Από που θα μπορούσε να ξεκινήσει, άραγε, η κριτική για μια συναυλία όπως αυτή του Brad Mehldau Trio;
Ίσως, καταμετρώντας τις παρουσίες των "celebrities" της σκηνής -αγαπημένο άλλωστε σπορ του σιναφιού στις jazz συναυλίες. Ίσως, πάλι, σχολιάζοντας την ηχητική αρτιότητα και τις συνθήκες της διοργάνωσης ή το καλλιτεχνικό μέγεθος του ονόματος και τη σημασία του, αλλά και το γεγονός πως επρόκειτο για την πρώτη άφιξή του στη χώρα μας. Ίσως, τέλος, να ξεκινήσει με σχόλια για την προπώληση ή την προσέλευση του κόσμου -άλλο πρόσφατο αγαπημένο σπορ πλέον.
Η αλήθεια είναι ότι αυτή η κριτική θα μπορούσε να μην ξεκινήσει καν. Κι αυτό γιατί σε συναυλίες όπως αυτή της περασμένης Τρίτης, το θέμα δεν είναι η ίδια η συναυλία -πόσω μάλλον το playlist ή η (λιγότερο ή περισσότερο) λετπομερής καταγραφή των τεκταινομένων επί σκηνής. Θέλω να πω πως λίγη σημασία έχει το αν «τα'χωσε» ή όχι ο Jeff Ballard στα τύμπανα ή αν ο Melhdau έπαιξε ή όχι κάποιο χιτ των Radiohead, όπως συνηθίζει για χάρη των κοριτσιών...
Αυτό που έχει σημασία σε τέτοιες συναυλίες είναι ότι έρχεσαι αποκαλυπτικά αντιμέτωπος με το μεγάλο όραμα ενός μουσικού, που έχει αφιερώσει τον εαυτό του και την τέχνη του στη βαθιά μελέτη της παράδοσης και της αισθητικής του οργάνου, που σε κάθε νότα και κάθε συγχορδία που παίζει ακούς ταυτόχρονα την ιδιοφυία του Bill Evans, τη λόξα του Thelonious Monk και το λυρισμό του Keith Jarrett, όλα αρμονικά ταιριασμένα, ως φυσική συνέχεια της παράδοσης, και χωρίς να υποχωρεί ούτε στιγμή ή να θυσιάζεται επ'ουδενί το προσωπικό ύφος -τόσο στις συνθέσεις, όσο και στο στυλ παιξίματος ή τον αυτοσχεδιασμό. Ένα μουσικό όραμα που έχει διαγράψει την πορεία του με συνέπεια μέχρι τώρα, υπήρχε πριν και θα υπάρχει και δεν εξαντλείται σε μια συναυλία και ούτε έχει να αποδείξει κάτι σε μια δεδομένη στιγμή. Ένα όραμα με στέρεα βάση και εντυπωσιακά ξεκάθαρη θέση στο μουσικό γίγνεσθαι και το οποίο δεν στηρίζεται απλά στην ιδιοφυία του συνθέτη, τις δεξιότητες των μουσικών και τη φαντασία στον αυτοσχεδιασμό. Εν κατακλείδει, αναφέρομαι στην εμπειρία της συνάντησης με αυτό το μουσικό όραμα, όπου από τη στιγμή που γίνεσαι κοινωνός της, μόνο τυχερός μπορείς να νιώσεις.
Όποιος δεν εννόησε ότι αυτή η εμπειρία της οποίας γίναμε αυτήκοοι μάρτυρες προχτές στο Παλλάς υπαγορευόταν -σε κάθε στιγμή, σε κάθε μέτρο, ακόμα και σε κάθε αναπνοή- από την υπογραφή 'Brad Mehldau', είναι απλά out of point - όσες γνώσεις περί της jazz και αν καυχιέται για τον εαυτό του. Όποιος περίμενε κάτι έξω από το ηχητικό και αισθητικό σύμπαν που προτείνει χρόνια τώρα ο Mehldau -υπολογίζοντας και προσδοκώντας π.χ. στη δυναμική των παιχτών ή την παράδοση των τρίο ή το δυναμισμό των ευφάνταστων και δεξιοτεχνικών σόλο- απλά είχε έρθει σε λάθος συναυλία.
