Δεν θυμάμαι ποτέ να έχει κηρυχθεί πλήρης απαγόρευση της κυκλοφορίας σε ολόκληρο το κέντρο της πόλης που ζω, για μια ολόκληρη μέρα. Δεν είναι φυσικά καθόλου περίεργο που η πόλη αυτή έχει πλέον λειτουργία on/off. Ανοίγει-κλείνει, σαν διακόπτης. Κάποιος μπορεί να την κλείνει και να την ανοίγει, όπως ένα μαγαζί. Απόλυτα λογικό θέλω να πω, αφού η πόλη αυτή (και η χώρα) έχει γίνει προ πολλού το μαγαζί του. Απόλυτα λογικό επίσης, χτες που άκουγα έναν υπουργό να ορύεται πως έχει καθήκον να σώσει τη χώρα του, να σκεφτώ πως μάλλον δεν εννοούσε τη χώρα στην οποία ανήκει, αλλά τη χώρα που του ανήκει. Τέλος, απόλυτα λογικό να μένω ήσυχος που η βιτρίνα του μαγαζιού από χτες δεν κινδυνεύει -τουλάχιστον για κάποιο καιρό- αφού οι υποψήφιοι ταραξίες προδώθηκαν από τα νερομπίστολά τους και έπεσαν στα χέρια της δικαιοσύνης. Μια είδηση βέβαια που έπεσε έκτακτα και άτακτα, πάνω που θα μάθαινα πόσο ακόμα σκοπεύει να ξεφτιλίσει τις συλλογικές συμβάσεις και τα εργασιακά δικαιώματα ο πρόεδρος των συνδικαλιστών, αλλά και πόσες ακόμα ατομικές και συλλογικές ελευθερίες πρόκειται να καταπατηθούν το επόμενο σαββατοκύριακο. Παραλίγο δηλαδή.
ΓΡΑΦΟΥΝ
partners in crime
works
NIGHT ON EARTH
(Outlandish Recordings, 2006)
SECOND HAND
(Αχός/Sony, 2008)
Archives
-
►
2011
(16)
- ► Φεβρουαρίου (4)
- ► Ιανουαρίου (4)
-
▼
2010
(40)
- ► Σεπτεμβρίου (1)
- ► Φεβρουαρίου (5)
- ► Ιανουαρίου (6)
-
►
2009
(103)
- ► Δεκεμβρίου (9)
- ► Σεπτεμβρίου (6)
- ► Φεβρουαρίου (8)
- ► Ιανουαρίου (18)
-
►
2008
(83)
- ► Δεκεμβρίου (14)
- ► Σεπτεμβρίου (6)
- ► Φεβρουαρίου (8)
- ► Ιανουαρίου (3)
-
►
2007
(31)
- ► Δεκεμβρίου (5)
- ► Σεπτεμβρίου (5)
- ► Φεβρουαρίου (1)
- ► Ιανουαρίου (3)
Σάββατο, Δεκεμβρίου 04, 2010
ματωμένη πόλη
Θυμήθηκα πριν από χρόνια, αρκετά χρόνια, μια εμπειρία που με είχε σοκάρει. Σάββατο βράδι, πήγαινα με μια φίλη να δω το Σαββόπουλο -όχι, δεν ήταν αυτό το σοκ της εμπειρίας- που παρουσίαζε τότε σ'ένα εξ ημισείας πρόγραμμα, τον νέο φέρελπι τότε τραγουδοποιό Φοίβο Δεληβοριά, στη Σφεντόνα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Στη διαδρομή με το ταξί, κάπου στο ύψος της Κεφαλληνίας -που βρίσκονταν τότε τα γραφεία της Χρυσής Αυγής- μια σκηνή από αυτές που τώρα έχουν βρει και δημοκρατική επιχειρηματολογία και σιγά σιγά μπαίνουν και στο κοινοβούλιο: πέντε καλά παιδιά με ξυρισμένα -απ'έξω κι από μέσα- κεφάλια, έχουν βάλει κάτω έναν και τον παλουκώνουν με δέκα τρόπους, στη μέση του δρόμου. Ο ταλαίπωρος καταφέρνει κάπως να ξεφύγει και το πρώτο όχημα που