τον καλλιτεχνικό αντίκτυπο, οι πρώτοι που γελάνε με αυτά είναι οι ίδιοι οι ξένοι καλλιτέχνες που ξέρουν πολύ καλά ότι έρχονται για αρπαχτή, γιατί πολύ απλά ...γι αυτό έχουν προσκληθεί. Γι αυτό και χτυπάνε τεράστια ποσά έναντι αμοιβής. Και προφανώς (και δικαίως) διόλου δεν κόπτονται αν εγώ -και κάποιοι λίγοι- χτυπιούνται και γκρινιάζουν και περιμένουν κάτι άλλο. Το ότι η συναυλία ήταν για μεγάλα χασμουρητά (τα οποία εμείς μετουσιώσαμε σε ψιθυριστά γελάκια και αμήχανα βλέμματα μεταξύ μας) δεν έχει και πολύ σημασία. Ο Clarke έπαιξε αυτή τη fusion σούπα που τον έκανε μέγα και τρανό, αυτό που έπαιζε κατά κόρον στα τέλη των 70's. Φυσικά, μας ήταν κομμάτι δύσκολο να φανταστούμε ότι εν έτει 2007, θα έβρισκε το κουράγιο να μαγειρέψει για νιοστή φορά τη συνταγή της εν λόγω σούπας και κατιτίς πιο καινούριο θα είχε να μας πει και να μας παίξει. Ειδικά όταν πριν λίγους μήνες στη Θεσσαλονίκη, ο 70 something Wayne Shorter μας είχε δείξει με τον καλύτερο και ζωντανό τρόπο μέσα σε μία ώρα και κάτι, πως η jazz είναι μια μουσική που δεν έχει όρια και δεν σταματά ποτέ να εξελίσσεται.

Και το κοινό στον κόσμο του. Έκθαμβο, συγκλονισμένο, ευχαριστημένο. Έβγαινε πλέον από την αίθουσα με μια βεβαιότητα πως αυτό που άκουσε "ήταν jazz" και δη καλή. Αυτό που παίχτηκε μπροστά τους έφερε -από την αφίσα κιόλας- την ταμπέλα "jazz", άρα ήταν. Ανάθεμα, βέβαια, αν στη δισκοθήκη των περισσοτέρων που παραυρέθηκαν προχτές στο Παλλάς, υπάρχουν δίσκοι του Stanley Clarke ή οποιοδήποτε δισκάκι της Blue Note, της Prestige και της Riverside. Ως συνήθως, οι μυημένοι και οι υποψιασμένοι βρίσκονταν στο πίσω μέρος του εξώστη (γιατί ΝΑΙ, μόνο τα 30 ευρώ μπορούσε να αντέξει το πορτοφόλι τους) και στην πρώτη σειρά κάθονταν κλακαδόροι κουστουμάτοι δανδήδες, τους οποίους διόλου δεν θα τους ξένιζε αν κάποια στιγμή στη σκηνή εμφανιζόταν ως έκτακτη συμμετοχή και η Έλενα Παπαρίζου. Παρ'όλα αυτά, όλα γίναν τέλεια. Ο χορηγός σέρβιρε αφειδώς τα ουίσκια του στο φουαγιέ κατά την υποδοχή και το διάλειμμα, η προπώληση είχε πάει φίνα, ο μάγος θάμπωσε, το κοινό στην πλατεία χειροκροτούσε όρθιο (την ίδια ώρα που κάποιοι στον εξώστη αποχωρούσαν στη μέση του live!...) και όλοι θα είχαν να διηγούνται -φωναχτά- αυτό το τρομερό jazz γεγονός στους φίλους τους, κάποιο βράδι μέσα στην επόμενη εβδομάδα οπότε και θα τους έβλεπαν πιθανώς στο πρώτο τραπέζι του Half Note. Και η φράση "φωναχτά" αντιστοιχεί στο ζήτημα που υπονοεί το δεύτερο σκέλος του τίτλου αυτού του post.

Αφορμή το πρόσφατο live του Γιάννη Αγγελάκα μετά των Επισκεπτών στο συναυλιακό χώρο Gagarin. Η αίθουσα κατάμεστη (αυτό που λέμε και sold out) και στη σκηνή δύο από τους Lost Bodies (Θάνος και κιθαρίστας) που τηρούσαν το έθιμο του support. Αντιδράσεις αμφιλεγόμενες. Απ'ό,τι φαίνεται τα μπράβο και οι επιδοκιμασίες είχαν στριμωχτεί στις πρώτες σειρές, γιατί εγώ που καθόμουν προς τη μέση περίπου, περιστοιχιζόμουν από παρέες ανάγωγων thirty something τύπων, οι οποίοι διαδήλωναν φωναχτά την άγνοιά τους -και την ενόχλησή τους- σχετικά με την περίπτωση Lost Bodies. Τα ειρωνικά σχόλια έδιναν και έπαιρναν: "αυτό νομίζω πως είναι Καρυωτάκης, χα χα", "μα ποιοι είναι αυτοί, τους ξέρει η μάνα τους;", "εγώ καλύτερα παίζω κιθάρα στην παραλία", "μα υπάρχει κάποιος που τους ακούει;", "τι είπες Γιώργο, τους ακούς και σ'αρέσουν; Μάλλον δεν θα ξαναβγώ μαζί σου" και άλλα τέτοια χαριτωμένα γι αυτούς, ενοχλητικά για μένα -καθώς η ένταση με την οποία εκφέρονταν κάλυπτε εκείνη της φωνής του Θάνου. Οι απαντήσεις, βέβαια, στις ηλίθιες απορίες τους είναι προφανείς: δεν ήταν Καρυωτάκης, αλλά Καβάφης (αλλά σιγά μην ήταν σε θέση να διακρίνουν), τους ξέρει τόσο η μάνα τους όσο κι ένα σωρό κόσμος (και προπαντώς ο Αγγελάκας που τους ζήτησε να παίξουν και που πριν 15 χρόνια είχε κάνει την παραγωγή στον πρώτο δίσκο τους), καλύτερα ΔΕΝ παίζεις εσύ κιθάρα στην παραλία (γιατί αν έπαιζες, θα καταλάβαινες και θα ήξερες και δεν θα πρόδιδες τόσο απροκάλυπτα την μακρινή καταγωγή του ανθρώπου) και υπάρχουν πράγματι πολλοί που τους ακούνε και κάποιοι μέσα στο Gagarin (καλή ώρα εγώ) που προσπαθούν να τους ακούσουν, αλλά δεν μας το επιτρέπουν κάτι βόδια σαν τον μπροστινό μου. Οι δύο άσχετες (μεταξύ τους, αλλά και με τα πράγματα απ'ότι διαπιστώθηκε) παρέες που φωνασκούν -και φωνασκούν επίτηδες, γιατί μόνο έτσι μπορούν να καλύψουν την αμηχανία τους, την άγνοιά τους και την αγένειά τους- ενθουσιάζονται από τη βλακεία τους και γνωρίζονται ώστε να ανταλλάξουν ακόμα περισσότερα ηλίθια σχόλια. Εγώ ο ταλαίπωρος δεν τους λέω κουβέντα, για να μην χαλαστώ κυρίως, και περιμένω υπομονετικά. Το ίδιο και ο προσκεκλημένος μας, ο Sylvain Chauveau, τον οποίο φέραμε στη συναυλία να δει το φίλο του το Βελιώτη που έπαιζε. Εξυπακούεται πως ο Γάλλος δεν ήταν σε θέση να καταλάβει γρι από το νόημα της πρόζας του Θάνου. Στεκόταν όμως αμίλητος και παρακολουθούσε με προσοχή και μόνο όταν τέλειωσε το σετ, μας μίλησε και μας ρώταγε να τους εξηγήσουμε τι ήταν αυτό που είδε. Το ίδιο έκανε και όσο έπαιζε ο Αγγελάκας. Περίμενε μέχρι να μην ακούγεται κανένας ήχος από την μπάντα, προκειμένου να μας ρωτήσει ή να σχολιάσει κάτι. Ο μπροστινός μου όμως αποφασίζει για άλλη μια φορά να δείξει την καταγωγή του (όχι μόνο αυτή που του έχει αποδείξει ο Δαρβίνος, αλλά και την άλλη, την εθνική): "Τον καημένο το Γάλλο, τον φέρανε εδώ και ακούει τους μαλάκες". Σωστά. Όμως, όση ώρα έπαιζαν οι "μαλάκες" ο Γάλλος καθόταν τουμπεκί και παρακολουθούσε. Αλλά, θα μου πείτε, μιλώ για περιπτώσεις και όχι για το σύνολο. Κάνουν κι αυτές τη ζημιά τους βέβαια. Από την άλλη, η συμπεριφορά του συνόλου είναι που με πειράζει περισσότερο. Κι αυτό το βίωσα με το που ανέβηκε ο Αγγελάκας στη σκηνή. Η κατάσταση θύμιζε Θύρα 7. Η μουσική εκκωφαντική, ο ήχος κακός, οι στίχοι ακατάληπτοι (εξαιτίας του ήχου), η ενορχήστρωση ισοπεδωμένη (εξαιτίας του ήχου). Αισθάνομαι πως τα έγχορδα του Βελιώτη και του Σιώτα τζάμπα υπάρχουν στη σκηνή, αφού η παραγωγή δεν έχει προβλέψει να ακούγονται και δαύτα. Τα ηλεκτρονικά (παρεμπιπτόντως, μιλάμε για την πιο ουσιαστική, έξυπνη, ισορροπημένη και καλαίσθητη χρήση ηλεκτρονικών ήχων σε μουσική με ακουστική βάση, που έχω ακούσει τα τελευταία 10 χρόνια) κρυμμένα. Οι στιγμές που έβγαιναν οι ηλεκτρονικοί ήχοι στο προσκήνιο ήταν τα σημεία που η υπόλοιπη μπάντα έκανε παύση. Όμως εκεί άρχιζαν οι φωνές και οι επευφημίες του κοινού και πάλι καλυπτόταν βίαια οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργία ατμόσφαιρας. Η μόνη ατμόσφαιρα που το κοινό επέτρεπε να λειτουργήσει ήταν αυτή του γηπέδου, συνοδευόμενη από την επίμονη απαίτηση "ω είναι ωραία στον Παράδεισο" (πόσα χρόνια πια;).

