Τρίτη, Μαρτίου 15, 2011

ένας κανένας που σας σεργιανά

Είναι μεγάλη απώλεια ο Ρασούλης. Μεγάλη, τεράστια, και ψάχνω τις λέξεις για να το συντάξω να γίνει κατανοητό. Ψάχνω να βρω κανά βίωμα που να ταιριάζει, αφού εξ ορισμού τα βιώματα κουβαλούν ως εικόνες και ως μήνυμα, ασύγκριτα πιο βαρύ αφηγηματικό φορτίο, που κάνουν αμέσως ρέστα στο ταμείο της ψυχής. Όχι, δεν έχω κανένα βίωμα, καμία παράσταση. Μόνο ότι τον έβλεπα κάποιες φορές στον ηλεκτρικό και σκεφτόμουν "κοίτα, ο Ρασούλης". Το λες βίωμα αυτό; Όχι, δεν το λες. Αλλά ίσως είναι μια παράσταση, μια εικόνα που μου λέει ότι ο Ρασούλης υπήρξε ανάμεσά μας, μετακινιόταν ταπεινά με το τρένο, τους καθημερινούς πληβείους, τους ξένους, τους πιο ξένους, τους νόμιμα ξένους και τους παράνομα ξένους. Είναι μια εικόνα που την έχω δίπλα μου, εντελώς δίπλα μου, μέσα στη μέρα μου, μέσα στο βλέμμα μου, και όχι στην τηλεόραση, που και πάλι βλέμμα μου είναι, αλλά όχι βλέμμα φιλικό, όχι βλέμμα διερευνητικό, όχι βλέμμα άμεσο και, προπάντων, είναι βλέμμα ανώδυνο: δεν μπορεί να σε δει ο άλλος, δεν μπορεί να ανταποδώσει.

Τον θυμάμαι, πέρσι το Πάσχα, αγέρωχο, να τριγυρνάει στα καντούνια της Κέρκυρας και να επισκέπτεται τον Πλου -τον Πλου που η Ουρανίτσα πρωτοταξίδεψε και άφησε κι εκείνη πολλά στο ταμείο της ψυχής- και να λέμε μαζί με τον Δήμο, "κοίτα, ο Ρασούλης". Δεν ανταλλάξαμε ούτε κουβέντα, σχεδόν ούτε βλέμμα, άρα πάλι δεν μπορώ να μιλάω για βίωμα. Για δες όμως: άλλο ένα τεκμήριο του περάσματός του ανάμεσά μας. Αυτή τη φορά, στο δικό μας χώρο -τυχαία, ξετυχαία, δεν έχει σημασία- στο δικό μας αγαπημένο στέκι, στο δικό μας τεκμήριο ύπαρξης, συνευρέσεων, βιωμάτων. Σε ένα χώρο που όποιος βρέθηκε και στάθηκε -έστω και για λίγο- έγινε κουβέντα και ανάμνηση·κατεγράφη το πέρασμά του -τα βήματά του είναι ακόμα εκεί, μαζί με τα τόσα βήματα. Υπήρξε κι εκεί, ξαναπέρασε δίπλα μας.

Δεν ξέρω τι να γράψω για τον Μανώλη Ρασούλη. Ξέρω μόνο πως οι στίχοι του υπήρξαν, πως τραγούδησα τους στίχους του, πως χόρεψα με τους στίχους του, πως συγκλονίστηκα από τους στίχους του, πως συγκλονίστηκαν πολλοί από τους στίχους του, και τους χόρεψαν ακόμα περισσότεροι. Ξέρω ότι τον πόνεσα βαθιά, έστω και για λίγο, όταν τον έδιωχνε από τη χώρα το νταλαριστάν. Ξέρω επίσης ότι ένιωσα τα λόγια του, τις λέξεις του, σαν λόγια φίλου, όχι ξένου. Σαν λόγια που απευθύνονται σε μένα, όχι σε πολλούς. Με κάποιο τρόπο δηλαδή, μου μιλούσε. Μιλούσε σε μένα. Κι αυτό, μάλλον, είναι βίωμα. Ξέρω επίσης πως υπήρξε ανάμεσά μας.