βρίσκει καταφύγιο, είναι το ταξί μας. Με το πρόσωπο τίγκα στα αίματα και τα μισά δόντια να έχουν σπάσει, εκλιπαρεί τον ταρίφα να γκαζώσει για λίγο παρακάτω. Από το μισάνοιχτο παράθυρο, τα καλά παιδιά προσπαθούν να φιλοδωρίσουν με λίγα ακόμα μπουκέτα, μαζί με καθαρά ελληνικά του λιμανιού και της συμφοράς. Λίγα μέτρα πιο κάτω, ο ταλαίπωρος κατεβαίνει και η σκηνή παίρνει τέλος. Όσο για εμάς, μόνο όρεξη να δούμε συναυλία του Σαββόπουλου δεν είχαμε πλέον. Τελικά πήγαμε στη Σφεντόνα και βρήκαμε αδιάφορα μια θέση στα σκαλάκια του εξώστη, χαζεύοντας τις παράτες του Νιόνιου, με το μυαλό μας γεμάτο αίματα, σπασμένα δόντια και εθνική παλιγγενεσία. Μέχρι που σε μια στιγμή -νομίζω καθώς έπαιζε η Συννεφούλα- ξεδιπλώνεται πίσω από τη σκηνή μια τεράστια -τεράστια όμως- ελληνική σημαία, ενώ ο Νιόνιος κάτι αρχίζει να υμνεί σε γλώσσα ευρωπαϊκής ένωσης και ενότητας. Άντε γαμήσου λέω από μέσα μου κι απ'έξω μου, και σηκωνόμαστε αμέσως και φεύγουμε. Ο Νιόνιος συνεχίζει να τραγουδάει για έναν καράφλα απ'έξω κι από μέσα. Εγώ τον είχα δει πιο πριν σε λάηβ βερσιόν.
Χτες Παρασκευή, ξεκίνησα να πάω στον αγιασμό του νέου χώρου της ομάδας Δρόμος με Δέντρα. Βγαίνοντας από το Μετρό στο Μεταξουργείο, πέφτω πάνω σε μια συμμορία από αγανακτισμένα σκουτεράκια, που εκκινούσαν για κάποια εκκαθαριστική επιχείρηση στην Πλατεία Καραϊσκάκη, κάτω από το πρόσταγμα της γνωστής άσχημης ξανθιάς που σουλατσάρει στα κανάλια ως κάτοικος του Άγιου Παντελεήμονα (αλλά και στις τριγύρω περιοχές ως έποικος της Χρυσής Αυγής). Παίρνουμε το νόμο στα χέρια μας και αυτοάμυνα ήταν μέχρι πρότινος τα προτάγματα των αγανακτισμένων κατοίκων, τα οποία κατακτήθηκαν ως δικαιώματα, μετά από τόσο αγώνα και αίμα (των άλλων). Ξεφτιλίζουμε τους νόμους με τα χέρια μας και προληπτική επίθεση είναι η άμεση συνέχεια, θύμα της οποίας υπήρξε το κατάστημα ενός Άραβα, αρκετά πιο πέρα από τον Άγιο Παντελεήμονα... Δεν σοκάρομαι όμως πλέον. Ξέρω πως αυτοί κυνηγώντας τον άλλον, τον ξένο, κυνηγάνε τη δική τους Ελλάδα, έχουν οραματιστεί έναν άλλο κόσμο που είναι εφικτός. Και αυτό τον κόσμο τον κάνουν εφικτό μέρα-νύχτα, κάθε μέρα και κάθε νύχτα. Είναι μια Ελλάδα της ασχήμιας, της μιζέριας και του μίσους, που εχθρεύεται όχι μόνο τους ξένους, αλλά και τη γνώση, την παιδεία, την τέχνη, τον πολιτισμό, την αλληλεγγύη των ανθρώπων, καθώς και κάθε τι όμορφο συμβαίνει έξω από εθνικότητες, έξω από ιδιοκτησίες, έξω από συναλλαγές. Είναι μια Ελλάδα που μικραίνει τα πάντα, δεν τα μεγαλώνει. Κι έτσι, μικραίνει κι η ίδια.