Ο Ballard που τρώει σίδερα πίσω από τα τύμπανα όταν τζαμάρει π.χ. με τον Chick Corea και τον Avishai Cohen, στο Mehldau Trio είναι ένας ταπεινός εργάτης του ρυθμού που σχεδόν ψυχαναγκαστικά απαγορεύει στο παίξιμό του τις ακραίες δυναμικές, τις εξάρσεις και τον εντυπωσιακό αυτοσχεδιασμό. Η αφετηρία του, ακόμα και στο drum solo, είναι η μουσική -για την ακρίβεια, η μουσική που ταιριάζει και υπαγορεύεται από το μουσικό όραμα του Mehldau, χωρίς αυτό φυσικά να μειώνει τον κάθε μουσικό ως αυτοτελή μονάδα. Το αντίθετο μάλιστα. Αυτή η ωριμότητα είναι που κατατάσσει τον συγκεκριμένο στους πιο λαμπρούς και decent drummers της σύγχρονης jazz, η ίδια ωριμότητα είναι που αναδεικνύει και το συνολικό ήχο του τρίο που οραματίζεται πίσω από το πιάνο του ο Mehldau.
Όσο για το καθαυτό συναυλιακό μέρος τι να πρωτοσχολιάσει κανείς;
Μήπως το εντυπωσιακό δέσιμο της ομάδας, το οποίο μπορεί μεν να είναι αυτονόητο και δεδομένο για ένα τρίο που είναι on the road συνέχεια εδώ και χρόνια, αλλά είναι στις λεπτομέρειες που κάνει τη διαφορά: στα λιτά και απέριττα (αλλά και grande) finale, στην ισορροπία ανάμεσα στα θέματα και τα σόλο, αναάμεσα στις φόρμες και τους αυτοσχεδιασμούς, ανάμεσα στο σόλο παίξιμο και τα groovy ομαδικά μέρη, στον ξεκάθαρο ρόλο κάθε μουσικής μονάδας ανά πάσα στιγμή, τις συνεχείς πάσες πάνω στον αυτοσχεδιασμό και το εκλεπτυσμένο interaction -πιο εντυπωσιακό τελικά από τη συνήθη και παρωχημένη φαντεζί δεξιοτεχνική προσέγγιση.
Μήπως να σταθεί στην απόλυτη ζεν ηρεμία του Mehldau -τόσο στο παίξιμο (πιο soft touch δεν γίνεται...), όσο και στις αργές και θεατρικές, πλην ειλικρινείς, υποκλίσεις ανάμεσα σε κάθε κομμάτι- η οποία σου επιβάλλει να αισθανθείς μύστης μιας τελετουργίας;
Μήπως στη συνέπεια και τη στιβαρότητα της rhythm section, δηλαδή αυτούς τους δύο έξοχους μουσικούς, τον "star" Jeff Ballard στα τύμπανα και τον «αθόρυβο» Larry Grenadier στο κοντραμπάσο -για τους οποίους το τελευταίο που τους απασχολεί στη σκηνή είναι το να δείξουν πόσο skilled είναι τα δάχτυλά τους;
Μήπως στον τόσο ιδιαίτερο ήχο του κάθε μουσικού, αλλά και τον τόσο ιδιαίτερο ήχο του τρίο που ξεπερνά (και ενοποιεί) το (ανομοιογενές) υλικό: από κλασικά ακούσματα μέχρι jazz standards και από αφαιρετικούς ambient πιανιστικούς αυτοσχεδιασμούς μέχρι pop και rock τραγούδια -not to mention τις πρωτότυπες συνθέσεις στις οποίες εντάσσουν μέχρι και atonal στοιχεία;