Αναρωτιέμαι -χωρίς ρητορείες και ειρωνείες, αλλά πραγματικά: αυτοί είναι οι μόνοι όροι με τους οποίους μπορεί να λειτουργήσει η κατάσταση; Όλα πρέπει να είναι δυνατά; Η μουσική, οι εντάσεις, οι αντιδράσεις μας, όλα στο maximum; Οφείλουμε να δεχόμαστε ως νομοτέλεια την κακή ποιότητα ήχου και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάγεται μια συναυλία; Είναι αναπόφευκτες οι εκτπώσεις που γίνονται (και επιβάλλονται στον ακροατή και ενίοτε και στον μουσικό) στο αποτέλεσμα που παράγεται και παρουσιάζεται ως "καλλιτεχνική πρόταση" -και οι οι οποίες συμπεριλαμβάνουν και το ακατάλληλο των εκάστοτε χώρων; Είναι εφικτό να αναθεωρηθούν οι τρόποι ακρόασης της μουσικής και οι τρόποι συμπεριφοράς μας σε ένα κοινωνικό γεγονός (όπως αυτό της συναυλίας, αν και το ερώτημα ισχύει και για τον κινηματογράφο, το θέατρο κλπ.); Μπορούμε καμιά φορά να δίνουμε σημασία μόνο σε αυτό που ακούμε και να μην επιδιώκουμε πάντα να το συνδυάσουμε με μπλα-μπλα, ποτό, καμάκι, πόρωση, χορό και πόζα; Μπορούμε να φερόμαστε πολιτισμένα σε μια συναυλία, χωρίς να μας εμποδίζει από το να είμαστε θερμοί; Μπορούνε να πετάνε έξω από τις συναυλίες κάτι καραγκιόζηδες σαν τον μπροστινό μου; Ας απαντηθεί θετικά και μόνο το τελευταίο και τα πράγματα ίσως βελτιώσουν πολύ την εικόνα των συναυλιών που πηγαίνω...

Σάββατο, Απριλίου 14, 2007

Τι έκανα στις διακοπές ή ποστ (προ)σχολικού χαρακτήρα

Στις διακοπές μου κατ'αρχήν φρόντισα να μην κάτσω στην Αθήνα. Και για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, αποφάσισα ότι θα διαβάσω κανένα βιβλίο (στις διακοπές, ναι). By the way, δεν είναι αρκετά άκυρη η έκφραση "για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια"; Δεν αρκεί απλώς η φράση "μετά από πολλά χρόνια"; Κανονικά έπρεπε να πατήσω ένα delete και να σβήσω αυτές τις ακυρωτικές σκέψεις, αλλά μου αρέσει να διατυπώνω τη σκέψη μου και να τη βλέπω πως ξεδιπλώνεται -κοίτα να δεις λοιπόν η άτιμη... Τέλος λοιπόν με αυτές τις φιλολογίες (γίνεται εισαγωγή χωρίς τέτοια;) και προχωρώ στο ζουμί που μπορεί να δώσει τροφή σε τούτο το post. Ενώ πάντα στα ταξίδια κουβαλώ μαζί (περισσότερο για ασφάλεια) το 'Σμιλεύοντας το χρόνο' του μεγάλου σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι, τα βιβλία που διάβασα ήταν δύο άλλα και, μάλιστα, άσχετα με αυτό, καθώς και εντελώς -μα εντελώς- άσχετα μεταξύ τους. Το πρώτο ήταν το απολαυστικότατο '...Και ύστερα ήρθες και μ'έλυσες' του τρισμέγιστου Κωστάκη Ανάν, συχνού ενοίκου της Βαβέλ τα τελευταία χρόνια. Κάποια από τα κείμενά του, αυτά τα σύντομα σουρρεαλιστικά διαμάντια, που δημοσιεύονταν κατά καιρούς στη Βαβέλ μαζεύτηκαν σε αυτή την έκδοση με την επιμέλεια της γνωστής ομάδας που βρίσκεται και πίσω από την έκδοση του περιοδικού.

Σπουδαία πνευματώδης και ευρηματική γραφή, λεπτό (αλλά που και που χοντρό όσο χρειάζεται) χιούμορ, απολαυστικά σαρκαστικά και ευγενικά καταγγελτικό (τώρα τι να σημαίνει αυτό το τελευταίο;). Δεν κρατιέμαι να μην αναδημοσιεύσω κάποια πολύ μικρά αποσπάσματα, ατάκτως εριμμένα -και φυσικά αποκομμένα από το συνολικό τους concept που τους δίνει υπόσταση και νόημα:

[στο γράμμα Ν, λήμμα: 'Να σου πω εγώ τι πρέπει να γίνει', σελ.80]
"Η πεποίθηση ότι αυτός έχει τη λύση για όλα τα προβλήματα, αλλά δεν του δίνουν (το ποιοι είναι λιγάκι θολό) την ευκαιρία να τα τακτοποιήσει όλα, είναι το αγαπημένο σπορ του μέσου νεοέλληνα. Ξεκινώντας με το απαράμιλλο "κάνε με για μια μέρα πρωθυπουργό και θα δεις..." αναλύει με ανατριχιαστική ακρίβεια την ιδανική κοινωνική και πολιτική προοπτική. Και όταν τελειώσει, σε ρωτάει "σε πειράζει να πάρουμε και το γκομενάκι αν πηγαίνει προς Παγκράτι;" και, πριν προλάβεις να απαντήσεις, έχει κατεβάσει ήδη το τζάμι του συνοδηγού".

[στο γράμμα Ο, λήμμα: "Όχι, αγάπη μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις', σελ.94]
"Κατά σατανική σύμπτωση, είναι πάντα αυτό ακριβώς που η αγάπη νομίζει. Εδώ που τα λέμε, αφού σε τσάκωσε να δαγκώνεις τις ρώγες της αδελφής της, τουλάχιστον βρες και εσύ κάτι πιο πρωτότυπο να πεις, όπως "Αγάπη μου, το ήξερες ότι το βασικό εξαγώγιμο προϊόν της Νορβηγίας είναι ο μπακαλιάρος;" Απάντα στον αιφνιδιασμό με αιφνιδιασμό και ποτέ δεν ξέρεις".

['T.V.Wars', σελ.17]

"[...] Ακολούθησε μια περίοδος ύφεσης, καθώς τότε αποφυλακίστηκε η μητέρα μου και χρειάστηκε να τη βοηθήσω λίγο να σταθεί στα πόδια της, οπότε έκοψα τις παλιές συνήθειές μου (τζόγκινγκ, τηλεόραση, γιαούρτι) και της αφιέρωσα λίγο χρόνο παραπάνω. Όταν η μητέρα μου βρήκε σιγά-σιγά το δρόμο της, επέστρεψα και εγώ στην παλιά μου ρουτίνα και ανακάλυψα ότι οι ίδιες φιγούρες, αλλά και κακά τους αντίγραφα, πληρώνονταν ακόμα για να πουλάνε μηδέν με γεύση κεράσι από την τηλεόραση... ε, δεν ήθελε και πολύ. Εκείνη την περίοδο, μάλιστα, είχα χάσει τελείως τη μπάλα, έπαιρνα κάτι χάπια του παππού (έχει πεθάνει από το 1988), μιλούσα με τις ώρες στο καναρίνι μου μέχρι να καταλάβω ότι το κλουβί ήταν άδειο, και μπέρδευα την ξυριστική μηχανή με την οδοντόβουρτσα, με συνέπειες ανεπαίσθητες για το μούσι μου, ολέθριες όμως για τα ούλα μου [...]"

['Το ταξίδι στα βόρεια / Part One', σελ.62]
"[...] Ξύπνησα απότομα στις 07.32. "Το εισιτήριό σου, νεαρέ!" ...Πρέπει να ήταν η τρίτη φορά που με ρώταγε ο εισπράκτορας, γιατί είχε γίνει πιο απότομος απ'ό,τι συνήθως. Φόρεσα ένα τρομαγμένο ύφος και απέτυχα εσκεμμένα να βρω αμέσως το απόκομμα, για να τον κάνω να ελπίσει ότι ανακάλυψε τον παράνομο αλλοδαπό που τόσο ήθελε, αλλά τελικά, παρά τα μούσια, τα μαλλιά και τα ψιλοάθλια ρούχα, είχα βγάλει εισιτήριο ρε γαμώτο. Το τσέκαρε και μου το επέστρεψε, ρίχνοντάς μου ένα βλέμμα που με έκανε να νιώσω σαν κάδος απορριμμάτων σε περίοδο απεργίας των υπαλλήλων του Δήμου. Ώρα 07.33. Αποφασίζω να κάνω δεύτερη απόπειρα να κοιμηθώ, όταν ο οδηγός, με μια κίνηση σαδιστικά αντιδημοκρατική, ανοίγει το ραδιόφωνο του λεωφορείου και πετάει στα σκουπίδια κάθε τέτοια πιθανότητα. Ο οδηγός πρέπει να ανήκει στην κατηγορία ανθρώπων που πιστεύουν ότι η αποστολή τους ως DJ ολοκληρώνεται απλά με το άνοιγμα του ραδιοφώνου, καθώς φαίνεται ικανοποιημένος από το γεγονός ότι ακούμε εν μέσω πολλών παρασίτων διαφημίσεις ζωοτροφών, και το αφήνει εκεί [...]"