Το "εδώ είναι του Ρασούλη", για τον ίδιο έκρυβε ταπεινότητα, διατύπωνε σκωπτικά την ασημαντότητα και την κατάντια, μπροστά στο χαμένο, απόμακρα ηρωικό, Σούλι. Έλα όμως που κρύβει μεγαλείο. Τεράστιο.


ΥΓ1. Δύο, σχεδόν συγκλονιστικά, κείμενα για τον Ρασούλη:
του Πάνου Θεοδωρίδη και του Οδυσσέα Ιωάννου.


ΥΓ2. Παρακαλώ τη μοναξιά, γλυκά να μου ξηγήσει
τι ένα ανθό στην ερημιά τον έκανε ν'ανθίσει
(αφού κανένας δεν περνά να σκύψει, να μυρίσει,
αυτός γλυκά μοσχοβολά) κι εμένα να σαστίσει.

ΥΓ3. ...Το'χω νιώσει όταν πονώ, σαν θα γίνεσαι ένας ξένος, πιο βαθιά να σ'αγαπώ.

Τρίτη, Μαρτίου 08, 2011

στην Ελλάδα

Γύρισε πάλι πίσω στην Ελλάδα, ο Κυνόδοντας. Πήγε μέχρι τη Αμερική και γύρισε. Και γύρισε, έτσι όπως πήγε. Όπως πήγε; Όχι ακριβώς.

Στο μεσοδιάστημα, ξαναπροβλήθηκε, δημιούργησε κουβέντες, όμορφα κείμενα, ποστ, άρθρα, διαμάχες, αναλύσεις, πόλωσε, ξεβόλεψε, ενόχλησε, επαινέθηκε, έγινε σημείο αναφοράς, άφησε στίγμα -το δικό του στίγμα. Στο μεταξύ επίσης, είδα κι εγώ την ταινία. Δυστυχώς (και αναγκαστικά τότε) σε ντιβιντί, λόγω ενοχικών σκέψεων που φούντωσαν μετά και το αναπάντεχο σούσουρο που έκανε ιντερνετικά η προηγούμενη αναφορά μου. Και είναι βδομάδες που σκέφτομαι πως θα'πρεπε να γράψω κάτις, τώρα που έχω και άποψη επί του έργου -σαν να χρωστάω μια ουσιαστική αναφορά στην ίδια την ταινία, πέρα από τα εμόσιοναλ τριγύρω της. Και ήθελα, είναι η αλήθεια, να γράψω πολλά -γιατί με έκανε να σκεφτώ και να'χω να πω πολλά. Γιατί αυτό είναι οι μεγάλες ταινίες. Κρύβουν περισσότερα απ'όσα φανερώνουν και σ'αφήνουν γενναιόδωρα να βρεις εσύ τις λέξεις στα ανείπωτα, αλλά και να προσθέσεις και τις δικές σου λέξεις, να συνεχίσεις μόνος σου τις προτάσεις, να πάρεις τους χαρακτήρες και τις ατάκες και να κάνεις τις δικές σου προβολές: στην πραγματικότητα, στην πραγματικότητά σου, στην πραγματικότητα που γράφεται ερήμην σου, έξω από τα όρια της αυλής σου, έξω από την ασφάλεια που οι προσλαμβάνουσές σου ορίζουν, έξω από τα νοήματα που σε συγκινούν.

Ήθελα να γράψω για το αριστοτεχνικά αποστασιοποιημένο γύρισμα του Λάνθιμου, τις μπρεχτικές τεχνικές στην αφήγηση, για το σενάριο που έλαμπε δια της οικονομίας του, για τα τόσα κερδισμένα κινηματογραφικά στοιχήματα, για τη σαγήνη της τολμηρής δημιουργίας που δεν κολώνει μπροστά σε αγορές και νόρμες πώλησης και προμόσιον, για το ότι ίσως τελικά η ταινία και να
γύρισε όπως ακριβώς πήγε, ακριβώς γιατί δεν άλλαξε σε τίποτα, δεν την βρήκε καμία έκπτωση στο δρόμο, κανένας συμβιβασμός στο μοντάζ και στις ερμηνείες. Για να πάει μέχρι εκεί, μόνο έτσι μπορούσε να πάει: ακέραιη. Ακριβώς έτσι όπως πήγε. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο κέρδος της.

Ήθελα να μετρήσω όλους τους νοηματικούς παραλληλισμούς, να εξηγήσω στους αδαείς όλο το συμβολισμό -και την ιστορική σημειολογία- της αιμομιξίας, να κάνω και μια ελάχιστη πραγματεία για τους προτυπικούς εφιάλτες που κατατρέχουν -και κατατρύχουν- κάθε φοβική κοινωνία, όπως η δική μας, και οι οποίοι βρίσκονται σχεδόν σε κάθε πλάνο του Λάνθιμου. Ήθελα επίσης να καταγράψω τους τόσους μα τόσους αδιάβαστους περί τέχνης και αισθητικού κώδικα, που δεν λένε να εννοήσουν πως οι ταινίες μπορούν να είναι και συμβολικές και να περιγράφουν συμπεριφορικές αναγωγές (ναι, το μπορούν αυτό οι ταινίες) και πως όταν βλέπουμε στην οθόνη κάποια λ.χ. αιμομικτική σχέση, η σκηνή δεν φέρει αναγκαστικά τη βαρύτητα ενός διαφημιστικού τρέηλερ και δεν προβάλλεται ως πρότυπο ή αξία, αλλά μάλλον κάτι άλλο θα σημαίνει, κάτι άλλο θέλει να μας πει, μάλλον κάτι θέλει να μας πει. Κι ενώ μηνγουάηλ, θεωρείται φυσικό να μασουλάς ποπ κορν σε χάη κλιματιζόμενη αίθουσα, και να παρακολουθείς φόνους και πολέμους, ενώ καμακώνεις και γκόμενα στο μεταξύ. Ή χρίζονται τολμηρά κάτι νερόβραστα αρρωστημένα σκουπίδια σαν το Brokeback Mountain.
Μον Ντιε...

Έκανε λοιπόν τον κύκλο της η ταινία, αίθουσες, βραβεία, διακρίσεις, όσκαρ, ξανά αίθουσες, προσφορά σε εφημερίδα. Γύρισε και από τα ξένα και βρήκε πάλι τους δικούς της. Βρήκε και τους χαρακτήρες του σεναρίου της. Όπως εκείνον τον θλιβερό καπελάκια Σούπερ Μπίνγκο -ναι, αυτό το όρθιο λείψανο που κάποτε γύριζε με φόρα την τροφό της τύχης, με λιπαντικό τους τηλεοπτικούς χυμούς της Κρίστας και σάουντρακ τις φωνές φοιτητών από τα κρατητήρια της χούντας- ο οποίος δήλωσε, πάντα ωραίος ως Έλληνας, πως χάρηκε για την υποψηφιότητα, επειδή ακούστηκε η Ελλάδα, αλλά χάρηκε επίσης που δεν πήρε το βραβείο, γιατί θεωρεί την ταινία απαράδεκτη και θα ήταν προσβλητική για την Ελλάδα, αν είχε κερδίσει. "Πόσο μαλάκας μπορεί να είναι ένας άνθρωπος", αναρωτιέται ένας φίλος στο φέησμπουκ. Πόσο ωμά αποκαλυπτικός είναι, σκέφτομαι εγώ -αφού ο άνθρωπας καταφέρνει μέσα σε μία πρόταση να εκφράσει γλαφυρά τις δύο σπουδαιότερες εθνικές αξίες μας. Από τη μία, το καμάρι σαν γύφτικο σκερπάνι που νιώθουμε κάθε φορά που κάτι (το ο,τιδήποτε) με αποστολέα Greece, ταξιδεύει και κερδίζει φως σε κάποιο σημείο του πλανήτη, και το φως αυτό ανήκει δικαιωματικά σε όλους μας -αφού όλοι πληρώνουμε φόρους και όλοι είμαστε ίσοι και όλοι ένα πράμα γενικά, εθνικά, πλανητικά- και όχι μόνο ανήκει σε όλους μας, αλλά μπορούμε και να το καμαρώνουμε για εντελώς δική μας επιτυχία, αφού γενικά ιτς οκέη να καμαρώνεις προσωπικά τις επιτυχίες των άλλων, τις επιτυχίες που ίσως ποτέ σου δεν αξιώθηκες (πάντα με την αβάντα του νοηματικού εθνικού πλαισίου που μας δίνει το όλοι) και να ανεμίζουμε τη γαλανόλευκη αφού ο Έλληνας -ο κάθε Έλληνας, εγώ, εσύ, ο Λάνθιμος, δεν έχει σημασία- πάλι κέρδισε. Από την άλλη, και στο δια ταύτα, η μισαλλοδοξία γεμίζει κάθε σπιθαμή του ζωοδότη πνεύμονα της ιδιοσυγκρασίας μας, η υπονόμευση κάθε πραγματικής επιτυχίας που ξεφεύγει από τις προσλαμβάνουσές μας είναι εξ ορισμού ύποπτη, είναι αξιοπερίεργη, ίσως είχε και κάνα μέσο, ίσως αβαντάρεται από σκοτεινά κέντρα και πάντα εις βάρος μας, αλλά και ποιος είναι άλλωστε ο Λάνθιμος που θα πάει στα όσκαρ, σιγά το πράμα, κι εγώ το κάνω αυτό, ο καθένας μας μπορεί, ο κάθε Έλληνας μπορεί (αφού, είπαμε, ο Έλληνας κέρδισε), ο Λάνθιμος μέχρι προχτές γύριζε βιντεοκλίπ της σειράς, η ταινία είναι άρρωστη και δεν έχει το χαμόγελο του Sakis, κουλτούρα να φύγουμε, ο κόσμος δεν τα καταλαβαίνει αυτά, ο κόσμος έχει προβλήματα, θέλει να ξεσκάσει, ο κόσμος αυτά θέλει, και όλη αυτή η παραφιλολογία. Με δυο λόγια, καμάρι για επιτυχίες που δεν μας ανήκουν και φθόνο γι'αυτές ακριβώς επειδή δεν μας ανήκουν.

Σκέφτομαι όμως και πόσο λανθάνον δίκαιο κρύβουν τα λόγια του χουντοκονφερανσιέ. Γιατί πράγματι η ταινία είναι προσβλητική για την Ελλάδα. Και προσβάλλει την Ελλάδα εκείνη που, εκμεταλλευόμενη τους νόμους της άνωσης και της κενότητας, αγκομαχεί βροντόφωνα να επιπλεύσει -και μαζί της (και μέσα της) επιπλέουν με τον ίδιο τρόπο ένας σωρός φελλοί, όπως κακή ώρα κάτι περσόνες τύπου Μαστοράκης, κάτι ανθρωπόμορφοι απόπατοι σαν τον Θέμο, κάτι σκιές που η μια την άλλη λεν πως ξέρουν και λένε αγάπη μου με ολόιδιες φωνές. Προσβάλλει την Ελλάδα που χαριεντίζεται στα τηλεοπτικά πάνελ, την ώρα που στο Υπατία μια άλλη Ελλάδα αναστενάζει (και επίσης προσβάλλει) -ναι, η Ελλάδα των ξένων, γιατί κι αυτή Ελλάδα είναι- προσβάλλει την Ελλάδα που περιμένει να γελάσει με το σάπιο και άνυδρο χιούμορ της ραδιοαρβύλας, να γαργαλιστεί με το σεξιστικό ακκισμό του Όλα, να ρουφήξει πολιτική σκέψη από το λαϊκισμό του Λάκη και να χορτάσει ενημέρωση από την κλειδαρότρυπα του Μάκη. Προσβάλλει καίρια το συμπεριφορικό πρότυπο της κυρίαρχης αισθητικής -η οποία δεν είναι παρά το κενό της αισθητικής, με την έννοια της απουσίας οποιουδήποτε στίγματος αισθητικής- πρότυπο που συγχρονίζεται με τις επίπλαστες ανάγκες και αναγκαιότητες της ίδιας αυτής Ελλάδας, που επιτάσσει και ασπάζεται όλα τα in και τα must, ενώ (όχι και πολύ) βαθιά μέσα της κρύβει αποκρουστικά τέρατα και γαλουχεί την αυτιστική συνέχειά της -κάτι σαν τα παιδιά της οικογένειας του Κυνόδοντα. Είναι μια Ελλάδα που σ'όλους αρέσει να κερδίζει, να φέρνει κούπες, να φέρνει επιτυχίες από ψηφοφορίες, παζάρια και καλάθια, που προσπερνάει τη ντόπα και τη μπαγαποντιά, αλλά την καταβρίσκει με τα εθνοστεντόν και τα ελληνικά DNA, την καταβρίσκει να καμαρώνει ως ανώτερη μπροστά στους κατσαπλιάδες ξένους και φτωχούς -ή φτωχούς ξένους- μια Ελλάδα που φτάνει μέχρι τον Κεντέρη και άλλες τέτοιες πανεθνικές μαλακισμένες στιγμές που μπορούν να συνοδευτούν από μια εικόνα της γαλανόλευκης και ένα σχολικό ποίημα, κουβαλώντας εν είδει βιβλιογραφικής τεκμηρίωσης το Αιγαίο του Ελύτη και τα μάρμαρα των μνημείων, για τα οποία όμως δεν γνωρίζει τίποτα. Μια Ελλάδα που, σαν τα παιδιά του Κυνόδοντα, έχει εκπαιδευτεί πλέον άριστα να συμφύρει λέξεις και έννοιες, να υπολείπεται νοημάτων και παραστάσεων, να απωθεί το βίωμα και τη μνήμη, να χάνει την όποια ανθρωπιά της -μα και τους βαθμούς συγγενείας, τη συνοχή της, την αλληλεγγύη της- μπροστά στο συμφέρον, στο ίδιον όφελος, όπου όφελος είναι -ακριβώς όπως και στην ταινία- το βραβείο της ημέρας, άλλη μια μικροαστική δικαίωση, άλλο ένα καρότο.