Μήπως στο γεγονός ότι όσο το τρίο ξεδιπλώνει την τέχνη του επί σκηνής αποκτούμε μια σαφή ερμηνεία των επιθέτων 'cool' και 'smooth' -χιλιόμετρα μακριά από τις trendy και lifestyleάδικες (κατα)χρήσεις τους; Κάπου εκεί, άλλωστε, γίνεται αντιληπτό (και πρέπει να γίνεται αντιληπτό) ότι το κάθε σύνολο, την κάθε συναυλία, το κάθε concept, οφείλεις να τα κρίνεις μέσα στα πλαίσια της ιδιαιτερότητας που το καθένα προτείνει. Ενδεχομένως να υπάρχουν ελάχιστα περιθώρια σε μια jazz συναυλία να χαρακτηριστεί από αυτό για το οποίο σε άλλου είδους συναυλίες και πολύ πιο αβίαστα, η αργκό προβλέπει τη λέξη «μούφα». Σίγουρα όμως τα κριτήρια ακρόασης γι αυτές τις συναυλίες δεν μπορεί να είναι κοινά και σταθερά, απλά και μόνο επειδή στη σκηνή υπάρχει μια παραδοσιακή διάταξη οργάνων η οποία παραπέμπει αυτόματα σε κάποιο στυλ που πιθανώς μας έχει εντυπωθεί εμβληματικά στο νου. Κοινώς, είναι λάθος να αποτολμά κανείς μια σύγκριση του Mehldau Trio με το κλασικό μοντέλο του piano trio -όπως το όρισε ο Bill Evans- ή με το αρκετά κοντινό αισθητικά Keith Jarrett Trio -το οποίο έχει τη βάση του στη veteran class και των τριών μελών του- ή ακόμα και με σύγχρονα trio όπως οι Bad Plus, οι Medeski, Martin & Wood και οι Avishai Cohen Trio -που το καθένα προτείνει μια διαφορετική προσέγγιση του ιδιώματος και αξιώνει το δικό του μερίδιο στο μεταμοντέρνο jazz status.
Η εμφάνιση του Brad Mehldau Trio δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια απλά καλή συναυλία. Ήταν μια πολύ δυνατή και συγκινητική εμπειρία και μια γενναιόδωρα απτή απόδειξη που μπορεί να φτάσει ένας καλλιτέχνης το όραμά του, διαγράφοντας με συνέπεια την πορεία που εκείνο επιτάσσει: από την καταγραφή των ερεθισμάτων στο μυαλό στη μετουσίωση σε έμπνευση -μέσω των ιδιαίτερων προσωπικών φίλτρων- από το μυαλό στα χέρια, από τα χέρια στο όργανο, από το όργανο στους άλλους μουσικούς και από όλους τους μουσικούς προς το κοινό. Και αυτό ούτε λίγο πράγμα είναι ούτε αυτονόητο φυσικά. Και ούτε συμβαίνει κάθε μέρα.
Δεν μπορεί άλλωστε να είναι τυχαίο να βλέπεις μετά το τέλος του τρίτου (!) encore -με ένα αέρινο και groovy 'Still Crazy After All These Years' του Paul Simon- τόσα και τόσο διαφορετικά πρόσωπα με έκδηλα ζωγραφισμένη τη συγκίνηση πάνω τους: από μουσικούς της τοπικής jazz σκηνής μέχρι θαμώνες της Αβραμιώτου, αλλά και την οικεία stoner-rock-φιγούρα του ασπρομάλλη μουσάτου πορτιέρη του Gagarin (πρώτη σειρά παρακαλώ)... Ποιο τρίτο encore δηλαδή, ήδη στο δεύτερο, με το 'Exit Music For A Film', η συγκίνηση είχε χτυπήσει peak. Για μένα προσωπικά, αυτή η κορύφωση είχε έρθει ήδη από το τέλος του κανονικού σετ: στη μαγική αποδόμηση του 'Unforgettable' και το ονειρικό φινάλε του, οπότε και οι δύο συνοδοιπόροι του Mehldau αφήνουν ευγενικά μόνο του τον leader να ξεδιπλώσει έναν απόκοσμο πιανιστικό αυτοσχεδιασμό και υπενθυμίζουν γλυκά και ταπεινά την παρουσία τους σε ένα σύντομο, πλην εξόχως συγκινητικό και ατμοσφαιρικό κλείσιμο.
Μια πραγματικά σπάνια βραδιά.
(review γραμμένο για το mixtape.gr)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου