Τρίτη, Μαρτίου 30, 2010

MAN IS DEAD. MUSIC HAS FAILED: Μια αναφορά στο έργο και τις ιδέες του συνθέτη Γιάννη Χρήστου

Εισαγωγή:
Πρόσφατα, συγκεκριμένα στο τεύχος Απριλίου που κυκλοφορεί εδώ και λίγες ημέρες, υπέγραψα μια δημοσίευση για το περιοδικό
Δίφωνο σχετικά με το έργο και τις ιδέες του συνθέτη Γιάννη Χρήστου, έπειτα από πρόσκληση της υπεύθυνης της στήλης για την κλασική ελληνική δημιουργία, Λιάνας Μαλανδρενιώτη. Πέρα από τα ειλικρινή μου ευχαριστήρια για την ευκαιρία αυτή, να παρουσιαστεί με σχετικά πλήρη αναφορά το σπουδαίο έργο αυτής της ουσιαστικά άγνωστης φυσιογνωμίας της σύγχρονης τέχνης -και δη του όποιου ελληνισμού- δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στους αγοραίους περιορισμούς του περιοδικού που κατά σημεία ευνούχισαν νοηματικά το κείμενο και τη συλλογιστική του. Σε μια έκδοση με εξώφυλλο το Μιχάλη Χατζηγι
άννη, που φιλοξενεί από ένα αφιέρωμα στις μουσικές βιβλιοθήκες μέχρι δώρο CD του Miles Davis και του Νίκου Ξυδάκη, ανάμεσα σε δύο δακρύβρεχτες μελιστάλαχτες ηλιογέννητες πορφυροβάπτιστες συνεντεύξεις της Φωτεινής Δάρρα και του Marios Frangoulis, στριμώχτηκαν οι 2.000 λέξεις για τον Χρήστου, αυστηρά καταμετρημένες έξω από νοήματα, σημασία, σπουδαιότητα, συνέχεια, πληρότητα. Με αισθητική celebrity αναφοράς, δημοσιεύτηκαν ατυχώς δύο τεράστιες φωτογραφίες του συνθέτη -οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν κάποιο χώρο σε επιπλέον λέξεις, δηλαδή ουσία- ενώ η συνολική αισθητική παρουσίασης του κειμένου υπακούει στη συνολική του περιοδικού -εκείνη που επιβάλλει στον στοιχειοθέτη να χρησιμοποιήσει στην ίδια σελίδα όσες γραμματοσειρές έχει στη διάθεσή του, προφανώς προς χάριν εντυπωσιασμού. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ στις ενστάσεις μου, απλά θεωρώ πλέον ότι στην περίπτωση παρουσίασεων τόσο σημαντικών προσωπικοτήτων όπως ο Χρήστου, οι όροι προβολής τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την ανάγκη για προβολή τους. Κοινώς, τι δουλειά έχει ο Χρήστου, πετσοκομμένος, σε ένα μουσικό μπακάλικο, ανάμεσα σε πατάτες και ραπανάκια; Και αν νομίζετε ότι οι όροι προβολής απέχουν πολύ από αυτές των πατατών και των ραπανακίων, δεν έχετε παρά να το διαπιστώσετε ξεφυλλίζοντας το τελευταίο τεύχος του Διφώνου. Από την άλλη -και για να γίνω ουσιαστικός- θεωρώ χρέος μου να παραθέσω δημόσια -έστω και από τον περιορισμένης, σε σχέση με εκείνον του περιοδικού, αναγνωσιμότητας χώρο του μπλογκ - το πλήρες κείμενο στην αρχική μορφή του, χωρίς τις "αναγκαίες" περικοπές ή τις τελευταίες (πιο) δημοσιογραφικές, που σε σημεία αλλοίωναν σημαντικά την προσωπική μου ανάγνωση πάνω στο θέμα ή την επιστημονική τεκμηρίωση όσων αναφέρω, και χωρίς τους περιττούς υπότιτλους για τους οποίους επίσης δεν ευθύνομαι.


MAN IS DEAD. MUSIC HAS FAILED.*

«Το θέμα δεν είναι να κάνεις τέχνη, είναι να μπορέσεις να συνδεθείς εσύ ο ίδιος με τις δυνάμεις που σε περιβάλλουν» απαντούσε ο Γιάννης Χρήστου σε συνέντευξη στην εφημερίδα Βραδυνή, το Μάρτιο του 1969, λίγους μήνες πριν την ξαφνική και οριστική αναχώρησή του, σε εκείνο το τραγικό δυστύχημα ανήμερα των γενεθλίων του και της γιορτής του, στις 8 Ιανουαρίου του 1970 -πριν συνδεθεί για πάντα, με τις δυνάμεις γύρω του... Αν μπορούσαμε τώρα -40 χρόνια μετά τη βίαιη παύση αυτής της δημιουργικής πορείας- να συγκρατήσουμε μια ουσιαστική και περιεκτική φράση για να χαρακτηρίσουμε το πέρασμα του Χρήστου ανάμεσά μας -με τη ζωή και την τέχνη του- θα ήταν ίσως αυτή –έτσι όπως ο ίδιος αφοριστικά διατυπώνει. Ο Γιάννης Χρήστου δεν έκανε ποτέ τέχνη –τουλάχιστον, με την έννοια που την εικάζουμε για την πλειονότητα των συναδέλφων του ή την εικάζουν όσοι μελετούν περισπούδαστα το έργο του και γεμίζουν σελίδες με το μυστηριακό φολκλόρ που άφησε πίσω ο μύθος του. «Όπως στον πρωτόγονο άνθρωπο το τραγούδι, ο χορός, δεν ήταν μια αισθητική, ένα λούσο, μια πολυτέλεια, αλλά ανάγκη. Σήμερα τα προβλήματα του ανθρώπου είναι τόσο έντονα, τόσο αληθινά, που το να κάνεις τέχνη είναι πολυτέλεια» συνέχιζε στην ίδια συνέντευξη, μεγαλώνοντας ακόμα περισσότερο την απόστασή του από τον ακαδημαϊσμό και τις φορμαλιστικές επιταγές της μουσικής πρωτοπορίας της εποχής εκείνης. Το ζήτημα, όμως, σήμερα δεν είναι να καταλήξουμε στο τι δεν υπήρξε ο Γιάννης Χρήστου ή πόσα ανολοκλήρωτα έργα του ενδέχεται μάταια να αναζητούνται. Αντίθετα, είναι καιρός πλέον να ορίσουμε το φαινόμενο Χρήστου -όσο μπορούμε αποφορτισμένα από τη μυθολογική διάσταση και την ακαδημαϊκή παθογένεια- και να χαρτογραφήσουμε με σαφήνεια την παρακαταθήκη που άφησε στον κόσμο της τέχνης –και όχι μόνο- αυτή η λαμπρή όσο και σπάνια προσωπικότητα της σύγχρονης τέχνης, τόσο με το έργο του όσο και με τις ιδέες του.

Γεννημένος στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, βορειο-ανατολικά του Καϊρου, στις 8 Ιανουαρίου του 1926, ο Χρήστου κληρονομεί την κοσμοπολίτικη προδιάθεση, που χαρακτηρίζει στο σύνολό του τον αιγυπτιακό ελληνισμό. Στην ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας ζει τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια: αγγλικό δημοτικό σχολείο και πρώτες σπουδές στο αριστοκρατικό αγγλικό κολλέγιο Victoria. Η φημισμένη πιανίστα Τζίνα Μπαχάουερ είναι από τους πρώτους δασκάλους του μικρού Γιάννη, ο οποίος ήδη, από πολύ νωρίς, αρχίζει να συνθέτει μικρά έργα για πιάνο. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο συνθέτης δεν συμπεριέλαβε ποτέ κάποιο από αυτά τα έργα στην εργογραφία του, το Πρελούντιο και Φούγκα για δύο πιάνα είναι ένα τεκμήριο της γραφής του από αυτή την εποχή. Οι σπουδές του συνεχίζονται στην Αγγλία και, κατ’απαίτηση του επιχειρηματία πατέρα του, στις οικονομικές επιστήμες, αλλά πολύ σύντομα ο ίδιος παραιτείται από την περίπτωση να κληρονομήσει τις επιχειρηματικές ευθύνες του βιομήχανου σοκολατοποιού. Στα 19 του, ο Χρήστου βρίσκεται ήδη στο Καίμπρητζ, στο Βασιλικό Κολλέγιο, όπου σύμφωνα με το μύθο γίνεται μέλος του κύκλου των φιλοσοφικών συνεδριών του Ludwig Wittgenstein, ενώ διδάσκεται και συμβολική λογική από τον Bertrand Russell. Αποφασισμένος ήδη να αφοσιωθεί στη μουσική και τη σύνθεση, παρακολουθεί στο Λέτσγουορθ ιδιαίτερα μαθήματα σύνθεσης και αντίστιξης από το διακεκριμένο μουσικολόγο Hans Ferdinand Redlich, μαθητή και μελετητή του Alban Berg. Στα 23 του, έχει μετακομίσει στην Ιταλία, προκειμένου να μελετήσει ενορχήστρωση και μουσική για κινηματογράφο με τον Francesco Lavagnino, στη Ρώμη και στο Γκάβι, ενώ παρακολουθεί και τα σεμινάρια των θερινών τμημάτων της Μουσικής Ακαδημίας Chigiana στη Σιένα. Τα συνεχή ταξίδια του στην Ευρώπη μαρτυρούν έμπρακτα τον κοσμοπολιτισμό του, ενώ οι επισκέψεις στη Ζυρίχη φανερώνουν το φιλοσοφικό εύρος των αναζητήσεών του: παρακολουθεί τις διαλέξεις του διάσημου ψυχαναλυτή Carl Gustav Jung -πιθανώς ως ελεύθερος ακροατής- δίπλα στο μεγαλύτερο αδερφό του, Έβη Χρήστου, φοιτητή τότε στο Ινστιτούτο Jung.

Ήδη όμως μέσα στο 1949, λίγους μήνες μετά τα 23α γενέθλιά του, ο Χρήστου έχει ολοκληρώσει το πρώτο magnum opus του: τη Μουσική του Φοίνικα. Μόλις ένα χρόνο μετά, στις 5 Γενάρη του 1950, γίνεται η πρώτη παγκόσμια εκτέλεση του έργου, με συντελεστές –ονειρεμένους για μαθητευόμενο συνθέτη- τη New London Orchestra και διευθυντή τον ξακουστό Alec Sherman, στη Βασιλική Όπερα του Covent Garden. Την ίδια χρονιά, ο Φοίνικας εκτελείται από τη Συμφωνική Ορχήστρα του BBC, αποτελεί μέρος του προγράμματος του Μουσικού Μαϊου της Φλωρεντίας, ενώ παίζεται και στη Μόσχα. Ελεύθερα ατονική σύνθεση για μεγάλη ορχήστρα, υπακούει στη δομή που ορίζει αυτό που αργότερα ο Χρήστου αποκάλεσε διάγραμμα του Φοίνικα [γέννηση – εξέλιξη – δραματικό κορύφωμα – τέλος (θάνατος) – νέα αρχή] και εμπνέεται από τη θεμελιώδη αρχή της σεληνιακής εμπειρίας [νέα σελήνη – πανσέληνος – φθίνουσα σελήνη – έκλειψη, μια διαδοχή που επαναλαμβάνεται αενάως]. Αντίστοιχα, ο Φοίνικας αποτελείται από πέντε μέρη που παίζονται χωρίς διακοπή. Θεματικά, τριγυρνά γύρω από ένα μικρό μοτίβο τριών φθόγγων, μέσα από μια συνεχή σειρά μεταμορφώσεών του, που συμβολίζουν και την αέναη αναγέννηση του μυθικού πτηνού -που καίγεται για να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του. Ο συνθέτης –ήδη στο πρωτόλειό του- προχωρά ένα βήμα πέρα από το συμβολισμό και την προγραμματική μουσική, ενώ μας γίνεται ξεκάθαρο με τον πιο λαμπρό τρόπο ότι το μουσικό όραμά του -καθώς και η άρρηκτη σύνδεσή του με άλλες αναγνώσεις και θεωρήσεις του κόσμου πέρα από την τέχνη π.χ. τη φιλοσοφία- είναι απόλυτα συμπαγές και συνεπές, και ταυτόχρονα στοιχειοθετεί μια σχεδόν νέα μουσική πρόταση ή, έστω, προσέγγιση. Ο Φοίνικας κάνει ιδιαίτερη αίσθηση στους κύκλους της πρωτοποριακής μουσικής και όχι άδικα: πρόκειται για ένα έργο σπάνιας τεχνικής αρτιότητας και δημιουργικής ωριμότητας, που θα ζήλευαν δημιουργοί ακόμα και στο τέλος της πορείας τους. Η ανθρωπότητα και ο παγκόσμιος πολιτισμός μόλις έχουν κερδίσει ένα μεγάλο ταλέντο, από το οποίο πλέον μόνο magnum opus μπορούν να αναμένουν.

Μέχρι το 1953, ο Χρήστου έχει επιστρέψει στην Αίγυπτο όπου οργανώνει το προσωπικό του στούντιο. Έχει ήδη ολοκληρώσει την Πρώτη Συμφωνία, για μεσόφωνο και ορχήστρα σε τρία συνεχόμενα μέρη –παραγγελία της New London Orchestra. Σύμφωνα με τον αρχιμουσικό Piero Guarino, το έργο αυτό αναδεικνύει μια τραγικότητα που αγγίζει τα όρια της παραίσθησης, ενώ η δραματική κλιμάκωση οφείλει πολλά στη μελοποίηση του ποιήματος του T.S.Eliot Eyes that last I saw in tears (Μάτια που τελευταία είδα δακρυσμένα), ως δεύτερο και κεντρικό μέρος της συμφωνίας. Ολοκληρωμένη από το 1951 είναι και η αυτόνομη εκδοχή της Λατινικής Λειτουργίας, έργο για μικτή χορωδία, χάλκινα και κρουστά πάνω στο κείμενο του λειτουργικού μέλους της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Αργότερα, το 1958, οπότε και ολοκληρώνεται η Δεύτερη Συμφωνία, η Λειτουργία ενσωματώνεται αυτούσια στο φινάλε του τρίτου μέρους. Όλα δείχνουν πως ο Χρήστου αντιμετωπίζει την έμπνευση και τη γραφή του ως ανοιχτό έργο, το οποίο μπορεί να μεταπλαστεί ανά πάσα στιγμή, ως λειτουργικό και δομικό στοιχείο μέσα σε απομακρυσμένα context όσο αφορά τη φόρμα, την τεχνική και τη μορφή. Και ιδού η πρώτη από τις βασικές αρχές τις οποίες ο συνθέτης υπηρετεί με μοναδική συνέπεια και αφοσίωση, μέχρι και το –απότομο- τέλος της δημιουργικής του πορείας.

Στο μεταξύ, από την πρώτη σύλληψη της ιδέας στη Ρώμη το 1950 και μέχρι τη δεύτερη (ορχηστρική) γραφή τους το 1957, ο Χρήστου επεξεργάζεται τη σύνθεση των Έξι Τραγουδιών σε Ποίηση T.S.Eliot, αρχικά για μεσόφωνο και πιάνο (1955), αλλά και –μετά από παρότρυνση του Guarino- σε μεταγραφή για ορχήστρα. Είναι, όμως, η τελευταία φορά που καταπιάνεται με τη γραφή τραγουδιών -όπως επίσης και με τη συμφωνική φόρμα, αφού η Δεύτερη Συμφωνία του 1958 είναι το τελευταίο δείγμα που παραδίδει. Είναι εμφανές, από πολύ νωρίς, ότι οι φόρμες, τα μέσα και εν πολλοίς τα κεκτημένα των ακαδημαϊκών προμαχώνων της εποχής, ελάχιστα απασχολούν το συνθέτη που πορεύεται στη δημιουργία βάσει ενός προσωπικού οράματος το οποίο αναζητά με κάθε τρόπο να αποτυπώσει την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου, να αντανακλά τα συμπαντικά αδιέξοδά του, αλλά και να φωτίσει τη συνέχεια του ανθρώπου στο χρόνο –από την αρχαιότητα, από τις άναρθρες κραυγές, μέχρι τους προηγμένους τεχνολογικά πολιτισμούς και το άγνωστο μέλλον. Το Δεκέμβρη του 1968, θα γράψει σε ένα σημείωμά του: «Σήμερα η μουσική ακολουθεί μια ποικιλία τεχνοτροπιών και γράφεται για μια ποικιλία οργάνων που ξεκινούν από την ανθρώπινη φωνή και καταλήγουν στον ήχο που παράγεται με μέσα ηλεκτρονικά. Και γιατί όχι; Από τη στιγμή που ο συνθέτης είναι αληθινός απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό ή από τη στιγμή που αγωνίζεται ειλικρινά να έρθει σε μια συνδιαλλαγή με τον κόσμο ολόγυρά του μέσα από τον ίδιο του τον εαυτό, τα έργα του είναι έγκυρα με οποιοδήποτε τρόπο ή σύστημα και αν είναι γραμμένα. [...] Έτσι θα μπορέσουν να φωτίσουν, τουλάχιστον για τον ίδιο, κάποιαν έκφανση της συνολικής πορείας του κόσμου».

Είναι η αρχή της δεκαετίας του ’60. Οι μεταρρυθμίσεις του Νάσερ αλλάζουν τα δεδομένα για τους Έλληνες παροικούντες. Η οικογένεια Χρήστου μετακομίζει οριστικά στην Ελλάδα, αρχικά στη Χίο. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο πρωτοποριακός θίασος του Living Theatre παρουσιάζει τις παραγωγές The Connection και τη μπρεχτική Ζούγκλα των πόλεων, παραστάσεις ιστορικά χαρακτηριστικές των καινούριων ρηξικέλευθων τάσεων στις παραστατικές τέχνες. Ξεπηδούν τα πρώτα χάπενινγκς του κινήματος Fluxus, ήτοι οι δράσεις του John Cage και του Nam Jun Paik, ο μινιμαλισμός του La Monte Young, οι εκθέσεις-περφόρμανς του Joseph Beuys. Η τζαζ απελευθερώνεται από τους κανόνες και το αισθητικό πλαίσιο που όριζε ο εμπορικός της ρόλος και –μέσω του κινήματος της free jazz- φλερτάρει με τους ατονάλ συσχηματισμούς και τις τάσεις της avant-garde. Οι κινηματογραφικές αίθουσες υποδέχονται Με κομμένη την ανάσα τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ, το πρώτο φιλμικό τόλμημα της γαλλικής Νουβέλ Βαγκ. Ο Ιάννης Ξενάκης παραδίδει στο μουσικό κόσμο τα πρώτα έργα του για μαγνητοταινία, ο Ανέστης Λογοθέτης, ο Luciano Berio και η Sofia Gubaidulina συστήνονται στη μουσική πρωτοπορία. Ο Χρήστου συγχρονίζεται με το πνεύμα της εποχής, ταξιδεύει αφομοιώνοντας παραστάσεις του σύγχρονου κόσμου, ενώ ταυτόχρονα εμβαθύνει συνέχεια τη σπουδή του στις αρχαϊκές παραδόσεις και τα αρχέγονα ένστικτα του ανθρώπου. Δημιουργεί αδιάκοπα, πειραματίζεται με τις φόρμες και τη γραφή, θεμελιώνοντας μεθοδικά –αλλά με τρομακτικά άλματα από έργο σε έργο- το μουσικό του σύμπαν, καθώς και το εξωμουσικό φιλοσοφικό συνεχές που διατρέχει κάθε δημιουργία του. Το Patterns and Permutations (1960) προκαλεί σάλο κατά την πρώτη παρουσίασή του στο Θέατρο Ρεξ το Μάρτη του ’63. Το ανελέητα θορυβώδες κοντίνουουμ των κρουστών ακούγεται ανυπόφορο στο αθηναϊκό κοινό που επαναστατεί ενώ παίζεται το έργο –ατυχώς ανάμεσα στον Κοριολανό του Μπετόβεν και ένα κοντσέρτο του Σούμαν... Ελάχιστοι τότε θα παρατηρήσουν ότι με αυτό το έργο ο Χρήστου εισάγει τις δομικές θεμελιακές έννοιες της συνθετικής θεώρησής του: τα patterns (απλά και σύνθετα), τα ισόχρονα, το μέγα-έκθεμα, το κοντίνουουμ, οι αντιμεταθέσεις -όροι και επινοήσεις που του επιτρέπουν μεγάλη ευκολία στη σύνθεση της μακροδομής κάθε έργου στο εξής. Η αίσθηση του ρυθμικού σφυροκοπήματος διατρέχει και την επόμενη σύνθεσή του, την Τοκάτα για πιάνο και ορχήστρα (1962), αλλά στην περίπτωση αυτή είναι το πιάνο που αντιμετωπίζει ως κρουστό ο συνθέτης. Δεν θα ασχοληθεί ποτέ με το ενδεχόμενο δημόσιας εκτέλεσης αυτού του έργου. Η μουσική σκέψη του και οι δημιουργικές ανησυχίες του είναι ήδη ένα βήμα παραπέρα –κάθε μουσική κατάθεσή του είναι για εκείνον ένα όριο που πρέπει να ξεπεράσει, μια κατάκτηση που οφείλει να αφήσει πίσω. Καταπιάνεται με τις Πύρινες Γλώσσες, ένα ημι-σειραϊκό ορατόριο για μεσόφωνο, βαρύτονο, μικτή χορωδία και ορχήστρα, πάνω σε ψαλμούς και κείμενα από την Καινή Διαθήκη, το οποίο σήμερα λογίζεται ως ένα από τα αριστουργήματα της θρησκευτικής μουσικής του 20ου αιώνα. Μέσα από μια ιδιαίτερη φωνητική γραφή, ο συνθέτης αναπαριστά με τον πιο αξιοθαύμαστο τρόπο την εναγώνια προσμονή των πρώτων χριστιανών πριν το θαύμα της Πεντηκοστής, ενώ η ηχητική βαβέλ των 16 διαφορετικών κειμένων που εκφέρονται ταυτόχρονα (και συμφύρονται) ανά σημεία, αντανακλά τη βοή της πραγματικής Βαβέλ. «Το μόνο που ξέρω είναι πως το έγραψα με ειλικρίνεια» ομολογούσε στη Γιολάντα Τερέντσιο, σε ραδιοφωνική συνέντευξη το 1964, λίγο μετά την παγκόσμια πρώτη εκτέλεση στην Οξφόρδη, στα πλαίσια του Αγγλικού Φεστιβάλ Μπαχ. «Είναι η στιγμή που δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψει με λόγια, γιατί δεν χωρούνε λόγια, είναι η ώρα που ο άνθρωπος φωτίζεται με μια δύναμη που δεν είναι δική του».

Οι τεχνικές της ηλεκτροακουστικής σύνθεσης εισάγονται από ...το παράθυρο στη δημιουργία του Γιάννη Χρήστου, ήτοι στη μουσική που συνέθεσε για το θέατρο –και κυρίως το αρχαίο δράμα- την οποία θεωρούσε κατά κάποιο τρόπο ως δημιουργικό πάρεργο, αλλά την ίδια στιγμή πεδίο πειραματισμού με διαφορετικά μέσα και τεχνικές. Προμηθέας Δεσμώτης (1963) και Αγαμέμνων (1964) για το Εθνικό Θέατρο, Πέρσες (1965), Βάτραχοι (1966) και Οιδίπους Τύραννος (1969) για το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. «Αντλούσε από τους ηθοποιούς και δοκίμαζε μαζί τους ήχους και ρυθμούς για να σχηματίσει ή να συμπληρώσει το αρχικό του όραμα», έγραφε μετά ο Κουν, «πάντα ακούραστος να διορθώσει κάτι που αισθανόταν πως δεν ακουγόταν σωστά. Κι όλα αυτά συναδελφικά, σαν παιδί ανάμεσα σε παιδιά».

Η μουσική των Περσών –και ιδιαίτερα τα χορικά, των οποίων τη δραματουργική επεξεργασία για πρώτη φορά σκηνοθέτης παρέδιδε εν λευκώ στο συνθέτη- συνιστά σήμερα ορόσημο στα χρονικά του ελληνικού θεάτρου. Όμως ο Χρήστου δεν έχει χρόνο να σταθεί στις κατακτήσεις του και να δρέψει δάφνες. Πλέον, αγωνιά να ολοκληρώσει το Μυστήριον, ένα πολυμεσικό σκηνικό ορατόριο, πάνω σε αρχαία αιγυπτιακά κείμενα από τη Βίβλο των Νεκρών. Μαζί με αυτό, παραδίδει και την Πράξη για 12, την οποία συνθέτει μέσα σε μία μέρα. Με το επόμενο έργο, την Κυρία με τη Στρυχνίνη (1967), ψηλώνει κι άλλο τον πήχυ των δημιουργικών μέσων -σολίστ βιόλας, ηθοποιοί, ενόργανο σύνολο, μαγνητοταινία, ηχητικά παιχνίδια, σκηνικά (ένα κόκκινο ύφασμα...)- και της διαπλοκής του μουσικού κειμένου με εξωμουσικές αφετηρίες και ερεθίσματα: ψυχόδραμα, αλχημεία, Γιουνγκ, όνειρα, εφιάλτες. Η παγκόσμια πρώτη εκτέλεση, κατά τη 2η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής στο Χίλτον, προκαλεί αναταραχή στο παρευρισκόμενο κοινό και τα μονόστηλα των εφημερίδων. Στο μεταξύ, μέσα από την –μοναδική- ενασχόλησή του με αρχαία κωμωδία, στους Βατράχους, εξερευνά τις λαϊκές φόρμες και τα ηχοχρώματα της δημοτικής παράδοσης, αλλά και της κινηματογραφικής τζαζ της εποχής. Η δημιουργική αφοσίωσή του έχει πλέον πάρει φωτιά: μόνο μέσα στο 1968, σε καιρούς ζορισμένους και εχθρικούς προς την ελεύθερη δημιουργία, ο Χρήστου παραδίδει τη μουσική για τον κινηματογραφικό Οιδίποδα (σε σκηνοθεσία Christopher Plummer, με πρωταγωνιστή τον Orson Welles), υπογράφει τις δύο –και μόνες ολοκληρωμένες- Αναπαραστάσεις, Αστρωνκατοιδανυκτερωνομηγυριν (Ι ή Ο Βαρύτονος) και Ο Πιανίστας (ΙΙΙ), επεξεργάζεται την ιδέα του Επίκυκλου, ολοκληρώνει την Εναντιοδρομία, ενώ καταπιάνεται πιο συστηματικά με την τριλογία της Ορέστειας, που φαντάζεται ως σύγχρονη όπερα –το πλέον μεγαλεπήβολο έργο που πρόλαβε να σχεδιάσει. Οι Αναπαραστάσεις είναι ένα σύνολο πολύτεχνων τελετουργιών που, σχεδόν εκβιαστικά θα’λεγε κανείς, υποβάλλουν τον ακροατή-μύστη στην ταύτιση με το δράμα -είτε του Αργείτη φρουρού που περιμένει το σινιάλο για την πτώση της Τροίας και μεγαλώνει ο πανικός του, είτε του πιανίστα που διαλύεται αναζητώντας μάταια να επικοινωνήσει με το πιάνο του και το κοινό του. Τα πρώιμα σχέδια στις προσωπικές σημειώσεις του συνθέτη μαρτυρούν τη σύλληψη ενός συνόλου περίπου 130 μικρών τελετουργιών. Η Εναντιοδρομία βασίζεται στο παιχνίδι των αντιθέτων του Ηράκλειτου, από τα οποία «γεννιέται η ωραιότερη αρμονία». Η πρώτη εκτέλεση γίνεται το Φλεβάρη του ’69 στο Όκλαντ της Καλιφόρνια, προκαλώντας παραληρηματικές αντιδράσεις και καταιγισμό από συνεντεύξεις στον αμερικανικό Τύπο. Κλειδί για την κατανόηση και εκτέλεση όλων αυτών των έργων, η εννοιολογική συμπύκνωση της συμπεριφοράς του ερμηνευτή, σε δύο και μόνο όρους: την πράξη –με την οποία νοείται το λογικό πλαίσιο της εκτέλεσης- και τη μετάπραξη, που χαρακτηρίζει «κάθε δράση που απαιτεί από τον εκτελεστή της να προχωρήσει πέρα από την τρέχουσα λογική του μέσου στο οποίο ανήκει, πέρα από τη λογική του πεδίου δράσης του», γι αυτό και «αφορά το σπάσιμο του φράγματος του νοήματος ενός εκφραστικού μέσου, οποιοδήποτε μέσο κι αν είναι αυτό. Όταν αυτό συμβαίνει, αυτό είναι μουσική. Η μουσική μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε μέσο, δεδομένου ότι η μετάπραξη μπορεί να επιτευχθεί. Η μουσική μπορεί να είναι σιωπηλή».

Η ηλεκτρονική επεξεργασία της ηχογραφημένης δράσης του Επίκυκλου –εκδήλωση κατά την οποία είχε αντιμετωπίσει τη μήνι των συναδέλφων του, οι οποίοι αποφάσισαν την αποπομπή του από το πρόγραμμα των εκδηλώσεων της 3ης Ελληνικής Εβδομάδας Σύγχρονης Μουσικής- θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του Χρήστου, όσο αφορά τις ολοκληρωμένες καταθέσεις του. Μια ακρόαση του έργου αυτού, απεγκλωβισμένη από τις μουσικολογικές και στυλιστικές παραμέτρους ανάγνωσης, θα μας αποκαλύψει ίσως το ίδιο αίσθημα, το ίδιο συστατικό, που μας συνεπαίρνει ανεξήγητα και ολοκληρωτικά ακούγοντας το Φοίνικα –που εκεί επιτυγχάνεται μέσα από την αισθητική και τις τεχνικές της συμβατικής grande ορχήστρας. Αυτή όμως η διαπίστωση δεν είναι και τόσο ανεξήγητη. Παρ’ότι κάθε φορά η ανάγκη για ξεπέρασμα του ύφους και υπέρβαση των σταθερών είναι κρυμμένη (όχι πολύ βαθιά) σε κάθε κατάθεση του Χρήστου, και πάντα αυτό προκύπτει για τον ίδιο ως επείγουσα εκφραστική ανάγκη, είναι επίσης δεδομένο ότι κάθε έργο σχεδόν προετοιμάζει το έδαφος για το επόμενο -σε περιπτώσεις εμπεριέχονται και ολόκληρα τμήματα παλαιότερων δοκιμών, κάθε έργο αποτελεί ένα μικρό λίθο στο συμπαγές οικοδόμημα ενός σχεδόν αυτόνομου μουσικού (και εξωμουσικού) σύμπαντος και ορίζει το λογικό βήμα στην πορεία μιας ακραία συνεπούς εξέλιξης και συνεχούς καλλιέργειας των ίδων αρχών και συστημάτων. Τα μέσα αλλάζουν, οι φόρμες εξελίσσονται, αλλά ο στόχος παραμένει ο ίδιος και –το σπουδαιότερο- δεν βρίσκεται μέσα στην παρτιτούρα, αλλά βαθιά μέσα στον άνθρωπο και τις αγωνίες του. Η ειλικρίνεια των προθέσεων και η καθαρότητα της γραφής και των μουσικών ζητουμένων δεν άφηνουν περιθώρια στο συνθέτη να σταθεί στο ανεκδοτικό στοιχείο και την επιφάνεια των πραγμάτων –ούτε καν στις μικροδομικές λεπτομέρειες της ηχητικής σύνταξης. «Το κοινό στην εποχή μας και προπαντός οι νέοι αναζητούν πολύ περισσότερα από μια συναυλία. [...] Τα παλιά νοήματα στη μουσική αρχίζουν και γίνονται πια μουσειακά. Αν είναι δυνατόν να γράφουμε μουσική χωρίς να ακούγεται ούτε ένας ήχος μουσικός, ακόμη καλύτερα. Μπορεί μουσική να είναι μια αναπνοή, ένα περπάτημα... Όλοι εμείς που γράφουμε πρωτοποριακή μουσική ζητάμε από το κοινό και από τους εκτελεστές να ξεχάσει ό,τι ήξερε και να αντιμετωπίσει μια καινούργια κατάσταση, ένα χάος, ένα σκοτάδι...»


*ο τίτλος του κειμένου αντιμεταθέτει τις έννοιες, στη δήλωση του Χρήστου «Music is dead, man has failed», τον Ιούνιο του 1967, η οποία συμπυκνώνει την πολιτική αναφορά του στην απριλιανή δικτατορία και τα απολυταρχικά καθεστώτα της εποχής εκείνης ανά τον κόσμο. Στη δημοσίευσή του στο περιοδικό Δίφωνο, ο τίτλος του κειμένου αντικαταστάθηκε από την αναίτια συναισθηματική έκφραση 'Αλχημιστής των Ονείρων'...

Πέμπτη, Μαρτίου 25, 2010

εθνική επέτειος

"[...] Η ελληνικότητα δεν κινδυνεύει ούτε από την παγκοσμιοποίηση, ούτε από τους Κίσινγκερ των διαφόρων θεωριών συνωμοσίας. Κινδυνεύει από το δικό της φόβο να πεθάνει και να αναστηθεί. Όσο στα σαββατιάτικα τραπεζώματα της ΝΕΤ θα τραγουδιέται για εκατομμυριοστή φορά το Σ'αγαπώ γιατί είσ'ωραία και η Φραγκοσυριανή από κάτι ψευτοχαρούμενους ηθοποιίσκους, τόσο θα είμαστε άρρωστοι και γαντζωμένοι στο φουστάνι της νεκρής μητέρας μας. Επίσης, όσο οι εφημερίδες θα πουλάν μισοτιμής τον Ερωτόκριτο, τον Θεοδωράκη ή τον Άκη Πάνου, κανένας νέος και υγιής δεν θα καίγεται να τους ανακαλύψει. Την ελληνικότητα τη σκοτώνουν πρώτοι και καλύτεροι οι ίδιοι της οι νοσταλγοί. Για μένα παράδοση δεν είναι μόνο το φολκλόρ, οι μονοί ρυθμοί και τα δεκαπεντασύλλαβα, αλλά ακόμα και η δεκαετία του '80 που ήμουν παιδί. Παράδοση είναι το παρελθόν όπως το φαντάζεται ο μελλοντικός άνθρωπος [...]".

λόγια του Φοίβου Δεληβοριά για την ελληνικότητα, στο κυριακάτικο ένθετο της Ελευθεροτυπίας, 21.03.10.

Πέμπτη, Μαρτίου 11, 2010

στο Μετρό

Μέσα στο βαγόνι. Δύο φίλες συζητούν, σε ένταση που κατορθώνει να φτάνει άκοπα σε μένα χωρίς να γίνομαι αδιάκριτος ή να προσπαθώ ιδιαίτερα. Η μία είναι Ρωσίδα, συμπαθητικά όμορφη, ντυμένη μάλλον προσεγμένα, με ποπ χρώματα και στυλ. Η φίλη της Ελληνίδα. Με αφορμή μια αφίσα για συναυλία προς τιμήν του Θεοδωράκη με έργα Στραβίνσκυ και Ραχμάνινοφ (!), η Ρωσίδα της μιλά για την προτίμησή της στην κλασική μουσική. Μετά, με πολλή χαρά και με εκφράσεις θαυμασμού, της μιλά για το πόσο της αρέσουν τα μπαλέτα και πόσα έχει δει από μικρή και πόσο θέλει να πηγαίνει σε τέτοιες εκδηλώσεις. Αντιλαμβάνεται ότι η φίλη της δεν μπορεί να παρακολουθήσει, όσο κι αν είναι ευγενική, τον ενθουσιασμό της. Τότε είναι που της εξηγεί ότι "πως έχετε εσείς εδώ τα μπουζούκια, που μπορεί να πηγαίνατε απο μικροί; έτσι εμείς είχαμε τα μπαλέτα, μας πήγαιναν εκδρομές με το σχολείο". Συνειρμικά, παραπονιέται -αλλά όχι με πραγματικό παράπονο- για τον καλό της, προφανώς Έλληνα, ο οποίος "δεν τα καταλαβαίνει αυτά και δεν μπορώ να του λέω να πηγαίνουμε μαζί". Το βρίσκει σχεδόν λογικό. "Είναι αλλιώς εδώ", λέει. "Είναι όπως έχει μάθει κανείς". Πολιτισμός.

* * *

Στο βαγόνι του επόμενου συρμού, το αυτί μου συλλαμβάνει έντονη κουβέντα -οριακή λογομαχία- για το θέμα της ιθαγένειας και τους μετανάστες. Τα πιάσαμε τα λεφτά μας σκέφτομαι. Εδώ ο κόσμος καίγεται και οι μαλάκες ακόμα χτενίζονται -και μιλάνε για τους ξένους. Πλησιάζω όσο μπορώ, αν και ξέρω ότι δεν θα βρεθώ σε θέση ικανή να μπω στην κουβέντα φυσιολογικά και χωρίς επιτήδευση που θα υποδηλώσει εμπάθεια. Ένα νέο παλικάρι, πιθανότατα με σπουδές σε κοινωνικές ή πολιτικές επιστήμες, και ένας πενηντάρης από αυτούς τους αυτάρεσκους σίγουρους που έχουν άποψη για όλα και γνώση για τίποτα. "Δεν έχουν καμιά δουλειά να παίρνουν την ιθαγένεια" γκαρίζει. "Έτσι κι αλλιώς, η ιθαγένεια είναι ιδεολογικό εφεύρημα" απαντά ο νέος, γνωρίζοντας βέβαια ότι θα χρειαστεί πολύ κόπος, ανάμεσα σε δύο στάσεις, για να ξεδιπλώσει μια τόσο ιδιαίτερη συλλογιστική που απαιτεί και στοιχειώδη πολιτική ψυχραιμία και εννοιολογική ενημερότητα. Του κάκου. Ο άλλος μιλάει για να ακούει το πόπολο. "Γιατί ο Νιγηριανός να λέγεται Έλληνας;". Ναι, αυτό μας μάρανε. Το γιατί ο Έλληνας να δουλεύει σαν Νιγηριανός μπας και δει άσπρη μέρα, όμως, ούτε στη γυναίκα του δεν τολμάει να το απευθύνει. "Ακόμα κι αν γεννήθηκε εδώ, είναι δυνατόν να είναι Έλληνας; Αφού ο παππούς του είναι Νιγηριανός...". Επιχείρημα που με κάνει να βάλω τα κλάματα. Με το ανθρώπινο είδος. Ένα "α, καλά..." και μια χαρακτηριστική κίνηση του κεφαλιού είναι η ελάχιστη (και ευγενική) απόκριση του νέου, που μόλις έχει αντιληφθεί ότι έχει χάσει το χρόνο του με το μπετόν αρμέ. Η στιγμιαία μου απέχθεια για αυτόν τον τύπο, δίνει τη θέση της στη συνειδητοποίηση του σουρρεαλιστικού θυμικού που χαρακτηρίζει αυτό το λαό, εδώ στην άκρη της Μεσογείου. Νομίζω το έλεγε ο Μπρετόν, πως η Ελλάδα δεν χρειάζεται την ποίηση, γιατί όλοι οι Έλληνες είναι ποιητές. Σουρρεαλιστές. Δεν εξηγείται αλλιώς. Είμαστε ο λαός που έχει υποστεί, ίσως, τις περισσότερες κατακτήσεις -τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο- άρα και φυλετικές επιμειξίες, άρα και πολιτιστικές επιμειξίες, άρα και γλωσσικές επιμειξίες, άρα και κοινωνικές ζυμώσεις. Πως καταφέρνουμε να αναπτύσσουμε ρατσιστικά ένστικτα και σοβινιστικά αναθέματα -ενώ επιπλέον έχουμε γνωρίσει και τον πόνο του μετανάστη, και του πρόσφυγα, και του εξόριστου, και την πείνα, και το διωγμό, ακόμα και τη γενοκτονία- είναι πραγματικά για να βάζεις τα γέλια. Ή τα κλάματα. Αλήθεια, πως έχουμε διασταυρώσει ότι πέντε γενιές πίσω, ο παππούς μας δεν μιλούσε τη γλώσσα του Ιμπραήμ και δεν έχει προέλθει και εκείνος από κάποιο ξενοπήδημα του Αιγύπτιου; Ποιος εξασφάλισε τη δική μας ιθαγένεια; Ποια συνέχεια ορίζουμε; Ποια είναι η ελληνική παιδεία την οποία μετέχουμε;
Γιατί εμείς είμαστε οι Έλληνες και όχι κάποιοι άλλοι; "Γιατί γεννηθήκαμε εδώ και γεννηθήκαμε από Έλληνες". Μάλιστα. Πολιτισμός κι αυτό. Φοβικός πολιτισμός. Άρρωστος πολιτισμός.

* * *

Στις αποβάθρες του Μετρό, οι οθόνες με ενημερώνουν πάντα για τις ονομαστικές εορτές και έτσι, χαζεύοντας, μαθαίνω κάτι απίθανα ονόματα, που καμιά φορά δυσκολεύομαι και να προφέρω. Σήμερα, προς μεγάλη μου έκπληξη, γυρίζω να δω μπας και διαβάσω για καμιά Ευφροσύνη ή Πατάπιο, και βλέπω πως "σήμερα δεν υπάρχει κάποια γιορτή γνωστή". Χαμογελάω. Το ευγενικό περιθώριο που αφήνει ο συντάκτης της πρότασης αυτής, με παρηγορεί και βάζω στη σκέψη μου τις άλλες γιορτές, τις άγνωστες, αυτές που κάπου ίσως τώρα υπάρχουν, κάπου ίσως να είναι γνωστές -αλλά σίγουρα υπάρχουν-, ή κάπου υπήρξαν ή κάπου θα υπάρξουν ή μπορεί να υπάρχουν εδώ μπροστά μας, δίπλα μας, αλλά να μας είναι ακόμα άγνωστες, αθέατες, και που σίγουρα αυτή είναι μακράν πιο χαρούμενη σκέψη απ'ότι να είναι γνωστές και να μην υπάρχουν. Να μην υπάρχουν και να είναι εδώ.

Δευτέρα, Μαρτίου 01, 2010

...

Κάποια ψυχή μου έλεγε ότι πάει καιρός που'χω (ή που'χουμε) να ποστάρω κάτι. Είναι αλήθεια. Ε και;
Η σιωπή, άραγε, δεν έχει να πει κι αυτή τα δικά της;

Σκοτεινή και παράξενη ετούτη η εποχή,
σιωπηλή μουσική, ηχηρή μοναξιά,
τραγουδούσε ο Μούτσης. Ο Δήμος.

Μια φωνή που τη γνωρίζω κάθε βράδι στα όνειρά μου
Παραιτήσου μου φωνάζει, παραιτήσου από παντού
Είναι τα ίδια μου τα λόγια που επιστρέφουν σε μένα
Έτσι καθώς σου τραγουδάω με το σφυγμό ενός νεκρού...



Δευτέρα, Φεβρουαρίου 22, 2010

ΜΙΚΡΕΣ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ

ΑμπεμπαμπλΟμμμ...
ΤΟΥκηθεμπΛΟμμμ...
ΑμπεμπαμΠΛΟΜτουκηθεΜΠΛΟμ
μπλΙΙΙΜ...
ΜΠΛΟΜ!!!
Φυλάει ο Juanito...

-Ξέρεις τώρα, κλειστά τα μάτια και σιγά-σιγά...
-Αν κλέψεις θα βγείς απο το παιχνίδι...
-Μπορείς να σκέφτεσαι τις κρυψώνες...
-Μέτρα δυνατά δυο φορές ως τα εκατό...

5 (...τέλος το παιδί, τώρα σχολείο...)
10-15 (..πρώτος έρωτας...)
20-25 (..σκοπιά με πένες...)
30-35 (..κόρη...)
40-45 (..γιός...)
50-55 (..κρίση...)
60-65 (..σύνταξη...)
70-75 (..προστάτης...)
80-85 (..πέσιμο...)
90-95 (..χέσιμο...)
100 ΦΤΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧ...
...............................................

(Μετά απο λίγες στιγμές)

-Ε ωρέ παιδί, που πήγε ο Juanito;
-Μάλλον όταν μέτρησε ως τα εκατό πάει κι αυτός.
-Χμ, τελικά θα μας αφήσουν να παίξουμε αυτό το παιχνίδι ως το τέλος;
-Κάθε φορά το ίδιο αναρωτιέσαι. Αφού το παίζουμε με ανθρώπους, έτσι θα γίνεται πάντα.
-Τέλοσπάντων. Πάμε να βρούμε τον επόμενο, να περάσει η ώρα μας έστω και πού ξέρεις.
-Ωπ, για δες την μπέμπα εκεί.
-Ε, ΚΟΠΕΛΙΑ ΩΡΑ ΝΑ ΠΑΙΞΟΥΜΕ ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ;

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 17, 2010

να ωραίο λάηβ

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 12, 2010

απλά μαθήματα πολιτικής (επαγωγικής) σκέψης

Σε κουβέντα με φίλο:

- Μα τι μας τους φέρανε εδώ όλους αυτούς τους ξένους;
- Ξεχνάς πως είναι κακομοίρηδες και απελπισμένοι ίσως...
- Μα, δεν έχουμε ίσα δικαιώματα! Πέρα από τις δουλειές που μας έχουν πάρει...
- Ποιες δουλειές μας έχουν πάρει;
- Δεν υπάρχουν πια θέσεις εργασίας!
- Ποιος φταίει γι αυτό; Αυτός που τις παίρνει ή αυτός που πρόκειται να τις δώσει;
- Μα αυτός που τις παίρνει, μου στερεί εμένα την ευκαιρία.
- Ποια ευκαιρία; Στην οικοδομή; Στην ανειδίκευτη εργασία; Έψαξες εκεί και δεν βρήκες ευκαιρίες;
- Δεν λέω γι αυτές.
- Ε, τότε, για ποιες θέσεις μιλάς; Στο Πανεπιστήμιο ας πούμε, λέκτορας; Ή σε δημόσια υπηρεσία;
- Και σε δημόσιες παίρνουνε πλέον ξένους.
- Είναι δηλαδή τα μόνα λάθος βιογραφικά -εκείνα των ξένων- που λαμβάνουν θετική απόκριση απ'το Δημόσιο;
- Όχι φυσικά.
- Γιατί τότε δεν διαδήλωσες και δεν διαμαρτυρήθηκες ποτέ για τους υπεράριθμους και τις προσλήψεις-ρουσφέτια, που στέρησαν πολλαπλάσιες θέσεις εργασίας;
- ...

* * *

- Πήγα στο δημόσιο νοσοκομείο και πλήρωσα, ενώ ο Πακιστανός δεν πλήρωσε τίποτα.
- Και ποιο είναι το πρόβλημά σου; Το ότι εσύ πλήρωσες ή ότι εκείνος δεν πλήρωσε;
- Το ότι δεν έχουμε τα ίδια δικαιώματα. Εκείνον τον φροντίζουν.
- Εκείνον που μένει σε ένα δωμάτιο μαζί με άλλους δεκαπέντε, εννοείς. Και πέφτει και θύμα εκμετάλλευσης από το νοικάρη.
- Μα, αφού είναι παράνομος.
- Ο νοικάρης ή ο Πακιστανός;
- Ο ξένος, ο μη Έλλην πολίτης.
- Κι ο Έλλην πολίτης; Γιατί δεν διαμρτυρήθηκες που παρανομεί; Ακόμα και εις βάρος Ελλήνων πολλές φορές. Χρόνια τώρα. Πολύ πριν το "πρόβλημα".
- Στο νοσοκομείο, όμως, εμένα εκμεταλλεύονται. Εκείνος δεν πληρώνει.
- Θα ήθελες να πληρώνει κι εκείνος;
- Αν πληρώνω κι εγώ, ναι, να πληρώνει κι εκείνος.
- Αυτό θα ήταν δίκαιο; Ή απλά ισότιμο;
- Ισότιμο.
- Αλλά όχι και πολύ δίκαιο, αν σκεφτούμε ότι το νοσοκομείο είναι δημόσιο.
- Τότε, θα ήθελα να μην πληρώνω ούτε εγώ.
- Και γι αυτό φταίει εκείνος;
- Όχι, το σύστημα υγείας και η κυβέρνηση.
- Αν τον διώξουμε εκείνον ή του αφαιρέσουμε το δικαίωμα στη δημόσια περίθαλψη, εσύ θα συνεχίσεις να πληρώνεις;
- Ναι, αφού μου το ζητάνε.
- Και ποιο πρόβλημα τότε προκαλεί ο ξένος;
- ...

* * *

- Θες να δεχτείς ότι ο ξένος, ο πρόσφυγας, είναι ένας απελπισμένος;
- Ας πούμε ναι.
- "Ας πούμε" ή "ναι";
- Ναι, είναι.
- Αν τον εξαφανίσεις, αν τον στείλεις από εκεί που'ρθε, εξαφανίζεται και η απελπισία του;
- Όχι, αλλά δεν με νοιάζει τι θα κάνει μετά. Με νοιάζει τι κάνω εγώ εδώ.
- Τι κάνεις εσύ εδώ;
- Είμαι κι εγώ απελπισμένος.
- Κι αυτός στο χειροτερεύει, επειδή έρχεται;
- Ναι, γιατί μου κλείνει κι άλλο τις ευκαιρίες.
- Έχεις δύο πτυχία Πανεπιστημίου και τόση προϋπηρεσία στο βιογραφικό σου. Και εκείνος τίποτα, καθώς και καμία απολύτως γνώση. Πως σου τις παίρνει;
- Μα, όλοι θα προτιμήσουν εκείνον, επειδή δεν ζητάει ένσημα, ασφάλιση και τέτοια.
- Και ποιος φταίει γι αυτό;
- Ο εργοδότης και το κράτος που τον αφήνει.
- Και γιατί δεν διαμαρτυρήθηκες ποτέ γι αυτό;
- Μα δεν θα γίνει τίποτα.
- Άρα, συζητάμε το θέμα με δεδομένο ότι η ασφάλιση είναι μια πολυτέλεια και όχι μια υποχρέωση και νόμος.
- Αφού έτσι είναι.
- Ξαναλέω τότε: εξαφανίζουμε τον ξένο. Τον στέλνουμε από εκεί που'ρθε. Τι άλλαξε με τη δική σου απελπισία;
- Τίποτα ίσως. Αλλά είμαι Έλληνας και ζω εδώ. Είναι δικό μας θέμα.
- Δικό μας, το οποίο δεν μας νοιάζει όμως.
- Με νοιάζει και με παρανοιάζει.
- Και τι έκανες πέρα από το να κατηγορείς μόνο τον κακομοίρη που δήθεν επωφελείται από αυτό το "θέμα";
Αν σε νοιάζει τόσο και σε καίει, γιατί δεν αναζητάς την αιτία της απελπισίας σου και όχι σημάδια που απλά την πιστοποιούν;
Γιατί ασχολείσαι με το σύμπτωμα και όχι τον ιό;
- Ναι, άλλα είμαστε πολλοί, δεν χωράμε άλλους.
- Να τους διώξουμε λοιπόν;
- Ναι.
- Κι αν κάνουν το ίδιο οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Αυστραλία και τόσες χώρες με Έλληνες μετανάστες, και μας τους στείλουν όλους πίσω;
- Μα όλοι αυτοί είναι νόμιμοι, όχι λαθραίοι.
- Τώρα ναι, ίσως. Μπορείς όμως να το βεβαιώσεις αυτό ιστορικά για όλους που ανήκουν στην πρώτη γενιά μεταναστών;
- Όχι.
- Τα συλλογιστικά και ιστορικά σου κενά διασκεδάζω. Εγώ τα ξέρω αυτά από την αρχή. Αυτό που δεν μου λες, όμως, πουθενά είναι πόσο θέλεις να χτυπήσεις την αιτία του προβλήματος.
- Αυτό δεν είναι εύκολο.
- Όχι και ακατόρθωτο όμως. Ειδικά αν στοχεύσεις σωστά. Και εσύ και οι άλλοι που έχουν χρόνο να φωνάζουν για το "άδικο". Ή όχι;

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 10, 2010

χύμα

Το'χω γενικά με τους ταξιτζήδες, μα τελευταία δεν έχει πλάκα. Δεν ακούω πια απίθανες ιστορίες και διηγήσεις, ούτε μεγάλα γνωμικά, ούτε καζανόβικες περιπέτειες -δήθεν και πραγματικές- ούτε αστειάκια και οπαδικό χιούμορ. Ίσως ναι'ναι ιδέα μου, ίσως να σφάλλει και η στατιστική επιστήμη, πάντως όποτε μπαίνω σε ταξί τον τελευταίο καιρό, ή (αν είναι αργά το βράδι) θα βαράει στη διαπασών αυτό το ηλίθιο talk radio με τον κάθε πικραμένο που τηλεφωνεί και νομίζει ότι έχει πιάσει τον παπά από τ'αρχίδια ή (αν είναι πρωί ή μεσημέρι και έχει κίνηση) θα λούζομαι ένα ρατσιστικό, συνωμοσιολογικό, αντισιωνιστικό κήρυγμα, από έναν ημίτρελο (ή θεότρελο), λες και είναι ο Άδωνις και πουλάει τάπερ, μπροσούρες και Ελλήνων ανέγερση. Και δεν μπορείς να κοντράρεις και σοβαρά, γιατί μπορεί και να τα πάρει κρανίο (ειδικά ο θεότρελος) και αντί για Πατήσια, να σε πάει στο Λιόπεσι. Όλοι τους μικροί Πλεύρηδες, μικροί Τσε Γκεβάρα, με λύσεις για όλα, με γνώση συμπαντική και σιγουριά solid as a rock, πραγματικοί κακομοίρηδες, φτωχομεροκαματιάρηδες στο νοίκι και στην πίκρα, που κάνουν το κομμάτι τους ξεκαυλώνοντας με μία αγόρευση ανά κούρσα -διαδικασία κατά την οποία το διεθνές εβραϊκό λόμπι και οι εξουσιαστές απανταχού, υποφέρουν και κλωνίζονται. Με τίποτα δικό τους να καυχηθούν, τίποτα δικό τους ως ιδιοκτησία -ούτε καν το όχημα- τίποτα πραγματικό και τίποτα το περήφανο, με την ετυμηγορία έτοιμη στο στόμα, απευθείας copy paste από το Τηλε Άστυ: φταίει μόνο ο πιο φτωχός, ο ξένος, ο κακομοίρης, ο ανταγωνιστής στη μιζέρια. Kill the poor, που'λεγε κι ο γερο Jello.

Για αυτούς, η εξουσία έχει όλες τις δικαιολογίες, οι βουλευτάδες είναι απλά πιόνια των πολυεθνικών και των μασόνων, δεν έχουν πραγματική ισχύ, ή είναι τα λαμόγια, οι καβαντζωμένοι, οι untouchables και, προς θεού, πως να τα βάλουμε μαζί τους; Σωστά. Απάθεια και εμπάθεια, σουρεαλιστικά αδερφωμένες σε μια μισαλλόδοξη και στείρα διαλεκτική -που δεν είναι και διαλεκτική. Αλλά κυρίως, είναι κάτι παραπάνω από γραφική. Είναι βαρετή.

Δεν ψηφίζω Καρατζαφέρη, αλλά σωστά τα λέει. Λέει αλήθειες. Έξω οι ξένοι, η μόνιμη επωδός. Μας παίρνουν τις δουλειές. Μάλιστα. Ποιοι ξένοι όμως; Οι φτωχοί -οι μη έχοντες στον ήλιο μοίρα- ή το ξένο κεφάλαιο -αυτοί που ορίζουν και τη μοίρα των άλλων; Και ποιες δουλειές παίρνουν; Αυτές που αναζητά κι ο απόφοιτος πανεπιστημίου; Γιατί να μην πούμε και για τους άλλους ξένους; Για τα αγγλικά γκέτο του αηδιαστικού φτηνοτουρισμού στη Ρόδο, στην Κρήτη και στην Κέρκυρα. Για τα φτωχομπινεδιάρικα γκρουπ των ταξιδιωτικών πακέτων που έχουν κάνει τα νησιά, μπουρδελοντισκοτέκ. Γιατί δεν μας πειράζουν αυτοί οι ξένοι; Μήπως επειδή μας δίνουν δουλειά, αντί να μας παίρνουν; Πολλά λεφτά, αλήθεια... Όπως και αυτοί που φέρνουν τα μετάλλια, στις ολυμπιακές αθλοπανήγυρεις, τους οποίους αν δεν ελληνοποιούσαμε (για καλόν και αγαθόν σκοπό βεβαίως βεβαίως), θα τους πετούσαμε σε καμιά οικοδομή και ένα μεροκάματο του κώλου, που κυρίως εξασφαλίζει τον κάματο, γιατί τη μέρα όχι και τόσο. Αυτοί δεν είναι ξένοι μάλλον. Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι, σωστά. Αλλά αν χρειαστεί, γίνεσαι κιόλας. Αλλά και όσοι γεννήθηκαν, δεν εξυπακούεται ότι είναι και απαραίτητα. Χρειάζεται πιστοποιητικό φρονήματος, πλάι σε κείνο της γέννησης.

Η Ελλάδα στους Έλληνες. Μάλιστα. Ποια Ελλάδα ακριβώς; Ποια απ'όλες; Και ποιοι Έλληνες; Ποιοι απ'όλους; Απ'ό,τι διαπιστώνω, κάποιοι έχουν ήδη αποκλειστεί από το σχέδιο και την παλιγγενεσία.. Κάτι περίεργοι σαν και μένα, κάτι ευαίσθητοι, κάτι θολοκουλτουριάρηδες, κάτι γνωστικοί. Όπως και οι σοβαροί ιστορικοί, οι νηφάλιοι επιστήμονες, εκείνοι που αρθρώνουν λόγο κριτικό, εμπεριστατωμένο, ευαίσθητο και υπεύθυνο και όχι φανφαρόνικο, φωνακλάδικο, μισαλλόδοξο, τηλεοπτικό, πασαλειφτικό, χοντροκομμένο, αγενή και αμπλαούμπλικο. Έξω και οι αριστεροί και οι φίλοι τους, ούτε αυτοί είναι Έλληνες, έξω κι οι Συριζαίοι, έξω οι διασαλευτές, έξω οι κουκούλες, έξω οι φιλόξενοι και οι ανοιχτόμυαλοι, έξω οι γκέη, έξω τα Εξάρχεια, έξω τα κωλόπαιδα, έξω οι κακοί μαθητές, έξω οι μαύροι σημαιοφόροι, έξω όσοι ξέρουν πραγματική ιστορία, όσοι την ψάχνουν, όσοι διεκδικούν, όσοι κατεβαίνουν στο δρόμο, όσοι δεν είναι ρουφιάνοι. Τι μας μένει από την αφαίρεση; Μια Ελλάδα της ντροπής, ένα γκέτο αμόρφωτων μπουρτζόβλαχων που ληστεύουν τα ταμεία και κατασπαταλούν στις Μυκόνους το δημόσιο χρήμα, που έχουν ορίσει ως ανέκδοτο τις έννοιες κοινωνικό κράτος, περίθαλψη, ασφάλιση και πουλάνε τη γη στους πάπαρδους. Ένας περιφερόμενος θίασος λοβοτομημένων μπουνταλάδων που ανάγει σε εθνική κουλτούρα το Ρουβά και τη Γιουροβίζιον -λόγω επιτυχίας βεβαίως βεβαίως, δηλαδή κατάταξης- και αγνοεί τις αξίες του ελληνισμού -του όποιου ελληνισμού, του κάθε ελληνισμού, του ελληνισμού κάθε εποχής. Που βαυκαλίζεται με τηλεοπτικούς διαγωνισμούς Μεγάλων Ελλήνων, αλλά αγνοεί στην ουσία και στην επίφαση τον Ιάννη Ξενάκη, το Γιάννη Χρήστου, το Γιάννη Κουνέλλη, το Γιαννούλη Χαλεπά, τον Ανέστη Λογοθέτη, το Μίλτο Σαχτούρη, το Νίκο Καρούζο, το Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Κωνσταντίνο Τσικλητήρα, το Νίκο Πουλαντζά, το Δημήτρη Μπάτση, το Νίκο Πλουμπίδη, την Ηλέκτρα Αποστόλου, τη Σωτηρία Βασιλακοπούλου, το Σωτήρη Πέτρουλα, το Δημήτρη Γληνό, το Μανώλη Καλομοίρη, τον Ανδρέα Ροδινό, το Θανάση Σκορδαλό, τον Τάσο Χαλκιά, την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, το Γιώργου Μπάτη, το Γιοβάν Τσαούς, το Σπύρο Περιστέρη, τον Κώστα Βίρβο, τον Άκη Πάνου, το Θόδωρο Αγγελόπουλο, το Ροβήρο Μανθούλη, το Δήμο Θέο, τον Παύλο Ζάννα, τον Κωνσταντίνο Κυδωνιάτη, το Δημήτρη Δραγατάκη, το Μενέλαο Παλλάντιο, το Γιώργο Σισιλιάνο, το Γεράσιμο Σκλάβο, το Δημήτρη Πικιώνη, το Γιάννη Κωνσταντινίδη, τον Άρη Κωνσταντινίδη, το Μιλτιάδη Καρύδη, το Γρηγόρη Σεμιτέκολο, το Γιάννη Σπυρόπουλο, το Γιάννη Μόραλη, το Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Ανδρέα Φωκά, τον Παύλο Σιδηρόπουλο, την Έλλη Αλεξίου, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή και πόσους και πόσους που τώρα δεν θα θυμηθώ να γράψω. Που αγνοεί ή περιφρονεί τους άλλους μεγάλους ποιητές της (ή ακόμα χειρότερα: τους τιμά με κρατικά βραβεία), το Ρίτσο, το Σεφέρη, το Σικελιανό, τον Εμπειρίκο, το Βάρναλη, τον Παλαμά, το Λειβαδίτη, τον Εγγονόπουλο. Καταδικάζει -στην καλύτερη- στη λαϊκάτζα του αγοραίου διασκεδαστηρίου το μεγάλο Μάρκο, τον Τσιτσάνη, το Χατζιδάκι, τη Μπέλλου, στριμώχνοντάς τους ανάμεσα σε Νότηδες, Σότηδες, πότηδες, μπαλέτα, γαμησέτα, αδιαφορώντας για το φως του έργου τους, φως που θα μας έφτανε στον ουρανό, αν εμείς δεν κοιτούσαμε πεισματικά τη λάσπη.

Που είναι όλοι αυτοί στην κουλτούρα του κακού μεταφραστή αρχαίων πασαλειμμάτων Άδωνι, του κάθε υπέρμαχου ψευδοπατριώτη και όσων ανερυθρίαστα τους παραδέχονται ως ιστορικούς και εθνοκύρηκες;
Ποια είναι η κουλτούρα της Ελλάδας -αυτή η δήθεν ανώτερη- αν δεν είναι όλοι αυτοί;
Ο κουτσουρεμένος Ισοκράτης και ο ταλαιπωρημένος Ηρόδοτος, που αν είχαν σάρκα και οστά θα άνοιγαν το κεφάλι σ'όλους αυτούς τους αμόρφωτους που τους καπηλεύονται;
Η γενική και αόριστη αρχαιολατρεία, επιπέδου σλόγκαν του ΕΟΤ, do you like μαμαζέλ the Greece και πλέει μπουζούκι για μένα;
Παράγουμε πολιτισμό σήμερα και υπέρ ποιου μαχόμαστε;
Ή είναι αρκετή η αρχαία γραμματεία και η όποια μακραίωνη παράδοση να μας συντηρεί ως φωστήρες της ανθρωπότητας στον αιώνα τον άπαντα;
Μια παράδοση, βέβαια, που προτιμάμε να μας μεταφέρεται συνθηματικά και οπαδικά από την τηλεόραση, παρά να κάτσουμε να τη μελετήσουμε.


Ο Ίων Δραγούμης υποστήριζε κάποτε πως η πολιτιστική και εμπορική δραστηριότητα και μόνο, ήταν αρκετή για να επιβληθεί ο Μικρασιατικός Ελληνισμός ως δύναμη στο Αιγαίο και στην πλευρά των ανατολικών παραλίων. Έμεινε ως εθνικιστής στην ιστορία. Τώρα κλαίμε τις στρατιωτικές αποτυχίες και τη σφαγή και μας φταίει η Ρεπούση και ο όρος συνωστισμός στο τρομερό εκείνο βιβλίο της Ιστορίας της έκτης Δημοτικού. Όχι ότι με την εθνική μαλακία μας καταστρέψαμε εκεί 3.000 χρόνια ελληνικού πολιτισμού. Όχι ότι εκείνοι που έσφαζαν τους πρόσφυγες στα λιμάνια, είναι οι ίδιοι που σήμερα υπόσχονται εθνικές λύσεις με δάνεια και απίθανες χρεώσεις και όρους. Όχι ότι όσους ήρθαν, εδώ πλέον, πρόσφυγες έφτιαξαν οι ταλαίπωροι τις διάφορες συνοικίες, μόνοι τους και απόμερα από τους άλλους, τους κανονικούς Έλληνες, γιατί εκείνοι τους είχαν βαφτίσει τουρκόσπορους και τις γυναίκες τους παστρικές, δηλαδή πουτάνες -κι αυτό επειδή πλένονταν συχνά... Όχι ότι τα παιδάκια στο σχολείο μαθαίνουν μπούρδες για κρυφά σχολειά και διάφορα τέτοια ξανθοπουλικά μελοδράματα και παπαρρηγοπούλειες παραχαράξεις.

Οι ξένοι μας μαράνανε λοιπόν. Και γιατί να τους πετάξουμε έξω; Γιατί να μην αφήσουμε τουλάχιστον τους εργατικούς εδώ βρε παιδιά; Εγώ, πάλι, θα πρότεινα αν είναι να καθαρίζουμε τον τόπο -μιας και είμαστε πολλοί καθώς λες μίστερ ταρίφα- να ξεκινήσουμε από μερικούς Έλληνες, αυτούς που σου'λεγα πιο πριν και που εσύ δεν τους αγγίζεις. Αν θέλουμε λοιπόν να καθαρίσουμε απο τη βρώμα, ας καθαρίσουμε από τη βρώμα. Βρώμα είναι αυτό που κάθεται πάνω στα πράγματα, κολλάει και τα μολύνει. Και όσο κάθεται, επεκτείνεται και μολύνει τα πάντα.
Η μούργα, τα καθιζήματα που έλεγε και ο πρόεδρος.

ΥΓ. Σόρρυ, όταν γίνομαι εμπαθής και πιάνει ταξική τσίμπλα στο μάτι, ο λόγος αδυνατίζει και ίσως χάνει το χιούμορ του. Και όσο σταράτος κι αν φαίνεται, δεν ξέρω τελικά σε ποια μάτια, σε ποια αυτιά και σε ποιον νου, μπορεί να έχει νόημα και υπόσταση: σε εκείνους που ήδη τα ξέρουν όλα αυτά πάνω κάτω και τα βρίσκουμε (ή τα βρίσκουν κάθε μέρα μπροστά τους) ή σε κείνους που δεν ακούνε κανένα χριστό, και νηφάλιοι μέσα στο νέο παραμύθι της εθνονιρβάνας, ζητάνε να ακούνε μόνο αλήθειες; Αλήθειες από τους ψεύτες, βεβαίως βεβαίως. Με κακούς λύκους, τέρατα και δράκους. Ξένους πάντα, όχι Έλληνες.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 01, 2010

κοινωνικόν

Διαβάζω πως ξεκίνησε τις εμφανίσεις του "μαζί με τους έκπτωτους αγγέλους του" στο Ωδείον, ο Notis Sfakianakis. Μόλις, λέει, κυκλοφόρησε και η πρώτη ενότητα με τίτλο Κοινωνικόν της επερχόμενης τριλογίας του Ματωμένο Δάκρυ και επιστρέφει στο πρώην Έναστρον, το οποίο γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε εκ νέου. Και μαζί του εμφανίζεται και η Αμαρυλλίς, κάποιοι άλλοι με κάτι αρχικά, TNS, DT, κάτι τέτοια, εταιρείες θα'ναι μάλλον ή τίποτα σύλλογοι, και δεν ξέρω μήπως είναι και κάνας άλλος αρχαίος Έλληνας μαζί του. Φήμες λένε πως καλλιτεχνική διεύθυνση έχει αναλάβει ο Ζουράρις, ενώ τα μπαλέτα είναι γνήσιοι απόγονοι των Ελ.

Φήμες, επίσης, θέλουν τον Τεό (Αγγελόπουλο, βεβαίως βεβαίως) να τραβάει τα μαλλιά που ποτέ δεν είχε, για την άρνηση του γνωστού αοιδού να πραγματοποιήσει σύντομο πέρασμα από τη δεύτερη (ή τρίτη) ταινία της τριλογίας, Η σκόνη του χρόνου. "Του χρόνου" του απάντησε ο σταυραϊτός της αθηναϊκής νύχτας που δείχνει να κατέχει κι εκείνος πλέον την τέχνη της τριλογίας (ή κάποια τριλογία στην τέχνη) και δεν έχει ανάγκη τους θολοκουλτουριάρηδες σινεματζήδες.

Κατά τ'άλλα, τα νέα όπως τα ξέρεις. Τα συνηθισμένα. Σε ένα μήνα γεννάει ο δεύτερος έγκυος άντρας. Να, δες το εδώ. Σάλος στην Τουρκία από υπόθεση διδύμων με διαφορετικούς πατέρες. Να, δες κι αυτό εδώ. Βούλωσε και το σύστημα ανακύκλωσης ούρων στο Διεθνή Διαστημικό Σταθμό. Να, εδώ. Γάμησέ τα.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 28, 2010

παίζουμε μεθαύριο λέμε

Και, έτσι, χωρίς πολλές πολλές ανακοινώσεις και προετοιμασία, ΠΑΙΖΟΥΜΕ!
Μεθαύριο, Παρασκευή, 29 του μήνα, στον πολυχώρο πολυεργαλείο Ιανός (Σταδίου 24, για όσους δεν). Καλεσμένοι του Πρώτου Ήχου, όπως τιτλοφορούνται οι ιδιαίτερες βραδιές που επιμελείται για την Athens Voice ο ρισπέκτ Μάκης Μηλάτος.
Χωρίς πολλά πολλά κι εσείς, βάλτε ένα παλτό κι ελάτε. Φαίνεται πως θα αργήσουμε να ξαναπαίξουμε, οπότε it's your chance.
Τη βραδιά θα ανοίξουν οι ταξιδιάρικοι Burgundy Grapes,
γύρω στις 10 μ.μ.
Και χωρίς αφίσα. Ελάτε να κόψουμε και τη βασιλόπιτα.

Κυριακή, Ιανουαρίου 24, 2010

ο Χατζιδάκις για το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης και τα ρέστα περί εθνικής ταυτότητας

Επειδής είναι μεγάλο και ίσως too much για το μαύρο φόντο αυτού του τόπου, έχω αναρτήσει το εξαιρετικό κείμενο του κύριου Μάνου στο νόθο τέκνο αυτού του μπλογκ, τις λέξεις πρόκες.

Πατώντας εδώ λοιπόν, μπορείτε να το διαβάσετε με φόβο και πάθος. Μπορεί να το διαβάσει κι ο Μίκης, πριν ξαναρχίσει τα περί κατωτερότητας των Εβραίων και της ανωτερότητας του Περικλή και του κάθε Περικλή με τον οποίο νιώθει συγγενής, συγγένεια που του επιτρέπει να νιώθει πως οι άλλοι λαοί, αλλά και οι "ψευτοδιανοούμενοι", οι Ρεπούσηδες και οι Δραγώνες, του χρωστάνε πολλά. Γιατί τελικά, τη Ρωμιοσύνη του, αυτή που έχει κατά νου, είναι να την κλαις.

Θα συνεχίσω να ποστάρω κείμενα του Χατζιδάκι. Είναι συγκλονιστικά αποκαλυπτικό πόσο αναρχικά και "ανθελληνικά" λειτουργούσε η σκέψη του και ο λόγος του, αυτού του παραδοσιακού και συντηρητικού δεξιού, καθώς λένε...

Τετάρτη, Ιανουαρίου 20, 2010

ο Χατζιδάκις περί της εθνικής ταυτότητας

[Σχεδόν αναδημοσιεύω το απόσπασμα που είχε επιλέξει και ο Πάνος Ζέρβας στο μπλογκ του (εδώ), το οποίο προέρχεται από συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι στα Νέα, το Μάρτιο του 1978. Θα επανέλθω με καίρια (πιο καίρια δεν γίνεται) κείμενα-παρεμβάσεις του Χατζιδάκι που ανακαλύπτω αυτό τον καιρό στο βιβλίο του 'Ο καθρέφτης και το μαχαίρι' και τα οποία χρονολογούνται δύο δεκαετίες πίσω. Κι όμως...]

'Όσο για τον Σεφέρη και τους άλλους, εκπροσωπούσαν τον ελληνικό χώρο μια πολύ κρίσιμη εποχή. Η Ελλάς είχε χάσει τον πόλεμο. Ο τόπος μας είχε ανάγκη να σκύψει στον εαυτό του. Όταν λέω είχε χάσει τον πόλεμο, θέλω να τονίσω ότι η Ελλάς είχε νικήσει κατ’ επιφάνειαν, αλλά είχε χάσει κατ’ ουσίαν. Δηλαδή, ονειρεύτηκε μια διαφορετική μετέπειτα τοποθέτηση των πραγμάτων και η πραγματικότητα την απογοήτευσε. Την απογήτευσε ακόμα και στα πρόσωπα που την κυβέρνησαν. Ηχούσε το γκονγκ στο ραδιόφωνο και ακουγόταν μια φωνή που μιλούσε για τους πάνω από 3.000 ετών Έλληνες!

‘Ηρθαν, λοιπόν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι ήσαν πάρα πολύ σημαντικοί, και σκύψανε στον κορμό του τόπου και ανακαλύψανε το στοιχείο εκείνο το χαρακτηριστικό που έδινε ταυτότητα στον τόπο, έξω από αυτές τις αυθαίρετες συνδέσεις με το παρελθόν. Η ταυτότητα του τόπου, δηλαδή, δεν ήταν το ότι ήμασταν οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, που είναι μια εντελώς αφελής και ηλίθια άποψη. Ήταν κάτι άλλο. Και το ‘φεραν στην επιφάνεια αυτοί οι άνθρωποι.

Έτσι ανακαλύψαμε το Αιγαίο, τον Θεόφιλο, τον Μακρυγιάννη, τον Καραγκιόζη – ό,τι θα μας έδινε μια ταυτότητα αληθινή. Αγνοώντας τα μεγαλεία, αυτά τα αυθαίρετα και αφελή μεγαλεία του επίσημου κράτους. Και αυτά τα στοιχεία, τα αληθινά, δημιουργούσαν τη νεότερη Ελλάδα. Μέσα σ’ αυτή την υπόθεση της ανευρέσεως της ταυτότητάς μας, ένας βενιαμίν, ένας μαθητής υπήρξα και του λόγου μου. Το αποτέλεσμα της δουλειάς μου είναι ακριβώς αυτό.

Τώρα είναι γεγονός ότι έγινε μια πολύ σημαντική τομή σ’ αυτόν τον τόπο. Την εποχή που θα μεταφερόμασταν από το γραφικό στο ουσιαστικό και θα παύαμε να ασχολούμεθα με το γραφικό, γιατί ό,τι είχαμε να πάρουμε το είχαμε πάρει. Την εποχή αυτή που θα πηγαίναμε σε ουσιαστικότερες ανακαλύψεις του εαυτού μας, ήρθε η δικτατορία και ανέτρεψε τα πάντα. Η δικτατορία, που εκμεταλλεύτηκε τουριστικώς το γραφικό. Και έτσι, η απαραίτητη μετάβαση πιο πέρα, για να αποκτήσουμε την αληθινή πνευματική μας υπόσταση, δεν έγινε ποτέ'.

Αυτά, λοιπόν, από τον "δεξιό" και "συντηρητικό" Χατζιδάκι. Και έπεται συνέχεια...

Παρασκευή, Ιανουαρίου 15, 2010

στη Δραπετσώνα πια δεν έχουνε μυαλά

Η υπόθεση της στοχευμένης επίθεσης από το εθνικοσοσιαλιστικό καφενείο στην κ.Θάλεια Δραγώνα, ειδική γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας σε θέματα μεταναστών, προκαλεί αηδία. Αηδία για το ήθος και τις τακτικές των θεματοφυλάκων της εθνικοπατριωτικής ατζέντας, αηδία για το σύνολο του πολιτικού πολιτισμού που επιτρέπει αβίαστα (καθώς φάνηκε) και νομιμοποιεί τη λάσπη (καθώς φάνηκε) ως πολιτικό εργαλείο στη μάχη για ψηφαλάκια, στα πλαίσια του επικοινωνιακού αλισβερισιού μιας virtual εξουσίας.

Αν κάποιος δεν είναι ενήμερος για το θέμα, ας βρει λίγο χρόνο να ενημερωθεί συγκεκριμένα και λεπτομερέστατα στα λινκς ΕΔΩ και ΕΔΩ. Κάποιος όμως που ήδη έχει εξαντλήσει τις πηγές αυτές, που απλά τεκμηριώνουν την αθλιότητα -αθλιότητα που συνοδεύει το σύνολο της πολιτικής πράξης του συγκεκριμένου χώρου, από το στοχασμό μέχρι την πρόταση και την παρέμβαση και από τις μεθόδους και τακτικές μέχρι το επίπεδο λόγου- μπορεί να πέσει σ'αυτό ΕΔΩ το λινκ και να συναντήσει και πάλι τον πολύ Μίκη, τον μαϊντανό Μίκη, αυτό τον αηβασιλιάτικο γεράκο που πλέον αξιώνεται θέση τιμητή των πάντων, αφού έκοψε τα ένσημά του ως γνήσιος σύμμαχος της άρχουσας τάξης, ως γυρολόγος των υπουργείων και των πολιτικών χώρων, έχοντας εξασφαλίσει προνομιακή θέση στο πάνθεον του Απυρόβλητου με εχέγγυο προϋπηρεσίας την προσφορά του στο λαϊκό τραγούδι και -κυρίως- μια απερίσκεπτη (καθώς φάνηκε) νεανική ορμή και ανδρεία που τον οδήγησε σε καλές πράξεις την περίοδο των Λαμπράκηδων και της εξορίας, παλιά παλιά πολύ παλιά.

"Αν όλοι που πήραν τα όπλα για την πατρίδα είχαν τα μυαλά τα δικά σας..." γράφει προσβλητικά ο συνθέτης-σύμβολο προς την κ.Δραγώνα. Δυστυχώς, πολλοί που πήραν τα όπλα για την πατρίδα είχαν τα μυαλά τα δικά του. Και ούτε ανιδιοτελείς ούτε αγνοί έμειναν, καθώς φαίνεται. Απεναντίας, δεν χάνουν ευκαιρία να μας το υπενθυμίζουν και να το εξαργυρώνουν -υλικά και ηθικά.

Ο Μίκης
...που ήταν πάντα εκεί για να γεφυρώνει το κενό μεταξύ των πλέον μαχόμενων αριστερών προταγμάτων και των ορέξεων της κεφαλαιοκρατικής ασυδοσίας και του πλιάτσικου των δοσιλόγων, πάντα στο πλαίσιο ενός επείγοντος ιστορικού συμβιβασμού, στο όνομα της εθνικής συμφιλίωσης -εννοιολογική παθογένεια που κατ'ουσία ορίζεται ως η προϋπόθεση εκ μέρους του αριστερού, του ηττημένου, μιας μεγάλης καρδιάς (ή μιας ψυχής βαθιάς) και εκ μέρους του δεξιού τίποτα απολύτως. [Ως ελάχιστο παράδεγιμα, μπορεί να αναφερθεί το θρυλικό εκβιαστικό δίλημμα
"Καραμανλής ή τανκς" που αντέτεινε (συμφιλιωτικά πάντα) ο συνθέτης-σύμβολο, όταν -αμέσως μετά τη χούντα των συνταγματαρχών- η αναζήτηση όρων και συντεταγμένων μιας δίκαιης μοιρασιάς και της οικοδόμησης μιας ουσιαστικά ελεύθερης πολιτείας, ήταν όχι μόνο κοινωνικά επιτακτική, αλλά και ορατή.]

...που χαιρέτιζε εγκάρδια την εισβολή της αμερικανοδίαιτης-καθοδηγούμενης Βόρειας Συμμαχίας στο Αφγανιστάν, ενώ βαυκαλιζόταν με την είδηση της υπόκρουσης δικών του ασμάτων κατά τη στρατιωτική επέμβαση.

...που εγκαλούσε όσους επέκριναν κάποτε τον ακροδεξιό (μακαριστό πλέον) Χριστόδουλο "να πλένουν πρώτα το στόμα τους".

...που υποδείκνυε ως ρίζα του Κακού τους Εβραίους, απαξιώνοντάς τον πολιτισμό και την ιστορία τους, καθώς δεν είχαν "ολόκληρο Περικλή" όπως "εμείς εδώ".

Ο Μίκης της καρδιάς μας, ο Μίκης της Ελλάδας.
Ποιας Ελλάδας τελικά...