['Η θεωρία του "ευνούχου φίλου"', σελ.68]
"[...] Δύο είναι τα μεγάλα ξενερώματα στη ζωή του ανθρώπου: Το ένα είναι να γυρίζεις ψόφιος από τη δουλειά στο σπίτι, να ετοιμάζεις κάτι στα γρήγορα για να φας, να φοράς τις πιτζάμες σου, να πλησιάζεις με τις τελευταίες εναπομείνασες δυνάμεις τον καναπέ, με το πιάτο στο αριστερό χέρι και το τηλεκοντρόλ στο δεξί, και τη στιγμή ακριβώς που ξαπλώνεις στον καναπέ, με μια ακατάσχετη όρεξη για οριακή τηλεαποχαύνωση, να ανακαλύπτεις ότι η TV είναι κλεισμένη από το κουμπί που έχει πάνω της και δεν μπορεί να ανοίξει από το τηλεκοντρόλ. Τίποτα δεν έχει κουράσει τον δυτικό άνθρωπο περισσότερο από το σήκωμα και τη διαδρομή καναπές-τηλεόραση και πάλι πίσω [...]"

['Η θεωρία των ΜΑΒΑΓΡΑΔ', σελ.83]
"[...] ΕΜΥ (Εντελώς Μαλάκες Υπάλληλοι): Οι υπάλληλοι εκείνοι που δείχνουν να μισούν οτιδήποτε με δύο πόδια ζητάει να εξυπηρετηθεί από αυτούς. Αρχή τους: Όταν έχουμε εκνευριστεί από κάποιον, και ο ταλαίπωρος επόμενος έχει παρόμοιο πρόβλημα, τον αντιμετωπίζουμε λέγοντας "Μα, συνεννοημένοι είστε όλοι για να μου σπάσετε τα νεύρα; Α στο διά(ο)λο πια απ'το πρωί!" Η πιθανότητα να έχουν συνεννοηθεί όντως όλοι είναι τραγικά μικρή, εξ ου και η ονομασία της συγκεκριμένης κατηγορίας υπαλλήλων [...]"

[εισαγωγή στην ιστορία 'Μια Βλακεία', σελ.135]
"Αν ποτέ γινόταν πανευρωπαϊκός διαγωνισμός για το μεγαλύτερο ιστορικό ψέμα, η χώρα μας θα έβγαινε εύκολα πρώτη, συμμετέχοντας στο διαγωνισμό με μία μόνο λέξη: "Ελληνορθόδοξος". Πολύ μας γουστάρω με τη φοβερή μας ικανότητα να κολλάμε μεταξύ τους εντελώς ανόμοια πράγματα, να φτιάχνουμε ιδεολογικές σαλάτες, ανάλογα με το τι τραβάει η κάθε εποχή. Αλλά αυτή η συνύπαρξη του ορθολογικού αρχαίου ελληνικού πνεύματος με τη δογματική χριστιανική θεώρηση σε μια λέξη (και αν σκεφτείς με τι μανία κυνήγησε η δεύτερη το πρώτο) είναι μοναδικό φαινόμενο και οι δημιουργοί του αξίζουν δίπλωμα ευρεσιτεχνίας! Εντάξει, μπορεί να μη μάθαμε ποτέ στο σχολείο για τους αρχαιοελληνικούς ναούς που "εκχριστιανίστηκαν", για την εκκλησία που καθόλου δεν γούσταρε επαναστάσεις το 1821, γιατί τα είχε βρει μια χαρά με τους τούρκους και έτρωγε με χρυσά κουτάλια, ή ότι οι μισοί ήρωες της επανάστασης δεν μιλούσαν λέξη ελληνικά... [...] Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια άσωτης ζωής, μέχρι προχθές το πρωί που κατέβηκα στο κέντρο με το αυτοκίνητο και -ω του θαύματος!- βρήκα να παρκάρω στη Στουρνάρη με την πρώτη. Το γεγονός αυτό κλόνισε συθέμελα τα (μη) πιστεύω μου και έφερε και πάλι στην επιφάνεια το αρχέγονο ερώτημα περί ύπαρξης ή όχι του Θεού [...]"

Όσοι ενδιαφέρεστε, θα το βρείτε στο βιβλιοπωλείο της Βαβέλ στην οδό Λόντου (πεζόδρομος κάθετος στη Ζωοδόχου Πηγής για τους αστοιχείωτους).