Η δική μου Ελλάδα ήταν λίγα στενά πιο κάτω. Στον υπέροχο χώρο Baumstrasse (δηλαδή δρόμος με δέντρα) -το νέο πνευματικό παιδί της Μάρθας Φριτζήλα και του Βασίλη Μαντζούκη, στην οδό Σερβίων, αριθμός 8- ξεκινούσε η συναυλία του κόντρα-τενόρου Νικόλα Σπανού και του πιανίστα Νίκου Ζαφρανά, σε ρεπερτόριο εποχής Μπελ Επόκ και προκλασικών τραγουδιών. Στο δεύτερο μέρος, τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου από το Ματωμένο Γάμο, αλλά και οι πέντε Ελληνικές Μελωδίες του Μορίς Ραβέλ. Μόνο ομορφιά. Χωρίς μικρόφωνα, χωρίς την παραμικρή ενίσχυση -πέρα από τα κρασοκεράσματα- μια άλλη συνωμοσία, έβρισκε τους δικούς της μύστες. Με τις πρώτες νότες από το πιάνο, η ασχήμια είχε φύγει από τις παραστάσεις μου. Για την ακρίβεια, αυτή η σαπισμένη Ελλάδα που αλάφιαζε λίγα μέτρα πιο πάνω, μου φαινόταν ήδη πολύ μακρινή, σχεδόν απόκοσμη και μη υπαρκτή. Η καθάρια τέχνη μιλούσε, όπως μιλάει σε όποιον τη χρειάζεται. Ευγενικά, απλόχερα, συμπαντικά. Μια ωραία συναυλία, ανάμεσα σε ωραίους ανθρώπους -που δεν χασκογελάνε, δεν αναπαράγουν ατάκες διαφημιστικών, δεν φωνάζουν για ν'ακουστούν, δεν βρίζονται, δεν κοιτάνε με μισό μάτι ο ένας τον άλλον, δεν κοιτάνε το ρολόι, δεν στέλνουν νευρικά sms.
Στις επιλογές εξόδου της Παρασκευής, γύρω από την Πλατεία Καραϊσκάκη, κάποιοι τριγύριζαν μανουριάζοντας και δέρνοντας ανθρώπους και κάποιοι κάθονταν με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι να μαγεύονται από τραγούδια. Μέσα στο ίδιο οικοδομικό μπλοκ, δυο Ελλάδες ανέπνεαν και ζούσαν -η μία ασθμαίνοντας, η άλλη δίνοντας οξυγόνο. Θυμήθηκα τη δασκάλα μου να μου λέει πως είμαστε τόσες Ελλάδες, όσοι κι οι Έλληνες. Στον ξένο μετανάστη, που δεν μπορώ όλα αυτά να του τα εξηγήσω ακόμα, ας του ψιθυρίσει ο Γκάτσος πως "η χαραυγή θα γιάνει τον πόνο της νυχτιάς"...
Χτες Παρασκευή, ξεκίνησα να πάω στον αγιασμό του νέου χώρου της ομάδας Δρόμος με Δέντρα. Βγαίνοντας από το Μετρό στο Μεταξουργείο, πέφτω πάνω σε μια συμμορία από αγανακτισμένα σκουτεράκια, που εκκινούσαν για κάποια εκκαθαριστική επιχείρηση στην Πλατεία Καραϊσκάκη, κάτω από το πρόσταγμα της γνωστής άσχημης ξανθιάς που σουλατσάρει στα κανάλια ως κάτοικος του Άγιου Παντελεήμονα (αλλά και στις τριγύρω περιοχές ως έποικος της Χρυσής Αυγής). Παίρνουμε το νόμο στα χέρια μας και αυτοάμυνα ήταν μέχρι πρότινος τα προτάγματα των αγανακτισμένων κατοίκων, τα οποία κατακτήθηκαν ως δικαιώματα, μετά από τόσο αγώνα και αίμα (των άλλων). Ξεφτιλίζουμε τους νόμους με τα χέρια μας και προληπτική επίθεση είναι η άμεση συνέχεια, θύμα της οποίας υπήρξε το κατάστημα ενός Άραβα, αρκετά πιο πέρα από τον Άγιο Παντελεήμονα... Δεν σοκάρομαι όμως πλέον. Ξέρω πως αυτοί κυνηγώντας τον άλλον, τον ξένο, κυνηγάνε τη δική τους Ελλάδα, έχουν οραματιστεί έναν άλλο κόσμο που είναι εφικτός. Και αυτό τον κόσμο τον κάνουν εφικτό μέρα-νύχτα, κάθε μέρα και κάθε νύχτα. Είναι μια Ελλάδα της ασχήμιας, της μιζέριας και του μίσους, που εχθρεύεται όχι μόνο τους ξένους, αλλά και τη γνώση, την παιδεία, την τέχνη, τον πολιτισμό, την αλληλεγγύη των ανθρώπων, καθώς και κάθε τι όμορφο συμβαίνει έξω από εθνικότητες, έξω από ιδιοκτησίες, έξω από συναλλαγές. Είναι μια Ελλάδα που μικραίνει τα πάντα, δεν τα μεγαλώνει. Κι έτσι, μικραίνει κι η ίδια.
Η δική μου Ελλάδα ήταν λίγα στενά πιο κάτω. Στον υπέροχο χώρο Baumstrasse (δηλαδή δρόμος με δέντρα) -το νέο πνευματικό παιδί της Μάρθας Φριτζήλα και του Βασίλη Μαντζούκη, στην οδό Σερβίων, αριθμός 8- ξεκινούσε η συναυλία του κόντρα-τενόρου Νικόλα Σπανού και του πιανίστα Νίκου Ζαφρανά, σε ρεπερτόριο εποχής Μπελ Επόκ και προκλασικών τραγουδιών. Στο δεύτερο μέρος, τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου από το Ματωμένο Γάμο, αλλά και οι πέντε Ελληνικές Μελωδίες του Μορίς Ραβέλ. Μόνο ομορφιά. Χωρίς μικρόφωνα, χωρίς την παραμικρή ενίσχυση -πέρα από τα κρασοκεράσματα- μια άλλη συνωμοσία, έβρισκε τους δικούς της μύστες. Με τις πρώτες νότες από το πιάνο, η ασχήμια είχε φύγει από τις παραστάσεις μου. Για την ακρίβεια, αυτή η σαπισμένη Ελλάδα που αλάφιαζε λίγα μέτρα πιο πάνω, μου φαινόταν ήδη πολύ μακρινή, σχεδόν απόκοσμη και μη υπαρκτή. Η καθάρια τέχνη μιλούσε, όπως μιλάει σε όποιον τη χρειάζεται. Ευγενικά, απλόχερα, συμπαντικά. Μια ωραία συναυλία, ανάμεσα σε ωραίους ανθρώπους -που δεν χασκογελάνε, δεν αναπαράγουν ατάκες διαφημιστικών, δεν φωνάζουν για ν'ακουστούν, δεν βρίζονται, δεν κοιτάνε με μισό μάτι ο ένας τον άλλον, δεν κοιτάνε το ρολόι, δεν στέλνουν νευρικά sms.
Στις επιλογές εξόδου της Παρασκευής, γύρω από την Πλατεία Καραϊσκάκη, κάποιοι τριγύριζαν μανουριάζοντας και δέρνοντας ανθρώπους και κάποιοι κάθονταν με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι να μαγεύονται από τραγούδια. Μέσα στο ίδιο οικοδομικό μπλοκ, δυο Ελλάδες ανέπνεαν και ζούσαν -η μία ασθμαίνοντας, η άλλη δίνοντας οξυγόνο. Θυμήθηκα τη δασκάλα μου να μου λέει πως είμαστε τόσες Ελλάδες, όσοι κι οι Έλληνες. Στον ξένο μετανάστη, που δεν μπορώ όλα αυτά να του τα εξηγήσω ακόμα, ας του ψιθυρίσει ο Γκάτσος πως "η χαραυγή θα γιάνει τον πόνο της νυχτιάς"...
Αναρτήθηκε από costinho στις 12:07 μ.μ. 3 σχόλια
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)