Του Μίκη που,
όπως ο μεγάλος Παύλος Σιδηρόπουλος τραγουδά το 1985,
εν μέσω πασοκικής δόξας του μουσουργού(-σύμβολο),
μάλλον του πρέπει:
Μια τούρτα α λα κρέμ σοκολά
την ώρα που λες τα πολλά
που με χέρια ψηλά
το παίζεις Μπαχ και καλά
με χρέος συμφωνίες τρεις,
λαϊκοκλασικιστής,
ξερνώντας μ'έναν ήχο κοινό
το δήθεν μέγα μυστικό,
συνθηματολογίες επικές,
σε πέντε νοτούλες γλυκές,
για μέλλον πουλάς
αυτά που πουλιόντουσαν χτες
[...]
βρε πρόσεχε μ'αυτούς τους τρελούς
που στ'όνειρό τους είναι να μη ζουν
και για επάγγελμά τους δηλώνουν
"ο σώζων λαούς"


Πέμπτη, Ιανουαρίου 14, 2010

σιωπή



Παρασκευή, Ιανουαρίου 08, 2010

Στρέλλα

Ένα μπράβο στον Πάνο Κούτρα γιατί γύρισε μια όμορφη και αληθινή ταινία. Χωρίς επιτηδεύσεις, χωρίς δήθεν ρεαλιστικούς φανφαρονισμούς τύπου Βαθιά Ψυχή Στο Στόμα (sic), χωρίς κραυγάζοντα εκκεντρισμό και τραβηγμένο από τα μαλλιά σενάριο. Ακραίο όσο μια ζόρικη περίπτωση. Με ευρήματα και υπερβολές που απλά μεγαλώνουν το ζόρι, προκειμένου να μας απωθήσουν πιο πολύ από το χολιγουντιανού τύπου εύκολο και βαρετό δίπολο του καλού και του κακού. Μια ταινία με πραγματικούς ανθρώπους, πραγματικές και αφτιασίδωτες ερμηνείες, απλά κουστούμια (γεια σου Μπαρμπαρίγο μάστορα!), απλούς χώρους, καθημερινούς χώρους, ζόρικες κουβέντες, πραγματική αργκό, χωρίς επιτηδευμένα και επαναλαμβανόμενα γαμοσταυρίδια και φωνές, άνθρωποι σε απόγνωση, άνθρωποι με ζόρια, άνθρωποι σε παρακμή, ζωή σε παρακμή, outlaws και περιθώριο, χωρίς το φολκλόρ και κουστουριτσικά σύνδρομα, αληθινοί χώροι, αληθινή βρωμιά, η αληθινή Αθήνα, με τις γωνιές της και τις ματαιώσεις της, η παρατημένη επαρχία, οι ρεαλιστικοί χαρακτήρες, οι αντιφάσεις, τα ζόρια πάντα σε πρώτο πλάνο, το όνειρο ως διαφυγή, ακόμα και ως λύση, ως φινάλε. Η αλλεγκρία των τρανς ως εξωτική ονείρωξη που ορθώνει περήφανο -όσο και θνησιγενές- ανάστημα στην ψυχωτική αργκό του λαηφστάηλ και τις ανάγκες της εποχής. Το πολύπλοκο της ζωής που δεν λύνεται με πρέπει και με μην. Το πολύπλοκο των σχέσεων που κάνει τις προτεραιότητες και τα διάφορα κοινωνικά σύνδρομα, μια τράπουλα που ανακατεύεται συνέχεια. Ειδικά όταν δεν έχεις πλέον τίποτα να χάσεις γιατί όλα είναι χαμένα και ψάχνεις να πιαστείς από κάπου. Τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή... Ταινία με ελλείψεις, με αδυναμίες -με αυτό το παραλίγο που θα την έκανε πραγματικά μεγάλη- αλλά σε καμία περίπτωση όχι το σεναριακό Μπεν Χουρ που τρώει τα μούτρα του στις πρώτες δήθεν δραματικές ατάκες. Επιτέλους, μετά από καιρό, μια αληθινή ταινία.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 28, 2009

stealin' beauty

...το όνομα του νέου μπλογκ, που σκοπό έχει να διαδώσει και να μοιραστεί μουσική που βρίσκεις δύσκολα -ή ακόμα και εύκολα, αλλά σίγουρα μουσική που κινεί τις χορδές μας και τις αναστατώνει, μουσική που ανακαλύπτουμε καθημερινά -με λίγο παραπάνω ψάξιμο ίσως- μουσική που δεν βρίσκεται ίσως στην επιφάνεια των επίκαιρων, αλλά που γενναιόδωρα ανταμοίβει όσους ψάχνουν, σκονίζοντας τα χέρια τους και ξεσκονίζοντας τ'αυτιά τους. Η βόλτα σας εδώ:


Σάββατο, Δεκεμβρίου 26, 2009

Vic Chesnutt 1964-2009 R.I.P.

What this man was capable of was superhuman. Vic was brilliant, hilarious and necessary; his songs messages from the ether, uncensored. He developed a guitar style that allowed him to play bass, rhythm and lead in the same song — this with the movement of only two fingers. His fluid timing was inimitable, his poetry untainted by influences. He was my best friend.

I never saw the wheelchair—it was invisible to me—but he did. When our dressing room was up a flight of stairs, he'd casually tell me that he'd meet me in the bar. When we both contracted the same illness, I told him it was the worst pain I'd ever felt. "I don't feel pain," he said. Of course. I'd forgotten. When I asked him to take a walk down the rain spattered sidewalk with me, he said his hands would get wet. Sitting on stage with him, I would request a song and he'd flip me off, which meant, "This finger won't work today." I saw him as unassailable—huge and wonderful, but I think Vic saw Vic as small, broken. And sad.

I don't know if I'll ever be able to listen to his music again, but I know how vital it is that others hear it. When I got the phone call I'd been dreading for the last fifteen years, I lost my balance. My whole being shifted to the left; I couldn't stand up without careening into the wall and I was freezing cold. I don't think I like this planet without Vic; I swore I would never live here without him. But what he left here is the sound of a life that pushed against its constraints, as all lives should. It's the sound of someone on fire. It makes this planet better.

And if I'm honest with myself, I admit that I still feel like he's here, but free of his constraints. Maybe now he really is huge. Unbroken. And happy.

Love,
Kristin

ΥΓ. Ο Vic Chesnutt έφυγε σήμερα, μετά από δύο μέρες σε κώμα, πιθανότατα αυτοκτονώντας. Τα παραπάνω λόγια της πιο στενής του φίλης, Kristin Hersh, αναρτήθηκαν στο tribute page που η ίδια δημιούργησε, με σκοπό να μαζευτούν χρήματα για την οικογένειά του και τους ανθρώπους πίσω του. Περισσότερα για το γεγονός, στο άρθρο του Ηλία ΕΔΩ.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 25, 2009

Μαίρη Κρύσμας

Ποτέ δεν κατάλαβα ποιο ακριβώς είναι το περίφημο πνεύμα των Χριστουγέννων και σε τι συνίσταται. Μόνο το οινόπνευμα ένιωθα τέτοιες μέρες πάντα. Υποθέτω όμως πως το πνεύμα που όλοι λένε -και το ακούς στάνταρ 24354 φορές σε κάθε b αμερικάνικη ταινία από αυτές που παίζουν τα κανάλια τις μέρες τούτες- έχει να κάνει με τη θετική σκέψη, τη θετική πράξη, την αγάπη, τα λιβάδια, την ευγενή άμιλλα και άλλα τέτοια ολυμπιακά.

Η Fun Theory -και συγκεκριμένα το www.thefuntheory.com- υποστηρίζει πως ο ευκολότερος τρόπος για να αλλάξει η συμπεριφορά των ανθρώπων προς το καλύτερο, είναι να κάνεις κάτι να έχει πλάκα. Και η αλήθεια είναι ότι πιο πολύ μου κάνει αυτό για χριστουγεννιάτικο ποστ, παρά καμιά ντεμέκ φιλανθρωπία. Δεν λέω άλλα. Απλά απόλαυσε τα παρακάτω βίντεο και σκέψου πόσο πιο όμορφη θα ήταν η βόλτα σ'αυτή την πόλη, αν τέτοιοι όμορφοι χαβαλέδες ζούσαν ανάμεσά μας.





Τρίτη, Δεκεμβρίου 22, 2009

death by drowning

Νεκρός στο ψυχιατρείο κρατουμένων βρέθηκε ένας 45χρονος, ο οποίος ήταν φυλακισμένος πάνω από 10 χρόνια. Μέχρι αυτή τη στιγμή οι συνθήκες θανάτου παραμένουν άγνωστες.......Α, δεν μ'αρέσει αυτό το κανάλι, γύρνα το σε παρακαλώ σ'αυτό που νεκρός βρέθηκε ο κύριος Λαμπράκης........Εντάξει, συγκινήθηκα, βάλε τώρα να δούμε και καμιά άλλη είδηση......Επαναλαμβάνεται, λέει, η δίκη των έξι για τη Μικρασιατική Καταστροφή, μετά από 87 χρόνια....Α, οκ, ασ'το εδώ, φαίνεται σοβαρό αυτό το θέμα. Να μάθω τουλάχιστον τι απεφάνθη η ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Μετά φαντάζομαι πως θα διοργανώσει κάποια γκλάμουρ ψηφοφορία ο Σκάϊ για να αποφανθούμε κι εμείς το πόπολο αν πράγματι έγινε ή όχι η Μικρασιατική Καταστροφή και αν ναι, όντως έγινε, μήπως να ψηφίζαμε και για άλλη ιστορική ονομασία, πιο λάητ, πιο λάουντζ, όπως Μικρασιατικό Μπέρδεμα ή Μικρασιατική Αναστάτωση ή Μικρασιατικό Πηγαινέλα, κάτι πιο σύγχρονο τελοσπάντων.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 19, 2009

τελευταίο για φέτο

Κάνε κλικ επάνω στην αφίσα να τα δεις όλα μεγαλύτερα και να τα διαβάσεις. Αν πάλι βαριέσαι, στα γράφω εδώ:

Γκράντε διήμερο με αφορμή το μεσαίου μήκους ντοκιμαντέρ που γύρισαν ο Κώστας Ζυμαράκης και ο Αλέξης Τόλιος, σχετικά με το status του trip-hop ιδιώματος στην ελληνική σκηνή και τις σχετικές μπάντες. Η ταινία έχει τίτλο

'Trippin & Hopin'

και έτσι τιτλοφορείται και το φεστιβαλάκι, μαζί με τον υπότιτλο

'From Dark to Funk'

όπου dark βλέπε πρώτη μέρα, Τρίτη 22 Δεκεμβρίου, που σημαίνει:

Sequence Theory Project,

Ekos Quartet,
Night On Earth (μα ποιοί είναι αυτοί;...)

και σχετικά dj-sets για έναρξη, από:

ForTune
(Ekos),
digital alkemist & Costinho (Night On Earth)

ενώ κατίτις πιο funk η δεύτερη μέρα, Τετάρτη 23, με:

Gacho Rejected,

Cayetano Soundsystem,
Cast-A-Blast (Blend with MC's)

και αντίστοιχα dj-sets από:

Lowtronik
,
Timewarp

Σημειώστε ότι και τις δύο ημέρες θα γίνει προβολή του ντοκιμαντέρ, ανάμεσα στα dj-set, δηλαδή στις 9 παρά κάτι. Τα λάηβ ξεκινούν στις 10 παρά κάτι. Η είσοδος γενική λαϊκή, 10 ευρώπουλα όλα κι όλα για το υπερθέαμα. Δεν μας χάλασε.

Και που όλα αυτά; Στο λαοθρύλητο ΑΝ CLUB των Εξαρχείων, στην οδό Σολωμού.

Παραπάνω λόγια δεν χρειάζονται θαρρώ. Ελάτε να ανταμώσουμε και να πούμε εκεί ό,τι άλλο μένει να πούμε...

Και καλές γιορτές αλάνια!

 
 
 
 
Edited by © bananiotis