Το άλλο βιβλίο που διάβασα (και μέχρι τώρα είχα διαβάσει -κατά διαστήματα- 3 φορές το πρώτο του κεφάλαιο μόνο, άγνωστο γιατί) ήταν 'Η βραδύτητα' του Μίλαν Κούντερα (εκδόσεις Εστία).
Σίγουρα ενδιαφέρον και με έχει προβληματίσει γλυκά μέχρι τώρα, παρ'όλα αυτά δεν έχω αποφασίσει αν η ανάγνωσή του μου προσέφερε την απόλαυση την οποία είχαν εγγυηθεί διάφοροι φαν του συγκεκριμένου βιβλίου. Και έχω την αίσθηση πως για τούτο φταίει η μετάφραση, καθώς διακρίνεται μια εκφραστική ανισορροπία σε πολλά σημεία (ίσως είναι και ιδέα μου, ξέρω'γω). Συγκρατώ προς το παρόν, δυο-τρια σκόρπια σημεία που στριφογυρίζουν στο νου μου:

(σελ.44)
"[...] Υπάρχει κρυφός σύνδεσμος μεταξύ βραδύτητας και μνήμης, μεταξύ ταχύτητας και λήθης. Ας πάρουμς μια όσο το δυνατόν πιο κοινότοπη κατάσταση: κάποιος περπατάει στο δρόμο. Ξαφνικά θέλει να θυμηθεί κάτι, αλλά του διαφεύγει η ανάμνηση. Εκείνη τη στιγμή, μηχανικά, επιβραδύνει το βήμα του. Αντιθέτως, κάποιος που προσπαθεί να ξεχάσει ένα δυσάρεστο περιστατικό που έζησε πριν από λίγο, επιταχύνει εν αγνοία του το βάδισμά του, σαν να θέλει να απομακρυνθεί γρήγορα από κάτι που, χρονικά, βρίσκεται ακόμα πολύ κοντά του. Στα υπαρξιακά μαθηματικά αυτή η εμπειρία παίρνει τη μορφή δύο στοιχειωδών εξισώσεων: ο βαθμός της βραδύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της μνήμης - ο βαθμός της ταχύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της λήθης".

(σελ.140)
"[...] Απ'αυτή την εξίσωση μπορούμε να βγάλουμε διάφορα πορίσματα, λόγου χάρη το εξής: η εποχή μας παραδίδεται στον δαίμονα της ταχύτητας και γι αυτό ξεχνάει τόσο εύκολα τον εαυτό της. Εγώ λοιπόν προτιμώ να αντιστρέψω αυτό τον ισχυρισμό και να πω: η εποχή μας έχει κυριευτεί από την επιθυμία. Επιταχύνει το βήμα της επειδή θέλει να καταλάβουμε ότι επιθυμεί να μην τη θυμόμαστε πια. Ότι έχει βαρεθεί τον εαυτό της. Έχει σιχαθεί τον εαυτό της. Ότι θέλει να σβήσει τη μικρή, τρεμάμενη φλόγα της μνήμης [...]"

(σελ.97)
"[...] Ιδού που την πατούν οι αυλοκόλακες της Επικαιρότητας. Δεν ξέρουν ότι οι καταστάσεις τις οποίες σκηνοθετεί η Ιστορία φωτίζονται μόνο τις πρώτες πρώτες στιγμές. Κανένα γεγονός δεν είναι επίκαιρο σε όλη τη διάρκειά του, παρά μόνο για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, στην αρχή αρχή [...]"

Επίσης, και ένας πολύ όμορφος ολοκαίνουριος δίσκος. Αυτός της Μάρθας Φριντζήλα και του Βασίλη Μαντζούκη, με τίτλο 'Baumstrasse' -δηλαδή 'ο δρόμος με τα δέντρα'.
Μέχρι τώρα, αγαπημένες στιγμές: "Ο Κουτεντές", "Καστελόριζο", "Κλείνει ο τόπος" και το ορχηστρικό "Κωδικός Καρχαρίας". Μια ηχητική ιδέα μπορείτε να πάρετε αν κάνετε κλικ εδώ.

Αυτά τα ...λίγα για τις διακοπές μου. Και τώρα πάλι πρόβες. Γιατί όχι λίγο σαξόφωνο;

 
 
 
 
Edited by © bananiotis