Το συμφυρμό των εννοιών και τη στρέβλωση των μεγεθών τη ζούμε πλέον ως αυτονόητο, σχεδόν ως κεκτημένο. Αρκεί να αντρέξει κανείς στο λεξιλόγιο που συνοδεύει την απεργία στο Υπατία, την απεργία γενικά ως έννοια, τα εργασιακά δικαιώματα, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην εργασία, το δικαίωμα στο λόγο, το δικαίωμα να χαλάσεις μια θεαθήνικη φιέστα του Πάγκαλου χωρίς να κατηγορηθείς ως τρομοκράτης και απορρυθμιστής του πολιτεύματος. Αρκεί να δεις πλέον πως αλλάζουν τα δεδομένα στο google και στρεψοδικούν τα τεκμήρια, άμα λ.χ. αναζητήσεις πληροφορίες για τον Ιωάννη Μεταξά και το Γεώργιο Γρίβα, ακόμα και για τη Δραγώνα και τον Τατσόπουλο -την ίδια ώρα που κάποια πειραγμένη και επικίνδυνη δασκάλα στον Έβρο εξαίρεται από την Ακαδημία για την πατριωτική στάση της. Αρκεί να σταθείς για λίγο έξω από τον εαυτό σου, από την ιδιωτικότητα και ιδιωτεία σου, έξω από το κυνήγι της επικαιρότητας, έξω από το μικρό σου κράτος, έξω από την όποια εξουσία σου ν'αλλάξεις τα πράγματα, για να δεις τότε ξεκάθαρα πως καμία εξουσία δεν έχεις ν'αλλάξεις τα πράγματα -δυνατότητα έχεις, αλλά εξουσία όχι, ενώ και την περίπτωση να κάνεις εξουσία τη δυνατότητα, την έχεις απωθήσει, την έχεις σχεδόν ξεφτιλίσει- πως η απόδραση από τον αυτισμό ισοδυναμεί σχεδόν με υπέρβαση, αν όχι με θαύμα, πως την επικαιρότητα απλώς την παρακολουθείς αντί να τη διαμορφώνεις, πως το μικρό σου κράτος είναι μεν ασφαλές, αλλά είναι για γέλια, πως η ιδιωτεία σου δεν έχει εξασφαλίσει τίποτα το ανθρώπινο πέρα από την ανταπόκρισή σου σε δυο-τρεις προτάσεις του Αθηνοράματος, άντε και ένα εξοχικό να ηρεμείς τα σαββατοκύριακα. Να δεις τότε ξεκάθαρα πως όχι μόνο δεν έχεις χάσει τον κυνόδοντά σου -το τεκμήριο της ωρίμανσης- αλλά και πως δεν επιθυμείς, αντίθετα από την Αγγελική στην ταινία, να τον χάσεις ή -ακόμα χειρότερα- συμπεριφέρεσαι σαν να σου έχει πέσει, αλλά τον έχεις ξανακολλήσει στα κρυφά, γιατί φοβάσαι να βγεις εκεί έξω. Γιατί φοβάσαι τις γάτες τέρατα και εκείνους που σκότωσαν το (φανταστικό και άγνωστο) αδερφό σου. Γιατί όλα αυτά για σένα δεν είναι πρόκληση και γιατί δεν σου πέρασε από το μυαλό πως η κοινωνία έξω από την αυλή, ενδεχομένως να είναι διαφορετική και να κρύβει άλλες βεβαιότητες και σταθερές, άλλες προκλήσεις και άλλες απολαύσεις, και πως ίσως σ'αυτήν την πολιτεία, την έξω από την αυλή σου, την ίσως πολύ μακριά από την αυλή σου, μπορείς να ξαναορίσεις τις λέξεις, μπορείς ακόμα και να φτιάξεις τις δικές σου λέξεις, μπορείς να πεις φίλο τον ξένο, μπορεί εκεί να μη χρειάζεται να ορίσεις τους ανθρώπους για να τους δεχτείς, να μη χρειάζεται να χωρίσεις τους ανθρώπους για να βρεις τη θέση σου ανάμεσά τους, να μη χρειάζεται ούτε ο βαθμός συγγένειας για να καθορίσει το μέτρο της αγάπης και της εξάρτησης, να μη χρειάζεται κανείς πάνω από σένα που θα συντάσσει κανονισμούς για τις νομοτέλειες της ζωής σου και των δοντιών σου -πόσο μάλλον για τη σύνδεση της ζωής σου με τα δόντια σου. Αρκεί να έχεις την περιέργεια για να τα συναντήσεις όλα αυτά. Ή τη φαντασία για να τα οραματιστείς και να τα δημιουργήσεις.

Γιατί υπάρχουν στιγμές στη ζωή σου που αλλάζεις όσο δεν έχεις αλλάξει σ'όλα σου τα υπόλοιπα χρόνια. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αν είσαι έτοιμος, έφυγες... Που πας; Μα, πας παραπέρα. Εκτιμάς αστραπιαία ό,τι έχεις κάνει μέχρις εκείνη τη στιγμή στη ζωή και αισθάνεσαι, ξαφνικά, σαν να πετάς. Διότι μόνο πετώντας προλαβαίνεις να κάνεις αυτά που ήθελες να κάνεις και δεν είχες προλάβει να κάνεις μέχρις εκείνη τη στιγμή. Κατάλαβες;

 
 
 
 
Edited by © bananiotis